Είδαν κατάματα το φασισμό – Δύο μαρτυρίες που συγκλονίζουν

Αυτές τις μέρες κάτι ξυπνά μέσα τους. Η σκέψη τους πάει πίσω. Θυμούνται αυτούς που χάθηκαν δίπλα τους. Θυμούνται με πόνο ψυχής τους τραυματίες και τους αγνοούμενους. Το τραύμα είναι ακόμα ανοικτό μέσα τους. Είδαν το φασισμό να στέκεται απέναντί τους και να τους απειλεί με το όπλο. Είδαν τις σφαίρες να κατευθύνονται προς το μέρος τους. Οι άνθρωποι που αντιστάθηκαν στους πραξικοπηματίες ξέρουν καλύτερα απ’ τον καθένα τι σημαίνει να υψώνεις το μπόι σου για να μην περάσουν. Η «Χ», ως ελάχιστο φόρο τιμής στο σύνολο των δεκάδων ανθρώπων που αντιστάθηκαν στο πραξικόπημα, μίλησε με δύο ανθρώπους που έχουν μια ξεχωριστή ιστορία να αφηγηθούν. Δύο ιστορίες που συγκλονίζουν, οι οποίες ωστόσο αποτελούν ένα μέρος των τραγικών ημερών της προδοσίας και ένα κομμάτι της Ιστορίας που κάποιοι θέλουν να παραμείνει στην αφάνεια. Ο Βλαδίμηρος Χαραλάμπους από τη Λάρνακα και ο Κωστής Τεψής από το Τσέρι και τώρα στο Καϊμακλί μίλησαν στην εφημερίδα μας για το προσωπικό τους βίωμα τις μαύρες μέρες του Ιούλη.

Δημήτρης Στρατής

 


 

Δύο απόπειρες και το πορτοκάλι που του έσωσε τη ζωή

20158115_10212085469403868_1967220309_nΟ Βλαδίμηρος Χαραλάμπους από τη Λάρνακα ήταν 27 χρόνων όταν εκδηλώθηκε το πραξικόπημα. Είχε έντονη δραστηριοποίηση μέσα από τους κύκλους του ΑΚΕΛ, του οποίου ήταν μέλος.

Το όνομά του περιλαμβανόταν στις λίστες της Λάρνακας των “επικίνδυνων Μουσκικών” που θα έπρεπε να εκτελέσει η ΕΟΚΑ Β του Γρίβα. Στις 29 Δεκεμβρίου 1973, λοιπόν, δέχθηκε επίθεση στον ηλεκτροπαραγωγικό σταθμό Δεκέλειας, όπου εργαζόταν, από δύο άτομα γύρω στις 11 το βράδυ. Είχαν τότε προηγηθεί Χριστούγεννα και ερχόταν η Πρωτοχρονιά, κάτι που δεν πτόησε τους ανθρώπους του Γρίβα.

Ο Βλαδίμηρος Χαραλάμπους είχε ανέβει σε συγκεκριμένο ύψωμα για να προβεί στις απαραίτητες μετρήσεις. Κατεβαίνοντας κάτω έφτασε στο τελευταίο σημείο της σκάλας, όπου του είχαν στήσει καρτέρι οι επίδοξοι δολοφόνοι. Ένας συνάδελφός του ωστόσο, του φώναξε την τελευταία στιγμή για να του δώσει ένα πορτοκάλι. Το γεγονός αυτό ενδεχόμενα του έσωσε τη ζωή.

Δεν το έβαλαν όμως κάτω. Τον πλησίασαν σε άλλο σημείο του σταθμού λίγο αργότερα και από απόσταση 15 με 20 μέτρων άνοιξαν πυρ. Πολλές από τις σφαίρες κατευθύνθηκαν στο σημείο, όπου στεκόταν και άλλες πάνω σε κολόνα που ήταν δίπλα του. Ο Βλαδίμηρος γλίτωσε τα χειρότερα με μερικές ραφές από γδάρματα που είχε στα χέρια και τα πόδια. «Οι σφαίρες συνέχισαν να πέφτουν, αλλά εγώ έκανα βαρελάκια προς τη θάλασσα, όπου το νερό έβγαινε για να κρυώνουν οι μηχανές», σημειώνει. Στο χώρο όπου έγινε επίθεση, η Αστυνομία βρήκε 38 κάλυκες από δύο διαφορετικά όπλα. «Τότε θυμάμαι είχα δηλώσει ότι χτύπησα στους βράχους για να μην τους δώσω τη χαρά», δηλώνει. Τρεις μήνες μετά ο Β. Χαραλάμπους δέχθηκε μια δεύτερη απόπειρα στην «Πλατεία της Αλκής», όπου στεγάζονταν τότε τα Επαρχιακά Γραφεία της ΕΔΟΝ.

Με την εκδήλωση του πραξικοπήματος μετέβη στη Χωροφυλακή Λάρνακας όπου βρισκόταν ένα λόχος του εφεδρικού σώματος. Όταν νύχτωσε, μαζί με άλλα πέντε άτομα (Νίκος Μαύρος, Αντρέας Διπλόραχος, Χριστοδουλάκης Ανδρέου, Χριστόδουλος Ασκώτης και κάποιος Παναγιώτης από τον Αϊ-Γιάννη) μετέβησαν στις Σπηλιές κοντά στις Βάσεις της Δεκέλειας. Σκοπός τους ήταν να οργανώσουν ενέδρα στον ηλεκτροπαραγωγικό σταθμό για να διακόψουν την ηλεκτροδότηση, κάνοντας έτσι σαμποτάζ στην πραξικοπηματική κυβέρνηση, μια απόπειρα που τελικά δεν πέτυχε λόγω σύλληψης του Αντρέα Διπλόραχου.

Η σύλληψη, τα βασανιστήρια και η απόδραση

Με την εκδήλωση της εισβολής από την Τουρκία, ο Βλαδίμηρος στις 22 Ιουλίου συνελήφθη από τους πραξικοπηματίες. Κατά τη διάρκεια της κράτησής του υπέστη φρικτά βασανιστήρια με κτυπήματα σε πολλά μέρη του σώματος. Κρατήθηκε από τους πραξικοπηματίες μέχρι το τέλος του Αυγούστου, όταν και κατάφερε να αποδράσει με τη βοήθεια του Κώστα Παπακώστα, που ήταν τότε στο στράτευμα. Κατά τη διάρκεια της κράτησής του, αναφέρει, είχε ως συγκρατούμενούς του και πέντε Τουρκοκυπρίους, οι οποίοι τον περιποιήθηκαν.

Ο φτωχόκοσμος και η Αριστερά έδωσαν τη ζωή τους και κάποιοι άλλοι απλά διατήρησαν τις θέσεις τους, αναφέρει σήμερα ο Βλαδίμηρος σε ηλικία 70 χρόνων. «Εμείς καταφέραμε και επιβιώσαμε, ευτυχίσαμε να κάνουμε παιδιά και εγγονάκια, κάποιοι άλλοι δυστυχώς δεν τα κατάφεραν», σημειώνει. «Κάθε Ιούλιο οι θύμησες είναι πιο έντονες ειδικά γι’ αυτούς που χάθηκαν», κατέληξε.

 


 

Τον έστησαν στον τοίχο στη μέση της πλατείας

20132981_10212085448523346_2132087917_o

 

17 Ιουλίου 1974, ημέρα Τετάρτη, ο Κωστάκης Τεψής (μέλος του ΑΚΕΛ, με δράση κατά της ΕΟΚΑ Β και της Χούντας), ήταν τότε 25 χρόνων, βρισκόταν στο σπίτι του μαζί με την οικογένειά του στο Τσέρι. Τότε οι πραξικοπηματίες κτύπησαν την πόρτα και αναζήτησαν τον Κωστάκη για να τον συλλάβουν. Η μητέρα του τον ρώτησε αν χρειάζεται κάποιο τρικό, γιατί της είπαν ότι θα ερχόταν πίσω την ίδια μέρα. «Δώσε μου το μάνα γιατί θα το χρειαστώ», της απάντησε. Τους οδήγησαν στην πλατεία του Τσερίου όπου έστησαν τον Κωστάκη στον τοίχο μαζί με άλλους. «Γύρισε για να με βλέπεις όταν θα σε παίξω», του ανέφερε ο επίδοξος δήμιος. Στη συνέχεια τον ρώτησε πού έχει τα όπλα. Ο Κ. Τεψής του απάντησε πως δεν έχει στην κατοχή του όπλα. Αμέσως ο πραξικοπηματίας όπλισε το όπλο, «πες μου πού έχεις τα όπλα διαφορετικά θα σε καθαρίσω» του είπε. Του απάντησε ξανά πως δεν έχει όπλα και αυτός πυροβόλησε στο πάτωμα. «Πες μου πού έχεις τα όπλα γιατί η επόμενη θα είναι η τελευταία σου», φώναξε. Του απάντησα με δυνατή φωνή: «Τέλειωνε καθάρισμε ρε να ποσπαζούμαστε, δεν έχω όπλα»! Αμέσως κατέβασε το όπλο και τον κτύπησε με το κοντάκι του στην κοιλιά.

Τα πιο δύσκολα δευτερόλεπτα της ζωής

Μετά από ώρα οι ανακρίσεις τελείωσαν και τους έβαλαν μέσα σε όχημα με τα χέρια ψηλά. «Στα 10 λεπτά ήλθαν πίσω και μου είπαν να κατέβω κάτω. Μου είπε ότι θα με αφήσει ελεύθερο, αλλά αν μάθουν από αυτούς που είχαν συλληφθεί ότι έχω και εγώ όπλα θα με συλλάβουν», εξιστορεί. «Εκείνα τα λεπτά σκέφτηκα μέσα μου ότι θα με αφήσουν να φύγω και θα με σκοτώσουν όταν γυρίσω την πλάτη μου. Ήταν από τα πιο δύσκολα λεπτά της ζωής μου. Περπάτησα και έφτασα μέχρι ένα σημείο που δεν είχα κανένα πίσω μου», αναφέρει. «Εκείνο τον καιρό ο καλύτερος στα 100 μέτρα ήταν ο Μπουρζώφ, κάπως έτσι έτρεξα κι εγώ μέχρι να βρεθώ σπίτι μου», θυμάται.

Αργότερα ο Κωστάκης Τεψής έμαθε ότι αποφάσισαν να τον αφήσουν να φύγει γιατί ήταν ο μεγαλύτερος αδελφός της οικογένειας και πίστευαν λανθασμένα ότι ο πατέρας του είχε πεθάνει. Έμαθε ότι τον συνέλαβαν για τις σχέσεις που διατηρούσε με κάποιο συγχωριανό του, τον οποίο είχαν δει να βοηθά άντρες του Εφεδρικού στη μεταφορά όπλων.

«Όταν θα κοντέψει αυτός ο καιρός χάνω το μυαλό μου», ανέφερε. «Επανέρχονται στο μυαλό μου όλες οι εικόνες. Όποτε περάσω από την πλατεία του Τσερίου, υπάρχει ένα εξόγκωμα. Εκεί με έστησαν. Όποτε λοιπόν περάσω απ’ εκεί λέω στα παιδιά μου πως εδώ με έστησαν για να με σκοτώσουν και πολλές φορές διερωτώνται γιατί τους το λέω ξανά και ξανά», καταλήγει.

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy