Έκθεση αναλυτή του αμερικανικού κογκρέσου παραθέτει τις θέσεις των πλευρών και τα σενάρια για το Κραν Μοντάνα

Εκτιμήσεις και σενάρια για τις εξελίξεις στο Κυπριακό με αφορμή τη σύγκληση της Διάσκεψης στην Ελβετία, περιέχει η τακτική έκθεση για την Κύπρο της Ερευνητικής Υπηρεσίας του Αμερικανικού Κογκρέσου (CRS), μιάς ανεξάρτητης υπηρεσίας που χρησιμοποιείται από τα δύο ομοσπονδιακά νομοθετικά σώματα. Η νέα έκθεση με συντάκτη τον Βίνσεντ Μορέλι, διατηρεί τον ίδιο τίτλο για αρκετά χρόνια, «Κύπρος: H επανένωση αποδεικνύεται άπιαστη» και κυκλοφόρησε στις 15 Ιουνίου.

«Παρατηρητές του Κυπριακού εξέφρασαν την ικανοποίησή τους για την είδηση της νέας διάσκεψης ως ένδειξη ότι μπορεί να σημειωθεί σημαντική πρόοδος. Άλλοι όμως αναρωτιούνται τι θα μπορούσε να επιτευχθεί στη Γενεύη ΙΙ, δεδομένου ότι δεν έχουν δει καμία σημαντική κίνηση από τις δύο πλευρές αναφορικά με τις θέσεις τους για τα θέματα των επιπέδων των στρατευμάτων, των εγγυήσεων ασφάλειας ή των εδαφικών προσαρμογών».
 
Παράλληλα σημειώνει δύο σημαντικές παραμέτρους, το χρόνο και τις πολιτικές εξελίξεις, οι οποίες έχουν εισαχθεί εκ νέου στο λογισμό για τη λύση.

«Ο Αναστασιάδης αντιμετωπίζει ήδη την έναρξη της επικείμενης προεκλογικής εκστρατείας του 2018 στην Κυπριακή  Δημοκρατία και οι τυχόν παραχωρήσεις που θα κάνει για να εξασφαλίσει μια διευθέτηση που θεωρείται απαράδεκτη από την αντιπολίτευση, θα μπορούσαν να γίνουν σταδιακά πιο αμφιλεγόμενες».
 
Θεωρεί ότι το δημοψήφισμα που είναι πλέον εφικτό να γίνει μόνο το Φθινόπωρο του 2017, θα ήταν πιθανότατα αμφιλεγόμενο για ορισμένους και θα μπορούσε να επηρεαστεί σημαντικά από την προεκλογική εκστρατεία.

Επιπλέον, συνεχίζει, ένας προτεινόμενος νέος γύρος διερεύνησης υδρογονανθράκων στις νότιες ακτές της Κύπρου θα μπορούσε να ξεκινήσει τον Ιούλιο ή τον Αύγουστο. Η προτεινόμενη διάτρηση έχει ήδη προκαλέσει διαμαρτυρίες από τον Ακιντζί και προειδοποιήσεις από την Άγκυρα, ότι αν δεν επιτευχθεί λύση εν τω μεταξύ, οι νέες εξερευνήσεις θα μπορούσαν να απαντηθούν από την Τουρκία.
 
Η πολυσέλιδη έκθεση περιέχει μια συνοπτική αναφορά στο Κυπριακό, από την ανεξαρτησία μέχρι την απόρριψη του σχεδίου Ανάν και στη συνέχεια εκτενή αποσπάσματα για τις συνομιλίες του τέως Προέδρου Χριστόφια με τους κ.κ. Ταλάτ και Έρογλου και στη συνέχεια του Προέδρου Αναστασιάδη με τους κ.κ. Έρογλου και Ακιντζί.
 
Αναφερόμενος στην σύγκληση της Διάσκεψης της Γενεύης τον Ιανουάριο, ο κ. Μορέλι σημειώνει ότι για κάποιους, ήταν περίεργο πως η Τουρκία συμφώνησε να συμμετάσχει, με δεδομένο ότι ασχολείτο με το επίμαχο συνταγματικό δημοψήφισμα.

«Η Άγκυρα έπρεπε να γνωρίζει ότι οι τυχόν παραχωρήσεις σχετικά με την ασφάλεια, όπου η Τουρκία ήταν υποχρεωμένη κατόπιν απαιτήσεως των Ελληνοκυπρίων ή της Ελλάδας, να αποσύρει τις στρατιωτικές δυνάμεις της ή να παραιτηθεί από το δικαίωμά της να υπερασπιστεί τη βόρεια Κύπρο, θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως αδυναμία, τη στιγμή που η Άγκυρα προσπαθούσε να διαπραγματευτεί με τη Μόσχα στη Συρία, τις Ηνωμένες Πολιτείες σχετικά με τους Κούρδους και να κρατήσει σε απόσταση την επιρροή του Ιράν».
 
Προσθέτει, ωστόσο, ότι από την στιγμή που η Άγκυρα συμφώνησε να παραστεί στη διάσκεψη της Γενεύης, «οποιαδήποτε άρνηση από μέρους της να προσφέρει συμβιβασμούς για την ασφάλεια και τις εγγυήσεις θα χρησιμοποιούταν από τους Ελληνοκυπρίους για να αποδείξουν ότι η Τουρκία δεν ενδιαφέρεται να αναζητήσει μια δίκαιη λύση».
 
Άλλοι ωστόσο αναρωτιούνται αν η παρουσία της Αγκυρας  στη Γενεύη είχε απλώς ως στόχο να ενισχύσει τα προηγούμενα αιτήματα του Ακιντζί να συμφωνήσει ο Αναστασιάδης σε παρόμοια διάσκεψη, ή απλά να σταματήσει τις διαπραγματεύσεις ή να σκοτώσει εντελώς τις συνομιλίες, γράφει.

«Οι περίεργες απαιτήσεις της Τουρκίας στη Γενεύη ότι ορισμένες ελευθερίες που θα προέλθουν ως μέρος οποιασδήποτε διευθέτησης θα πρέπει να εφαρμόζονται και στους Τούρκους πολίτες που ζουν στο βορρά και η φαινομενική αντίθεσή της σε κάποιες εδαφικές παραχωρήσεις που ενδεχομένως προσέφερε ο Ακιντζί, φαίνεται να περιπλέκουν τις διαπραγματεύσεις σε μια κρίσιμη στιγμή. Είναι πιθανόν ότι η στρατηγική της Άγκυρας στη Γενεύη να εισάγει νέες επιπλοκές, θα μπορούσε να αποτελεί προσπάθεια της Τουρκίας να οικοδομήσει διεθνή πίεση πάνω στους Ελληνοκυπρίους να συμβιβαστούν, ακόμη και σε προσωρινή βάση, για τα τουρκικά στρατεύματα και τις εγγυήσεις, γεγονός που θα επέτρεπε στον στρατό της Τουρκίας να αποχωρήσει από την Κύπρο, κρατώντας τα προσχήματα καθησυχάζοντας και τους Τουρκοκύπριους ότι θα εξακολουθούν να προστατεύονται».
 
Για την Διάσκεψη του Κραν Μοντανά γράφει πως σ’ αυτή Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι θα ασχοληθούν ταυτόχρονα τόσο με τα υπόλοιπα ανεπίλυτα εσωτερικά ζητήματα, όσο και με τα ζητήματα ασφάλειας και εγγυήσεων. Κι ότι σύμφωνα με πληροφορίες ενδέχεται να υπάρχουν 8-10 ανεπίλυτα “εσωτερικά” ζητήματα, όπως η εκ περιτροπής προεδρία και τα τουρκοκυπριακά βέτο.

«Ωστόσο,  οι περισσότεροι παρατηρητές πιστεύουν ότι τα ζητήματα αυτά μπορούν να επιλυθούν και κρατούνται σε εφεδρεία και από τις δύο πλευρές για τυχόν συμβιβασμούς τελευταίας στιγμής που ενδέχεται να χρειαστούν για την επισφράγιση μιας τελικής συμφωνίας. Δεν είναι επίσης σαφές εάν η Διάσκεψη πρόκειται να συνεχιστεί μέχρις ότου γίνει αποδεκτή μια λύση ή θα συμφωνηθεί ότι οι συνομιλίες είναι σε αδιέξοδο και θα πρέπει να ανασταλούν».

Για το νέο στοιχείο που είχε προστεθεί για τη διάσκεψη της Γενεύης ΙΙ, το κοινό έγγραφο, σημειώνει ότι η διαδικασία αυτή θεωρήθηκε από κάποιους παρόμοια με τις τακτικές που χρησιμοποίησε ο ΟΗΕ το 2004 και επικρίθηκε από ορισμένους στο νότο ότι παίρνει το πολύ κρίσιμο ζήτημα της ασφάλειας από τα χέρια των Κυπρίων και το παραδίδει στα Ηνωμένα Έθνη.
 
Η έκθεση παραθέτει με αρκετή ακρίβεια τις θέσεις όλων των εμπλεκομένων στη διάσκεψη για την ασφάλεια.

Για τους Ε/κ γράφει ότι  έχουν από καιρό απαιτήσει την κατάργηση της Συνθήκης Εγγυήσεων και προφανώς τώρα έχουν προτείνει την έγκριση ενός ψηφίσματος του ΟΗΕ  που θα λειτουργούσε ως εγγύηση για τη διευθέτηση. Προτείνουν επίσης κάποιου είδους σύμφωνο φιλίας μεταξύ της Κύπρου, της Ελλάδας και της Τουρκίας που θα παρέχει προστασία της νήσου από εξωτερικές απειλές, καθώς και μια μεταβατική περίοδο κατά την οποία ο Αναστασιάδης πρότεινε  πολυεθνική αστυνομία που θα λειτουργεί ως εσωτερική δύναμη ασφαλείας. Γράφει ότι δεν είναι σαφές εάν το σύμφωνο φιλίας θα επιτρέπει μονομερείς ενέργειες οποιουδήποτε μέρους, όπως (για παράδειγμα) από τις τουρκικές δυνάμεις ασφαλείας που θα αναπτύσσονται στη Βόρεια Κύπρο εάν οι Τουρκοκύπριοι αισθάνονται απειλημένοι με κάποιο τρόπο. Δεν είναι επίσης σαφές εάν στην πολυεθνική δύναμη θα μπορούσαν να συμμετέχουν τουρκικές δυνάμεις ασφαλείας.

Για τις θέσεις της Ελλάδας αναφέρει ότι υποστηρίζει τον τερματισμό της Συνθήκης Εγγυήσεων και την απόσυρση όλων των στρατευμάτων από την Κύπρο. Η Αθήνα υποστηρίζει επίσης την ιδέα ενός συμφώνου φιλίας και τη δημιουργία μιας πολυεθνικής δύναμης που θα εγγυάται την ασφάλεια για μια ορισμένη περίοδο.

Για τους Τ/κ γράφει ότι  εμμένουν στο αίτημά τους να παραμείνει η Τουρκία, με κάποια μορφή, ως εγγυήτρια οποιασδήποτε μελλοντικής τουρκοκυπριακής συνιστώσας πολιτείας και να έχει το δικαίωμα παρέμβασης μόνο εάν υπάρχει πρόσκληση προς τούτο από το κοινοβούλιο της τουρκοκυπριακής πολιτείας. Οι Τουρκοκύπριοι προφανώς πρότειναν επίσης ένα χρονοδιάγραμμα, το οποίο θα επανεξετάζεται κάθε λίγα χρόνια, για την απόσυρση ξένων στρατευμάτων από το νησί, αλλά χωρίς συγκεκριμένη προθεσμία.

Για την Τουρκία γράφει πως επιθυμεί να παραμείνει σε ισχύ η επίσημη Συνθήκη Εγγυήσεων. Μερικοί ισχυρίζονται – αν και δεν έχει επιβεβαιωθεί – ότι η Άγκυρα πρότεινε την απόσυρση περίπου το 80% των στρατευμάτων της από το νησί μετά τη λύση. Δεν είναι σαφές πόσο σύντομα θα αποσυρθεί το 80%. Όσον αφορά τα υπόλοιπα στρατεύματα, η Τουρκία φαίνεται να επιθυμεί μια μεταβατική περίοδο, ώστε να δοθεί χρόνος για να καθοριστεί εάν η παρουσία τους στο νησί είναι περιττή.

«Δεδομένου ότι η Άγκυρα δεν επιβεβαίωσε ποτέ τον πραγματικό αριθμό στρατευμάτων που έχει αναπτύξει στην Κύπρο, δεν είναι σαφές πόσοι στρατιώτες θα παραμείνουν, ούτε η πρότασή της – εάν είναι πραγματική – καθορίζει τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, ή ποιος θα προσδιορίσει αν παρουσία τους θα  απαραίτητη».

Τέλος, για τη Βρετανία αναφέρει ότι δείχνει έτοιμη να αποδεχθεί οποιαδήποτε συμφωνία μπορούν να καταλήξουν τα άλλα τέσσερα μέρη, «υπό την προϋπόθεση ότι οι υπάρχουσες στρατιωτικές βάσεις του Ηνωμένου Βασιλείου θα επιτρέπεται να παραμένουν σε κάποια μορφή και για κάποιο χρονικό διάστημα».
 
Σχετικά με τις προσδοκίες που υπάρχουν για τη Διάσκεψη, εκτιμά πως ενώ μερικοί παρατηρητές παραμένουν σκεπτικοί, άλλοι πιστεύουν ότι παρουσιάζει μια σημαντική ευκαιρία και για τις δύο πλευρές να αποφασίσουν τελικά πόσο πραγματικά θέλουν να βρουν λύση έπειτα από 52 χρόνια απογοητευτικών διαπραγματεύσεων για την επανένωση του νησιού.

«Όσον αφορά τους διαπραγματευτές, η Γενεύη ΙΙ εγείρει πολλές ερωτήσεις σχετικά με τους συμβιβασμούς που είναι πρόθυμοι να προσφέρουν από μακροχρόνιες θέσεις τους. Για παράδειγμα, μπορούν οι Ελληνοκύπριοι να αποδεχθούν κάποιο επίπεδο προσωρινής στρατιωτικής παρουσίας και εγγυήσεων για την Τουρκία; Μπορούν οι Τουρκοκύπριοι να αποφασίσουν να αποδεχθούν μια συμφωνία που τελικά θα απομακρύνει όλες τις τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις από το νησί και θα τις αντικαταστήσει με την εγγύηση ασφάλειας της ΕΕ; Μπορεί η Άγκυρα να αποδείξει ότι ενδιαφέρεται περισσότερο για την ευημερία των Τουρκοκυπρίων από τα γεωστρατηγικά της συμφέροντα και την επιρροή της στο νησί; Μπορεί η Ελλάδα και η Τουρκία να συνεργαστούν για να διατηρήσουν υπό έλεγχο τις εντάσεις μετά τη συμφωνία, ώστε να μην αισθάνονται την ανάγκη παρέμβασης ;»
 
Ο Αμερικανός αναλυτής του Κογκρέσου σημειώνει ότι για τους περισσότερους παρατηρητές, το γεγονός ότι οι κ.κ. Αναστασιάδης και Ακιντζί φαίνονται να έχουν πλησιάσει περισσότερο στην επίτευξη λύσης από οποτεδήποτε μετά το 2004, αυτό δείχνει  ότι, αν και η λύση για την τελική αυτή διευθέτηση παραμένει ασαφής, οι διαπραγματευτές εμφανίζονται έτοιμοι να μεταβούν στη Γενεύη ΙΙ, διατηρώντας ένα επίπεδο αισιοδοξίας. Παράλληλα, εγείρει μια σειρά ερωτημάτων (υποθέσεων), των οποίων οι απαντήσεις θα δοθούν στο Κραν Μοντάνα.
 
«Ένα έντονα πολιτικό παιχνίδι σκακιού που επίσης περιέχει και ημερολόγιο, πρόκειται να αρχίσει και πάλι. Εάν κάποια από τα παραπάνω σενάρια τραβήξουν πολύ μέσα στο καλοκαίρι, ίσως χρειαστεί να αναβληθεί η λύση μέχρι να ολοκληρωθούν οι εκλογές στην Κυπριακή Δημοκρατία στις αρχές του 2018. Θα συμφωνήσουν οι Τουρκοκύπριοι να περιμένουν; Αν οι Τουρκοκύπριοι και η Τουρκία αισθάνονται ότι οι εχθροί των διαπραγματεύσεων κερδίζουν δυναμική και επηρεάζουν την αποφασιστικότητα του Αναστασιάδη να επιτύχει λύση τώρα, η δέσμευση του Ακιντζί σε μια λύση θα υποχωρήσει μπροστά στις απειλές για τερματισμό των συνομιλιών και μόνιμο διαχωρισμό; Εάν η Τουρκία δεν δείξει ευελιξία στην ασφάλεια και τις εγγυήσεις και δώσει την εντύπωση ότι σταματά τις διαπραγματεύσεις, θα αναγκαστεί ο Αναστασιάδης κάτω από τις εγχώριες πιέσεις να εγκαταλείψει τις συνομιλίες μέχρι μετά τις εκλογές;»

Καταλήγοντας αναφέρει ότι «όλα αυτά θα απαντηθούν στις 28 Ιουνίου 2017, εάν κατ’ ακρίβεια συγκληθεί η Γενεύη ΙΙ ή εάν το σημείο εκκίνησης των συνομιλιών καταστεί  δύσκολο, προμηνύοντας  μια μακρά και άκαρπη διαπραγμάτευση. Σε εκείνο το σημείο, αυτή η τελική διευθέτηση θα εξακολουθήσει να παραμένει άπιαστη».

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy