Έκθεση ΙΝΕΚ – ΠΕΟ – Απασχόληση και ανεργία

Η παραγωγικότητα της εργασίας θα αυξηθεί το 2018 και πάλι οριακά, +0,6%

 

     Ο δείκτης του ποσοστού ανεργίας αποδεικνύεται ανεπαρκής, διότι δεν αναδεικνύει πολύ σημαντικές διαρθρωτικές αλλαγές της αγοράς εργασίας

Η υψηλή και παρατεταμένη ανεργία οδηγεί σε αποτυχία την προσπάθεια σημαντικής μερίδας των ανέργων να καταλάβουν μια θέση εργασίας, ακόμη και μετά από επίμονες απόπειρες

 

Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της ανάκαμψης των ετών 2015-2017 υπήρξε η στασιμότητα της παραγωγικότητας της εργασίας. Ήδη από το 2008 δεν μπορούσαμε να παρατηρήσουμε ανοδική τάση της παραγωγικότητας, η οποία απλώς κυμαινόταν γύρω από την ίδια σταθερή τιμή. Η στασιμότητα αυτή σχετιζόταν με το γεγονός ότι η οικονομία είχε εισέλθει από την αρχή της κρίσης σε φάση αποεπένδυσης (δηλαδή αρνητικών ρυθμών συσσώρευσης παγίου κεφαλαίου), που συρρίκνωσε το παραγωγικό δυναμικό και σταμάτησε τη μεταφορά τεχνολογικής και οργανωτικής προόδου στο παραγωγικό σύστημα. Η εξέλιξη αυτή, που ήταν αναμενόμενη μέσα σε συνθήκες βαθιάς διαρθρωτικής κρίσης, συνεχίστηκε και κατά τα πρώτα δύο έτη της ανάκαμψης, όταν δεν υπήρξε ουσιαστικά ανατροπή της δυσμενούς επενδυτικής συγκυρίας και η μακροχρόνια στασιμότητα της παραγωγικότητας συνεχίστηκε. Επιπλέον, η πρόβλεψη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το 2018 είναι ότι η παραγωγικότητα της εργασίας θα αυξηθεί και πάλι οριακά (+0,6%). Αυτό σχετίζεται με το είδος και την ποιότητα των επενδύσεων (κυρίως κατοικίες, εγγραφές πλοίων στην κυπριακή σημαία και αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης). Έτσι, στη διάρκεια της ανάκαμψης οι αυξήσεις της παραγωγικότητας της εργασίας περιορίζονται σε αυξομειώσεις της τάξης του 0,5%.

Αυτό έχει ως σημαντικό αποτέλεσμα οι αυξήσεις της παραγωγής κατά την τρέχουσα ανάκαμψη να μετατρέπονται σχεδόν εξ ολοκλήρου σε αυξήσεις της απασχόλησης. Παρατηρείται, έτσι, το ίδιο φαινόμενο που ίσχυε και κατά την ύφεση, δηλαδή ότι υπάρχει ισχυρή στατιστική συσχέτιση μεταξύ των αυξήσεων του ΑΕΠ και των αυξήσεων του αριθμού των απασχολουμένων. Ως αποτέλεσμα, η αύξηση του αριθμού απασχολουμένων, όπως προκύπτει από τους εθνικούς λογαριασμούς, κατά την τριετία της ανάκαμψης ανήλθε σε 1,5% το 2015, σε 3,1% το 2016 και 2,9% το 2017 (αθροιστικά σε 7,5%). Είναι αξιοσημείωτο, όμως, ότι σύμφωνα με τα στοιχεία της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού, κατά το 2015, όχι μόνον δεν υπήρξε αύξηση του αριθμού των απασχολουμένων κατά 1,5% αλλά μείωση 1,4% , ενώ για το 2016 δεν υπήρξε αύξηση 3,1% αλλά 1,1%. Για το πρώτο εξάμηνο του 2017, η αύξηση της απασχόλησης ήταν 2,9% σύμφωνα με τους εθνικούς λογαριασμούς και 4,0% κατά την Έρευνα Εργατικού Δυναμικού. Επομένως, για το σύνολο της τριετίας της ανάκαμψης 2015-2017 η αύξηση του αριθμού των απασχολουμένων ανήλθε σε 7,5% κατά τους εθνικούς λογαριασμούς αλλά σε 3,7% κατά την Έρευνα Εργατικού Δυναμικού.

(Στην έκθεση αυτή το ΙΝΕΚ-ΠΕΟ, για να μην υπάρξουν μεθοδολογικά προβλήματα, χρησιμοποιεί τα στοιχεία της απασχόλησης από τους Εθνικούς Λογαριασμούς όταν αυτά συσχετίζονται ή συγκρίνονται με μακροοικονομικές μεταβλητές. Αντιθέτως, όταν συσχετίζονται ή συγκρίνονται με μεταβλητές της αγοράς εργασίας χρησιμοποιεί τα στοιχεία της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού. Παρουσιάζονται έτσι υπολογισμοί με στοιχεία που κάθε φορά προέρχονται όλα από την ίδια πηγή).

Τριπλάσια η ανεργία σε σχέση με το 2008

Σε μέσο ετήσιο επίπεδο ο αριθμός των ανέργων κατά το πρώτο εξάμηνο του 2017 ανήλθε σε περίπου 51 χιλιάδες άτομα έναντι 54 χιλιάδων το 2016 και 63 χιλιάδων το 2015. Παραμένει όμως κατά 20% υψηλότερος από το τριπλάσιο του αντίστοιχου αριθμού το 2008 (15 χιλιάδες).

Για το σύνολο του 2017 οι υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προβλέπουν μείωση του αριθμού των ανέργων κατά επιπλέον 5 χιλιάδες άτομα λόγω της συνέχισης της ανάκαμψης. Για το 2018 προβλέπουν μείωση στις 42 χιλιάδες, καθώς θα αρχίσει η επιβράδυνση της οικονομίας.

Το ΙΝΕΚ εξηγεί στη μελέτη του κάποια… παράδοξα στα ζητήματα αυτά: Για παράδειγμα, τη μείωση της απασχόλησης κατά τη διάρκεια του 2015 και του πρώτου εξαμήνου του 2016 συνόδευε ραγδαία πτώση του ποσοστού ανεργίας. Το παράδοξο αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι το ποσοστό ανεργίας δεν εξαρτάται μόνο από τις μεταβολές του αριθμού των απασχολουμένων, αλλά επίσης από τις μεταβολές του εργατικού δυναμικού. Σε εκθέσεις προηγουμένων ετών είχε γίνει η διαπίστωση ότι ενώ από το καλοκαίρι του 2008 έως το τέλος του 2009 η απασχόληση παρέμεινε ουσιαστικά αμετάβλητη, υπήρξε τότε επιδείνωση της ανεργίας, η οποία προήλθε αποκλειστικά από τη μεγέθυνση του εργατικού δυναμικού κατά την ίδια χρονική περίοδο. Από το καλοκαίρι του 2014 έως τον χειμώνα του 2016 παρατηρήθηκε το αντίστροφο φαινόμενο, όταν το εργατικό δυναμικό συρρικνώθηκε θεαματικά υπερκεράζοντας τις μειώσεις της απασχόλησης του 2015 και οδηγώντας έτσι σε μείωση του ποσοστού ανεργίας.

Αποθάρρυνση, πρόσθετοι εργαζόμενοι και ποσοστό ανεργίας

Η εξήγηση αυτών των αντιφατικών κινήσεων του εργατικού δυναμικού, σε σχέση με την απασχόληση, ανάγεται σε δύο διαφορετικούς μηχανισμούς που επιδρούν στις μεταβολές της προσφοράς εργασίας: Κατ’ αρχήν, εξηγεί στη μελέτη του το ΙΝΕΚ, στη διάρκεια της ύφεσης, όταν αυξάνεται η ανεργία, μειώνονται οι μισθοί και στενεύουν τα περιθώρια δανεισμού, τα νοικοκυριά τείνουν να προσφέρουν περισσότερη εργασία προσπαθώντας να αντιμετωπίσουν, αφενός μεν, τη μείωση του εισοδήματός τους, αφετέρου δε, τη γενικευμένη ανασφάλεια που επικρατεί μεταξύ των μισθωτών σε συνθήκες αυξημένης ανεργίας (επίπτωση του πρόσθετου εργαζόμενου). Ωστόσο η υψηλή και παρατεταμένη ανεργία οδηγεί σε αποτυχία την προσπάθεια σημαντικής μερίδας των ανέργων να καταλάβουν μια θέση εργασίας, ακόμη και μετά από επίμονες απόπειρες. Αυτό δημιουργεί το φαινόμενο της αποθάρρυνσης, που εξωθεί αυτήν τη μερίδα ανέργων στην παραίτηση και στην αποχώρηση από το εργατικό δυναμικό. Επομένως οι μεταβολές του εργατικού δυναμικού εξηγούνται από αυτές τις δύο αντίρροπες δυνάμεις που δημιουργεί η κρίση: αφενός από την αποθάρρυνση, αφετέρου από την επιτακτική ανάγκη αναπλήρωσης του χαμένου εισοδήματος και διασφάλισης έναντι της αβεβαιότητας που προκαλεί η ανεργία.

Αριθμός απασχουλουμένων-αριθμός ωρών εργασίας

Η ανεπάρκεια του δείκτη του ποσοστού ανεργίας να περιγράψει την κατάσταση στην αγορά εργασίας από την πλευρά όσων υφίστανται τις συνέπειες της ανεργίας, και ακόμη περισσότερο η παραπλανητική εικόνα που δίνει στην παρούσα συγκυρία, όπου μια επιδείνωση της αγοράς εργασίας (μείωση του πληθυσμού και του εργατικού δυναμικού) και των παραγωγικών ικανοτήτων της χώρας (μείωση του εργατικού δυναμικού άρα μείωση και του δυνητικού ΑΕΠ της οικονομίας) εμφανίζεται ως βελτίωση, επιβάλλει να λαμβάνουμε υπόψη μας σε ποιο βαθμό η μεταβολή του ποσοστού ανεργίας αντανακλά μεταβολές της απασχόλησης, του εργατικού δυναμικού ή του πληθυσμού, να διορθώνουμε τον δείκτη ώστε να αντανακλά τις πραγματικές αλλαγές στην αγορά εργασίας που έχουν κοινωνικές συνέπειες και να χρησιμοποιούμε εναλλακτικούς ως προς το ποσοστό ανεργίας  δείκτες, που αναδεικνύουν την κοινωνική διάσταση του προβλήματος.

Μια πρώτη διόρθωση που μπορεί να γίνει, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι παραπάνω ανεπάρκειες του ποσοστού ανεργίας, είναι η διόρθωση του αριθμού των απασχολουμένων με τις μεταβολές του αριθμού των ωρών εργασίας. Η διόρθωση αυτή αφορά είτε την επίπτωση της μερικής απασχόλησης είτε την επίπτωση των μειωμένων ωραρίων που επιβάλλονται σε περιόδους ύφεσης από τις επιχειρήσεις σε εργαζόμενους πλήρους ωραρίου. Η διόρθωση γίνεται διότι αμφότερες οι επιπτώσεις μπορούν να δημιουργήσουν την ψευδή εντύπωση ότι αυξήθηκε η ικανότητα της οικονομίας να αυξάνει την απασχόληση, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για επιμερισμό των ωρών εργασίας σε περισσότερα άτομα ή για γενική μείωση των ωρών εργασίας. Προκύπτει από τη διόρθωση αυτή το μέγεθος του ισοδύναμου αριθμού απασχολουμένων, που είναι ο αριθμός απασχολουμένων ο οποίος θα υπήρχε εάν το σύνολο των ωρών εργασίας που πραγματοποιήθηκαν στην διάρκεια ενός τριμήνου είχε πραγματοποιηθεί από εργαζόμενους με πλήρες ωράριο σαράντα ωρών και δείχνει με πιο ακριβή τρόπο την ικανότητα της οικονομίας να αυξάνει την απασχόληση. Τα αποτελέσματα του σχετικού υπολογισμού φαίνονται αμέσως παρακάτω.

Ο αριθμός των απασχολουμένων ακολούθησε πτωτική πορεία έως το δεύτερο τρίμηνο του 2016, όταν πλέον παρουσίασε σημαντική αύξηση και τα πρώτα σημεία ανάκαμψης. Η πτώση της απασχόλησης είναι ακόμη μεγαλύτερη όταν ο υπολογισμός γίνεται σε ισοδύναμο αριθμό απασχολουμένων.

Η κρίση έχει αναδείξει, σε όλες τις χώρες, την ανεπάρκεια των δεικτών που παραδοσιακά χρησιμοποιήθηκαν σε περιόδους ανάπτυξης της οικονομίας, όταν υπήρχε σχετικά σταθερό θεσμικό πλαίσιο της αγοράς εργασίας και οι αλλαγές ήταν βαθμιαίες. Ιδιαίτερα, ο δείκτης του ποσοστού ανεργίας αποδεικνύεται ανεπαρκής διότι δεν αναδεικνύει πολύ σημαντικές διαρθρωτικές αλλαγές της αγοράς εργασίας, αλλά και επειδή ο επίσημος ορισμός του δεν λαμβάνει υπόψη σημαντικές μερίδες του εργατικού δυναμικού που βρίσκονται στην ασαφή ζώνη μεταξύ απασχόλησης και ανεργίας.

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy