Για τους “Επιβάτες Φορτηγών” του Κώστα Λυμπουρή

Ανοιχτός ορίζοντας

Για τους Επιβάτες Φορτηγών του Κώστα Λυμπουρή

Θα ήθελα να έχω γράψει εγώ αυτό το βιβλίο. Δεν είναι μόνο για το βιβλίο, που είναι εξαιρετικό από κάθε άποψη -λογοτεχνική, πολιτική, ιστορική, κοινωνική. Είναι κυρίως για τις μνήμες που ξαναζωντανεύει, μιας εποχής που δεν έχει τελειώσει και φαίνεται ότι δεν θα τελειώσει γρήγορα. Είναι επίσης για τον σοφό τρόπο που αναλύει την εθνική μας απρονοησία της δεκαετίας του ‘60, την εθνική μας προδοσία της δεκαετίας του ’70 και την εθνική μας ενοχή όλων των δεκαετιών που ακολούθησαν. Ειδικά για όλους όσοι είμαστε πρόσφυγες, μας οδηγεί να ξαναζήσουμε τις μετέωρες επιστροφές στα κατεχόμενα που δεν είναι ποτέ επιστροφές, όσες φορές κι αν γίνουν. Μας προβληματίζει για την παθογένεια που υπάρχει στις ταφές των αγνοουμένων μας κάθε Σαββατοκύριακο, που μικραίνουν τους ήρωες που ακόμη έχουμε ανάγκη, καθώς δίνουν ονόματα στον άγνωστο στρατιώτη. Γιατί ακόμη, τελικά, έχει μια αισιόδοξη νότα για την επόμενη μέρα, για ένα καλύτερο αύριο για τον τόπο μας, που μπορεί να μετατρέψει τη θλίψη μας σε μια κατάληξη που μπορεί να έχει αισιοδοξία!

Ως λογοτεχνικό ιστορικό κείμενο ξαναζωντανεύει μια Κύπρο που έφυγε ανεπιστρεπτί. Πλέκει με μεγάλη ακρίβεια, μέσα από τις ζωές των πρωταγωνιστών του, την ατμόσφαιρα της Μεσαριάς του ‘50 και του ‘60. Ζωντανεύει την καλοσύνη και την απλότητα των ανθρώπων της Μεσαορίας, την τρυφερότητα των προσωπικών σχέσεων, αλλά και τις πολιτικές αντιθέσεις που ενδημούν, τόσο ανάμεσα στους ανθρώπους, συχνά της ίδιας οικογένειας, αλλά και μέσα στα ίδια άτομα. Το βιβλίο όμως είναι πάνω απ’ όλα ένα πολιτικό βιβλίο και έτσι πρέπει να διαβαστεί. Το βιβλίο αναλύει, σε πολλά επίπεδα, το κλίμα και τους λόγους που οδήγησαν στην εισβολή, τις αντιθέσεις των ημερών, τις μέρες της εισβολής και τα χρόνια που ακολούθησαν.

Οι αναλύσεις του γίνονται μέσα από τη ζωή, τις σκέψεις και τις συζητήσεις των τριών κεντρικών μορφών του βιβλίου: του Στέφανου, με τον οποίο ταυτίζεται, του Κρίτωνα Μιχαηλίδη, του παιδίατρου λοκατζή που βασανίζεται από τις ενοχές του, και του Κρις Ιωακειμίδη, του έφεδρου ανθυπολοχαγού που μετά τον πόλεμο φεύγει για σπουδές και επιστρέφει μετά από πολλά χρόνια για να διαχειριστεί τις μνήμες του με τα αναπάντητα ερωτήματά τους. Ο Στέφανος ήταν και παρέμεινε πάντα κριτικός προς τις πολιτικές επιλογές που οδήγησαν στο πραξικόπημα, την εισβολή και πολλές από τις πρακτικές διαχείρισής τους στη συνέχεια, όπως οι κηδείες και οι επικήδειοι των αγνοουμένων. Μέσα από τη ματιά του βλέπει κάποιος τον πολίτη που κοσμεί τον τόπο. Θα θέλαμε αυτή να είναι συντριπτικά η σιωπηλή μας πλειοψηφία. Βλέπει τα λάθη, επιτρέποντας έτσι την αποφυγή τους στο μέλλον. Ο Κρίτων συμβολίζει τον από ανατροφή ανιδιοτελή “εθνικόφρονα” που βιώνει και μεταφέρει τις ενοχές της παράταξής του. Διερωτώμαι αν οι ενοχές του Κρίτωνα, που δεν αφήνουν τη συνείδησή του στιγμή να ησυχάσει, βιώνονται από όλους όσοι πίστεψαν ένα άπιαστο όνειρο που κάθε απόπειρα πραγμάτωσής του έφερνε και μια καινούργια καταστροφή. Ο Ιωακειμίδης, πιο ήπια λόγω της απόστασης, μεταφέρει τις ίδιες ενοχές διυλισμένες από την απόσταση. Άλλωστε, με οικογένεια ξένη προς τον τόπο συμβολίζει εκείνους που αναχώρησαν οριστικά από τον τόπο, χιλιάδες πολλές μετά την καταστροφή. Ο Παύλατσος, πανταχού παρών, προσωποποιεί τον κακό μας εαυτό, σχεδόν πάντα παρόντα στις όχι πλήρως αγαθές και ανυστερόβουλες μικρές μας κοινωνίες.

Οι τρεις ζωές διαπλέκονται μεταξύ τους σε διάφορα επίπεδα για να φωτίσουν συμπληρωματικές πλευρές του δράματος. Εξάλλου το διαρκές πήγαινε-έλα ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν τονίζει ένα ισχυρό μήνυμα του βιβλίου: ότι τίποτε δεν τελείωσε ακόμη. Το παρελθόν είναι εδώ ολοζώντανο, βασανιστικό, κρατώντας το παρόν μας αιχμάλωτό του. Η αιχμαλωσία του παρόντος από το παρελθόν φαίνεται στη διαχείριση των αγνοουμένων. Η σκηνή της επιστροφής μπροστά από το σπίτι μετά από 40 χρόνια παγώνει το χρόνο για όλους από εμάς που τη ζήσαμε επιστρέφοντας στο δικό μας σπίτι. Τα πηγάδια στα οποία πολλοί πετάχτηκαν, συχνά ανακατωμένοι Έλληνες και Τούρκοι, οι κηδείες και οι επικήδειοι των Σαββατοκύριακων, που προσθέτουν ήρωες κάθε εβδομάδα στην ιστορία μας, δείχνουν ότι ακόμη η ιστορία είναι μπροστά μας, όχι πίσω μας. Οι πίνακες του Κοιλάνη, του «ζωγράφου της εισβολής» που περιγράφονται με σκληρή ρεαλιστική ακρίβεια, δίνουν μια προοπτική μιας κυπριακής Γκουέρνικα στην προδοσία που άφησε πίσω τους νεκρούς, τους στρατιώτες μας, που οδηγήθηκαν ως αμνοί επί σφαγήν από τους εθνοσωτήρες μας. Το κάδρο συμπληρώνεται από την εικόνα των σπασμένων σταυρών των εγκαταλειμμένων νεκροταφείων μας, που όλοι αντικρίσαμε, όταν αποφασίσουμε να ζήσουμε την εμπειρία της επιστροφής ώς το τέλος.

Η γλώσσα είναι πολύ επιμελημένη. Καλλιεπής δημοτική, ζυμωμένη με τη ματιά του ευαίσθητου παρατηρητή των ανθρωπίνων. Κτίζει τους χαρακτήρες του με μικρές προτάσεις που περίτεχνα πλήθουν αντιθέσεων:

…ενώ έχεις απελευθερωθεί, είσαι ακόμη αιχμάλωτος των όσων έζησες.

…«κοπέλια, άτε, κούνια-μπέλλα και από τον γκρεμό κάτω».

Στις κηδείες: Αν ήταν ένας απλός παπάς ήταν ένα, αν ήταν μητροπολίτης φερ’ ειπείν, σήμαινε πολύ περισσότερα.

Κάθε Σαββατοκύριακο ο τόπος θα υποδέχεται καινούργιους ήρωες.

Μια νέα εκδοχή της έννοιας «άγνωστος στρατιώτης».

Αυτό δείχνει τη σοφία του συγγραφέα, που κατανοεί καλά ότι τίποτε δεν είναι άσπρο μαύρο, ειδικά σε μια ιστορία γεμάτη αντιφάσεις. Ο ίδιος θέλει να την κλείσει με ένα γλυκό τρόπο: με τα ματσικόριδα στους τάφους των φίλων του. Το βιβλίο αρχίζει ατενίζοντας τα ματσικόριδα στον τότε ελεύθερο κάμπο και τελειώνει μ’ αυτά, χαρισμένα στους τάφους των φίλων του που επέστρεψαν 40 τόσα χρόνια μετά, χωρίς να μεγαλώσουν ούτε μέρα.

Σε ποιους απευθύνεται το βιβλίο; Πρώτα απ’ όλα, το βιβλίο θα έπρεπε να διδάσκεται στα σχολεία μας, για να μάθουν τα παιδιά και τα εγγόνια μας τη ζωή που χάσαμε αλλά και τη ζωή που φέραμε, η γενιά μας. Για να αποκτήσουν μια πιο κριτική ματιά του παρελθόντος μας από αυτήν που έδωσαν σε εμάς. Επίσης, όμως, θα έπρεπε να σταλεί σε όλους τους πρωταγωνιστές των ημερών εκείνων. Ειδικά σε εκείνους που τότε ήταν με την πλευρά του Κρίτωνα. Πολύ δε περισσότερο σε εκείνους που ακόμη και σήμερα έχουν δημόσιο αξίωμα. Μπορεί να σταθούν κριτικά στον Παύλατσο που έχουν μέσα τους. Έστω, ας τους σταλεί μαζί με ένα ματσικόριδο. Χρειάζεται για το αύριο για το οποίο γράφτηκε το βιβλίο.

Ανδρέας Δημητρίου

(Από την παρουσίαση του βιβλίου στη Λεμεσό στις 9 Οκτωβρίου)

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy