Γραμμές: Εκατό Σονέτα Κυπρίων

ΕΚΑΤΟ ΣΟΝΕΤΑ ΚΥΠΡΙΩΝ

(Επιμέλεια: Λευτέρης Παπαλεοντίου, Λεωνίδας Γαλάζης)

Μικροφιλολογικά, Λευκωσία 2015 (=2016)

 

ΠΟΙΗΜΑ 16ου ΑΙΩΝΑ

Κοντεύγ’ η ώρα κι ο καιρός, κυρά μου,

που μέλλει να μισέψω από ξαυτόν σου,

όμως αφήννω δα στον ορισμόν σου

όλον τον εμαυτόν μου, αγγέλισσά μου.

 

Μηδέ απορείς, αν εμπορώ, θεά μου,

μισεύγοντα ν’ αφήσω εμέν σ’ αυτόν σου:

μισεύγω αμμ’ όπου πάγω, γοιον δικός σου,

μένουσιν μετά σεν τα πνεύματά μου.

 

Πάγω, κι αν ένωσες ποτέ σ’ εσέναν

πάθος αγάπης, βλέπε την καρδιάν μου

πας και το σώμαν πιον δεν σε βιγλίσει.

 

Αν πει κανένας κι άλλην παρά σέναν

αγάπησα ποτέ, πε αχ την μεριάν μου:

«με δίχως την καρδιάν, πώς ν’ αγαπήσει;»

(Θέμις Σιαπκαρά-Πιτσιλλίδου,Ο πετραρχισμός στην Κύπρο. Ρίμες αγάπης, Αθήνα 1976.)

 

Σίμος Μενάρδος (1871-1933)

Η ΟΜΠΡΕΛΛΑ ΤΗΣ

(για τους ρομαντικούς)

 

Ήταν κοντά μας κι άφησε τη μαύρη της ομπρέλλα!

Έφυγ’ Εκείνη, κι η κομψή συντρόφισσά της μένει!

Κι ενώ στο σπίτι μας ρωτούν οι άλλοι καλεσμένοι

ποια τάχα να την ξέχασεν αστόχαστη κοπέλλα,

 

εγώ μόλις την κοίταξα τόσο κομψά σφιγμένη

κι απάνω της τόσ’ όμορφα δεμένη την κορδέλλα,

«είναι δική της!» ένιωσα κι είπα στη Μούσαν: «Έλα,

βεβαίωσέ μ’ εσύ, Κλειώ». Κι εκείν’ είπ’ εμπνευσμένη:

 

«Δική της! Τ’ είν’ ολόμαυρη ως κάτασπρ’ είν’ εκείνη.

Ψηλή, λιγνή και μακριά, καθώς τ’ ανάστημά της.

Κι αν θέλεις τώρα δισταγμός κανείς να μη σου μείνει,

 

μύρισε και το χέρι της να νιώσεις τ’ άρωμά της».

Κι εγώ ρουφώντας άπληστα τ’ άρωμα του χεριού της,

μέθυσα, λες με τύλιγαν οι χάρες του κορμιού της.

Πνευματική Κύπρος 170 (Νοέμβρ.1974).

 

Γιάννης Λεύκης (1899-1991)

ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ

Στη μονάξια του κελιού του έχει γείρει

χρυσόφωτο ένα δείλι, να δροσίσει

στο βιβλίο το πάθος του· χασίσι

τ’ ανίερο χαρτί σκλάβο τον σύρει

 

στου πόθου για τη σάρκα. Πόθοι στείροι,

που μέσα του τους είχε αποκοιμίσει,

ήρθε το πάθος τώρα να ξυπνήσει,

το πάθος το τρελό. Στο παραθύρι

 

γερμένος ο καλόγερος δακρύζει·

στο γόνα του βιβλίο απαρατάει,

μα τ’ άγνωστο που μέσα του κρατάει

 

τον ξυπνημένο νου του βασανίζει

και λέει του: «Τί κλαις; Το ράσο σκίσε

και πόθησε κι απόλαψε και ζήσε».

Αβγή 3 (Ιούν. 1924) 57[= Στεναγμοί και πόθοι, Κύπρος 1935.]

 

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy