Γραμμές της Νένας Φιλούση

Νένα Φιλούση

Ας ρώταγες ποιόν αγαπάω

Εκδόσεις Παράκεντρο, 2010

Κρατικό βραβείο διηγήματος

 

Tης  κυρίας  Περσεφόνης  το  παιδί (απόσπασμα)

[…] Ήθελα τόσο πολύ να γεννήσω. Να’ χω παιδί, να’ χω παρέα, να  ’χω σκοπό κι αποκούμπι. Να’ χω κι εγώ δύναμη. Με το Νεοκλή ποτέ δε θα  ’πιανα παιδί. Δεν ξέρω αν ήταν κούφιος ο σπόρος του, μα μόνο για την αηδία που ένιωθα όταν έμπαινε μέσα μου δεν άφηνε ο Θεός να γκαστρωθώ.

Ο Δημητράκης  του Μυρτή ήταν η μόνη λύση. Ήταν κοσμοπολίτης, αριστοκράτης, με ευγενικούς τρόπους και βάδισμα χορευτικό. Οι άντρες στο καφενείο κι οι γυναίκες που κάθονταν στα στενά και κεντούσαν έλεγαν πως έκανε καμώματα, τσιριμόνιες κι έλεγε βλακείες φράγκικες, ανούσιες, σαχλαμάρες. Μπορεί, μα δε μ’ ένοιαζε.

Κι ήταν ωραίος. Καλοντυμένος και  γελαστός. Άμα το σκεφτόμουν, έτρεμα από λαχτάρα κι από φόβο. Να το μάθει το σόι, μόνο τη σκέψη μου δηλαδή θα με κρεμάσουν έλεγα στην πλατεία, θα μου ξεσκίσουν τις σάρκες.

Εγώ όμως φούντωνα κάθε φορά που περνούσε απ’ έξω ο Δημητράκης ή τον έβλεπα στην εκκλησιά. Τις Κυριακές τ’ απογεύματα έκανε ένα μεγάλο περίπατο προς τα πλατάνια, με το μπαστούνι, το καπέλο του πάντα και την καλή τη φορεσιά του, καφέ ανοιχτό και άσπρο γιλέκο. Κανένας άλλος στο χωριό δε φορούσε ανοιχτόχρωμα ρούχα. Όλοι σκούρα, μαύρα, καφέ, μπλε, το πολύ λίγο ανοιχτό μπλε όταν παντρεύονταν. Ο Δημητράκης όμως ήταν διαφορετικός. Έζησε στο εξωτερικό. Πήγε στην Ευρώπη. Έκανε γνωριμίες. Αγαπήθηκε από γυναίκες που βάζουν κοντά φουστάνια και κολόνιες. Εκεί που πήγε λέει, οι γυναίκες στο κρεβάτι κάνουν πράγματα που ξετρελαίνουν τους άντρες. Κυκλοφορούν μισόγυμνες στις παραλίες, έχουν εραστές, τρώνε στα καφενεία  μόνες τους. Ό,τι μου έλεγε το πίστευα και τον θαύμαζα.

Και δεν ήταν δύσκολο τελικά. Έβγαινα Κυριακή μεσημέρι στο πεζουλάκι που ένωνε την ταρατσούλα με την κολόνα της εξώπορτας και χαμογελούσα. Με χαιρετούσε. Κάποτε κάτι είπε, απάντησα. Κοντοστάθηκε. Το δύσκολο ήταν να πιάσω κουβέντα για ένα θέμα. Κάποια στιγμή του είπα να έρθει καμιά μέρα να μου ιστορήσει για τα κεντήματα που εμπορεύτηκε στο εξωτερικό και να δει τα δικά μου. Ενθουσιάστηκε. Βρήκαμε μέρα και ώρα που τάχα μπορούσαμε κι οι δυο, δηλαδή που ήταν όλοι στα κτήματα και πια, δε με κρατούσε τίποτε! Ούτε για κεντήματα ρώτησα ούτε αυτός θυμήθηκε γιατί τον είχα προσκαλέσει. Με το που στάθηκε κοντά μου, κόπηκε  η ανάσα μου. Το κατάλαβε και μ’ άρπαξε. Αυτό ήταν. Τίποτα βίαιο ή σκληρό. Τεράστιος, ρυθμικός, δυνατός και απαλός, αγαπησιάρης. Γλυκός σαν το μέλι.

Ο Δημητράκης μ’ έκανε γυναίκα. Αγάπησε το κορμί μου, το φίλησε, το χάιδεψε. Μ’ έμαθε να τον φιλώ, να τον αγκαλιάζω. Τον χάιδευα ώρα πολλή και τ’ άρεζε. Απαλά, του ’γραφα ερωτόλογα, του ’κανα σχήματα με τα δάχτυλά μου, σχεδίαζα λουλούδια, πουλιά, άλογα, σύννεφα. Η ανάσα του ήταν απαλή, η μυρωδιά του όμορφη. Μου ‘λεγε: δε σε χορταίνω, δε σε χορταίνω. Γιατί, εγώ τον χόρταινα; Ήθελα να τον ρουφήξω ολόκληρο, να τον έχω πάντα μέσα μου.

Κι ήρθαν όλα βολικά γιατί η Παύλαινα είχε σπάσει το πόδι της πέφτοντας από το μουλάρι και την πήγαν στην πόλη. Την κράτησαν στο νοσοκομείο ώσπου  να γιάνει  το κόκαλο κι ύστερα την πήγαν σε μιας ξαδέλφης της για να ‘χει κοντά της γιατρούς. Έμεινε κοντά της μια νύφη και η ψυχοκόρη. Τα είχα μελετήσει όλα καλά. Ήξερα πότε έφευγαν πεθερός και κουνιάδοι, πότε γύριζαν, πού πήγαιναν κάθε φορά, για θέρος, αλώνισμα ή τρύγο. Είχα σκεφτεί πώς θα ξεφύγει αν γινόταν κανένα ξαφνικό.

Το τέλος αυτής της ιστορίας ήρθε άμα παντρεύτηκε ο δεύτερος γιος και μπήκε άλλη μια νύφη στο σόι. Ήξερε κι αυτή γράμματα αλλά δεν είχε τέχνη όπως εγώ. Παρόλα αυτά την άφηναν συχνά κι αυτή στο σπίτι να μαγειρεύει και να μου κρατάει τάχα συντροφιά. Πιστεύω πως αυτό το θέλησε ο Νεοκλής για να με ελέγχει.. Μια γυναίκα που δε μιλά κι όλο κεντάει  και κολλά ξερά κλαράκια και λουλούδια, ε, ό,τι και να πεις, χρειάζεται να ‘χεις το νου σου.

Με τη νέα νύφη στο σπίτι, η συνεύρεση με το Δημητράκη ήταν πολύ επικίνδυνη. Κάποτε τη σχόλαγαν νωρίτερα από τις δουλειές γι’ αυτό υποψιάστηκα πως την έβαλαν σπιούνα. Αραιώσαμε. Μια φορά τον βρήκα πίσω από το στάβλο, στο κούφωμα, ανάμεσα στο παλιό σπίτι και στην προέκταση. Επικίνδυνο αλλά με πήρε. Βιαστικά και αλαφιασμένα.

Και γκαστρώθηκα ! Δεν ξέρω από πότε αλλά τα κατάφερα. Δεν το είπα σε κανένα γιατί φοβόμουνα. Εν τω μεταξύ  βγήκε κι  η Παύλαινα από το Νοσοκομείο και την έφερε ο γιος της στο χωριό. Έμεινε στο σπίτι γιατί έπρεπε να δέσει το κόκαλο εντελώς. Η Χρυσούλα κι εγώ έπρεπε να τη φροντίζουμε, να μαγειρεύουμε για τους άντρες, να κρατάμε το νοικοκυριό. Αυτό σήμανε οριστικά το τέλος, χωρίς λόγια, χωρίς να πούμε κάτι ο Δημητράκης κι εγώ.

Η Παύλαινα πρώτη  κατάλαβε την κοιλιά μου. Δε χρειάστηκε πολλά σημάδια, ήξερε. Έπεσε  διαταγή να κοπούν τα κεντήματα και οι χειροτεχνίες, να πλέξω και να ράψω για το παιδί, τώρα που «μύρισα γυναίκα!»…

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy