Γραμμές του Γιώργου Χριστοδουλίδη

Γιώργος Χριστοδουλίδης

ΟΝΕΙΡΟΤΡΙΒΕΙΟ

Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2001

(Κρατικό Βραβείο Ποίησης)

 

ΠΡΟΣ ΕΜΠΝΕΥΣΗ

Μοναδικό μου παράπονο
ότι δεν με καταδέχεσαι
πολύ τελευταία.
Πίστεψέ με:
Εγώ μπορεί να μετοίκησα
αλλά η ψυχή μου
παραμένει στο ίδιο υπόγειο.

 

ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΣ ΧΡΟΝΟΣ

Πόσων χρονών είναι ο άνεμος;
Πόσων χρονών είναι τούτος ο άνεμος
που ραπίζει το βόρειο πρόσωπο της μνήμης;
Πόσων χρονών είναι ο γέρος;
Πόσων χρονών είναι εκείνος ο γέρος
που έμεινε να φροντίσει τα βόδια
όταν επέλαυναν οι ορδές των ξένων;
Πόσα χρόνια έζησε;
Πόσων χρονών είναι τα εικοσιεφτά μωρά;
Πόσων χρονών είναι τα χαμένα εικοσιεφτά μωρά
οι αναβεβλημένες ζωές τους;
Πόσων χρονών είναι οι φωτογραφίες τους;
Πόσων χρονών είναι τα χέρια των μανάδων που τις περιφέρουν;
Πόσων χρονών είναι οι αυλακιές στα χέρια τους;
Πόσων χρονών είμαστε;

 

ΦΟΒΟΣ

Δεν φοβάμαι το θάνατο.
Τον καυτό ήλιο φοβάμαι
του Αυγούστου.
Τη ζέστη την τρομακτική.
Πού δεν θα ‘μαι
σε κάποια αμμουδιά
να με φιλά η θάλασσα — φοβάμαι —
παρά βαθιά μέσα στο χώμα.
Με τόση ζέστη.

 

ΠΕΡΙ ΕΛΠΙΔΩΝ Ο ΛΟΓΟΣ

Μπροστά στο ανείπωτο
ελπίζεις κάτι να συμβεί
να αποτρέψει το κακό
όπως κάθε εβδομάδα των Παθών
στην τηλεόραση καρφωμένος
να περιμένεις τον Ιούδα να διστάσει
τον Πιλάτο να τολμήσει
τα πλήθη να αναβλέψουν
τον Πέτρο —έστω—
να μην Τον αρνηθεί.

 

ΤΟ ΒΟΥΒΟ ΤΟΠΙΟ

Οι πατέρες δεν αγαπάνε τα παιδιά τους.
Τους δίνουν χαρτζιλίκι για να απαλλαγούν
από την ανώριμη φορτικότητά τους.
Τα πηγαίνουν στο σχολείο
αμίλητοι, ευθυτενείς
σαν αρχαία αγάλματα
που τρέμουν
λίγες ρωγμές τρυφερότητας.
Τα δεν πρέπει και τα μην τολμήσεις
Τα διαδέχεται με τον καιρό
μια αμήχανη σιωπή
προϊόν απωλεσθείσας εξουσίας.
Μια σιωπή τραυματισμένη
από τους πυροβολισμούς της τηλεόρασης
τη βουβαμάρα του τοπίου.
Αυτό το τοπίο διαρκώς επαναλαμβάνεται
πολιορκεί, ζυγίζεται στο χρόνο
καθορίζει το χρόνο
αναβάλλεται
και τελικά εκβάλλεται
ξεβράζοντας τις κομμένες μας γλώσσες
στο άδειο στόμα της ύπαρξης.

 

ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΕ

Πάνω στο κορμί μου
η σκόνη του δρόμου
που πέρασες
τα πόδια μου βαραίνει
η δική σου κούραση.
Πολύ πριν υπάρξεις
σε περίμενε η πόρτα μου.
Εκείνος ο άγνωστος ξυλουργός
που την έφτιαχνε
– τραγουδούσε.


ΟΝΕΙΡΟΤΡΙΒΕΙΟ

του Θεόδωρου

Όλο κοντά σου με ήθελες
κι όλο εγώ αργούσα.
Ή δεν ερχόμουν.
Όταν με ρωτούσες πού ήμουν
σου έλεγα δουλειά.
Τι να σου ‘λεγα στο κάτω κάτω;
Ότι ήμουν στο ονειροτριβείο λιωμένος
κάτω από τους φοβερούς του μύλους;
Ότι παρίστανα το σκοτεινό κομμάτι του κενού
πίσω από τα χαμόγελα των ζωντανών – νεκρών;
Τον τζόγκερ μήπως που βγαίνει άξαφνα
και σκοτώνει την παρτίδα;
Ή τον καβαλάρη της χίμαιρας
που κάηκε όταν πήρε φωτιά το σπιρτόκουτο;

 

ΠΑΡΙΖΙΑΝΙΚΗ ΟΦΘΑΛΜΑΠΑΤΗ

Παρέλαση στο Παρίσι.
Απροσδόκητη.
Κατευθυνόμασταν προς την Παναγία των Παρισίων.
Οι χρυσοκόκκινες στολές των λογχοφόρων
τα περιττώματα των αλόγων στο δρόμο
ζευγαράκια που φιλιούνταν
ο Σηκουάνας μια κουρασμένη κατάφαση
τουρίστες να ψάχνουν το σωστό μέρος
σουβενίρ και περίεργες ουρές περιέργων.
Σε λίγο θα κτυπήσουν οι καμπάνες
και με βάση το πρόγραμμα
ό Κουασιμόδος θα πηδήξει στο κενό
καταχειροκροτούμενος.

 

ΑΠΟ ΜΗΧΑΝΗΣ ΘΕΟΣ

Δεν είναι πια θεός.

Το λήμμα να διαγραφεί.

Μηχανή μόνο.

Αδίστακτη μηχανή.

Ο θεός εξέλιπεν.

Λιθόβλητος αποπέμφθηκε.

Εκρίθη ένοχος

Για συνειδητή παραπλάνηση

Του αδαούς ποιμνίου.

Μια ζωή μαδούσαμε μαργαρίτες

Και κανείς δεν μας είπε ότι ήτανε ψεύτικες.

 

ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ

Κι αυτή η επίμονη συνήθεια
να βάζεις τελεία
στον τελευταίο στίχο.
Εντάξει, ίσως σκοντάψει η λέξη,
μα αυτό που λέμε ποίημα
θα συνεχίσει το δρόμο του.

 

 

 

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy