Γραμμές του Ibrahim Aziz

IBRAHIM AZIZ

ΤΟ ΑΙΜΑ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ
Εκδόσεις Περί λύχνων αφάς, 2017

Ο Δημήτρης

[…] Τα τουρκικά στρατεύματα μπήκαν στην Αμμόχωστο στις 16 Αυγούστου.

Έτσι άρχισε να αφηγείται ο Γιώτης τη φυγή από το χωριό τους κατά την προέλαση των τουρκικών στρατευμάτων προς την Αμμόχωστο.

Και συνέχισε: Την ίδια μέρα τα στρατεύματα πέρασαν και από το χωριό μας. Εμείς καταφύγαμε στο Αυγόρου. Είχαμε εγκαταλείψει το χωριό προτού μπουν τα στρατεύματα. Προέλαυναν, ρίχνοντας αλεξιπτωτιστές από αέρος. Ο τρόμος μάς είχε κυριεύσει. Ακούσαμε ότι είχαν συμπεριφερθεί πολύ άσχημα όταν μπήκαν στο Δίκωμο. Τυχαίως είχα συναντήσει κάποιους γνωστούς, που είχαν εγκαταλείψει το Δίκωμο. «Φύγετε να γλιτώσετε τις οικογένειές σας!» μου είπαν. «Μας συμπεριφέρθηκαν πολύ άγρια».

Τρεις – τέσσερις μέρες μετά, όταν τα τουρκικά στρατεύματα μπήκαν στην Αμμόχωστο, έριξαν φυλλάδια από ελικόπτερο. Στα φυλλάδια ήταν σχεδιασμένο ένα περιστέρι και ένα κλαδί ελιάς, στα οποία έγραφε σε τρεις γλώσσες, Αγγλικά, Ελληνικά και Τούρκικα, πως η «ειρηνευτική επιχείρηση» είχε τελειώσει και ότι όσοι το επιθυμούν μπορούσαν να επιστρέψουν στα σπίτια τους.

Αρκετοί πίστεψαν στα λεγόμενά τους. Ανάμεσά τους και ο πατέρας μου. «Μην γελαστείς, είπα, μην τους εμπιστεύεσαι!» Κι έτρεξα να γυρέψω τον αδελφό μου που ήταν στρατιώτης. Ακούσαμε ότι είχε τραυματιστεί στο μέτωπο. Πήγα στους καταυλισμούς των στρατιωτών μας που είχαν αποσυρθεί στη Λεμεσό, όπως και στο νοσοκομείο της πόλης, ψάχνοντας τους καταλόγους των τραυματιών. Ο αδελφός μου ήταν όντως εκεί. Ήταν ζωντανός. Τραυματίας. Αχ, τι ανακούφιση! Είχα κουραστεί. Καμένος από τη ζέστη και τη δίψα. Εξαντλημένος, ένα ράκος.

Επιστρέφοντας στο Αυγόρου, βρήκα την μάνα μου μαραζωμένη, καταβεβλημένη. Μου είπε ότι ο πατέρας είχε πάει στο χωριό μαζί με άλλους τρεις συγχωριανούς μας. Είχα σχεδόν καταρρεύσει από την αγωνία πως πάει, χάθηκε ο γέρος! Απάνω που είχα βρει τον αδερφό μου.

Όπως θα μου διηγηθεί ο πατέρας, ο τουρκικός στρατός είχε μπλοκάρει το δρόμο Λευκωσίας Αμμοχώστου, στο σταυροδρόμι του Πραστειού. Έκαμνε έλεγχο και συλλάμβανε τους Ελληνοκυπρίους που περνούσαν από εκεί. Εκεί συλλάβανε και τον ίδιο. Από τα τριάντα – σαράντα άτομα που πιάσανε σ’ εκείνο το μπλόκο, μόνο εκείνος γλίτωσε και επέστρεψε πίσω.

«Έσπρωχναν και κτυπούσαν τους συλληφθέντες!» συνέχισε ο πατέρας. «Τους οδηγούσαν έναν έναν για ανάκριση. Ενόσω με κτυπούσαν, είδα εκεί ένα μεσήλικα αξιωματικό. Του μίλησα αγγλικά. Έδειξε ενδιαφέρον και ήρθε κοντά μου. Ήμουν κι εγώ στρατιώτης, του λέω. Κατατάχθηκα στον αγγλικό στρατό στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ήμουν αξιωματικός με τρία γαλόνια, είπα, και του έδειξα τα τατουάζ που είχα κάνει εκείνη την περίοδο και κρατούσαν ακόμα στο μπράτσο μου.

Μόλις ο αξιωματικός κατάλαβε ότι έκανα στρατιώτης στον αγγλικό στρατό με παραμέρισε από τους άλλους. Με πήγε πίσω από τη θημωνιά που ήταν δίπλα. «Κάτσε εδώ. Μην το κουνήσεις! Δεν θα πάθεις τίποτε», είπε. «Τα μεσάνυχτα οι προβολείς θα σβήσουν. Έχεις κάνει στρατό… Μόλις πέσει το σκοτάδι, θα βρεις το δρόμο για να φύγεις. Μετά τα μεσάνυχτα οι στρατιώτες φεύγουν κι ο έλεγχος στους δρόμους σταματά. Βρες το δρόμο και σκάσε το. Δεν θα σε πάρει είδηση κανείς», είπε.

Ο πατέρας έμεινε κρυμμένος πίσω από τη θημωνιά μέχρι τα μεσάνυχτα. Παρακολούθησε με τρόμο τα όσα έκαναν στους άλλους κρατούμενους. Τους έσπρωχναν μέσα σε ένα στρατιωτικό φορτηγό και τους μετέφεραν λίγο παρακάτω με συνοδεία ένοπλων στρατιωτών. Τους κατέβαζαν τρεις-τρεις και τους εκτελούσαν. Στην αρχή τους κάνανε πλάκα, πυροβολώντας εικονικά για να τους τρομάξουν. Μετά τους πυροβολούσαν άνανδρα, εν ψυχρώ. Μερικοί από τους εκτελεστές ήταν Τούρκοι της Τουρκίας και άλλοι Τουρκοκύπριοι.

Ο πατέρας μου, παρακολουθώντας αυτή την ανατριχιαστική βαρβαρότητα, περίμενε τα μεσάνυχτα που θα έσβηναν οι προβολείς. Και εμείς περιμέναμε μέχρι τα μεσάνυχτα να γυρίσει. Όταν δεν επέστρεψε, χάσαμε κάθε ελπίδα. «Δεν πρόκειται να έρθει πια», είπαμε και πάψαμε να περιμένουμε.

Κατά το ξημέρωμα, γύρω στις τρεις, χτύπησε η πόρτα. Μόλις με είχε πάρει ο ύπνος. Σηκώθηκα περίεργος και με αγωνία. Άνοιξα την πόρτα και τι να δω! Μπροστά μου, ο πατέρας! Εξαντλημένος του κερατά! Παρά την αποπνικτική ζέστη του Αυγούστου, έτρεμε ολόκορμος. Ήμουν θυμωμένος μαζί του που δεν με άκουσε και πήγε.

Παρόλ’ αυτά με την επιστροφή του παραμέρισα τον θυμό και την πίκρα μου. Μπήκε μέσα. Δεν μπορούσε να μιλήσει. Βογκούσε μέχρι το πρωί. Έτρεμε. Πνιγότανε, ασφυκτιούσε μέσα στον ιδρώτα. Παραμιλούσε. Δεν έλεγε τίποτα. Δεν μπορούσε.

Την επόμενη άρχισε να διηγείται τα όσα είδε εκείνη τη φοβερή νύχτα. Είχαν πυροβολήσει και σκοτώσει μπροστά στα μάτια του και τρεις συγχωριανούς μας που είχαν πάει πίσω μαζί του.

Για πολύ καιρό, τις νύκτες ξυπνούσε καταϊδρωμένος από τους εφιάλτες και δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Στον ύπνο του έβλεπε τους αιχμαλώτους που τους στήνανε σειρά και τους σκότωσαν έναν ένα. Λίγο αργότερα, παρουσίασε πρόβλημα καρδιάς. Πέθανε από ανεπάρκεια.

Ο Γιώτης μου διηγήθηκε όλα αυτά, νιώθοντας ακόμα μια φορά τον ίδιο πόνο.

Γιατί; τον ρώτησα. Γιατί εκτέλεσαν εν ψυχρώ τους συλληφθέντες, τους αθώους ανθρώπους, τόσο αλύπητα με ύπουλο τρόπο;

Οι κάτοικοι της Πηγής μαζί με άλλους της ΕΟΚΑ Β’ είχαν διαπράξει συλλογικό φόνο. Κάτι μέρες μετά την εισβολή σκότωσαν και έθαψαν σε ομαδικούς τάφους τους Τουρκοκυπρίους από την Μάραθα, το Σανταλάρι και την Αλόα. Γι’ αυτό αισθάνονταν τόσο μίσος για τους χωριανούς μας.

«Μαζί με τα ξερά καίονται και τα χλωρά» είπε ο Γιώτης. Έτσι πήραν εκδίκηση και από άμοιρους ευθυνών, από αθώους».

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy