Γραμμές του Κυριάκου Σπαρτιάτη

Κυριάκος Σπαρτιάτης

ΣΤΟΝ ΑΣΣΟ (Διηγήματα)
Λεμεσός 2016

ΕΝΑ ΣΟΥΒΛΑΚΙ ΚΥΡΙΕ

Πρωινή πτήση. Στις 10.30 το αεροπλάνο προσγειώθηκε στο Ελευθέριος Βενιζέλος. Πήρε το Χ95. Κατέβηκε στο τέρμα. Μπήκε στα στενά της Πλάκας, ανέβηκε στα Αναφιώτικα, περπάτησε τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου, πέρασε από του Ψυρρή, έφτασε μέχρι τη Βαρβάκειο. Σ’ αυτές τις γειτονιές είχε περάσει τα παιδικά του χρόνια. Το 1974 τον έδιωξαν με τη βία από το σπίτι που γεννήθηκε. Προχώρησε προς το Μεταξουργείο. Σταμάτησε έξω από το κουρείο του Μήτσου από την Τραπεζούντα. Εκεί τον έπαιρνε τακτικά ο πατέρας του για να τον κουρέψει ο Μήτσος με την ψιλή.

Στη θέση της πινακίδας «Κουρείον ο Πόντιος», βάλαν μια γαλάζια πινακίδα, Σουβλάκι «Ο Λευτέρης»… Ένας ατημέλητος νεαρός τον πλησίασε. Έβγαλε από την τσέπη του ένα τσαλακωμένο χαρτί. Το άνοιξε.

– Ένα σουβλάκι, κύριε…

Ο Θεοδόσης κοντοστάθηκε. Έριξε μια κλεφτή ματιά στο χαρτί. Απολυτήριο Φυλακών Ανηλίκων. Η φωτογραφία του νεαρού κολλημένη στη γωνιά του χαρτιού.

– Βγήκα σήμερα…

Ο Θεοδόσης είχε πάρει λίγες μέρες πριν χαρτί ελευθερίας από ένα γάμο που τον έπνιγε… Κάθισαν στου ″Λευτέρη″. Παράγγειλαν δύο τυλιχτά ο καθένας, μια μερίδα πατάτες με ρίγανη, ήπιαν από μια μπύρα.

– Φαντάζομαι χαρά που θα κάμουν οι δικοί σου μόλις σε δουν…

– Ο μόνος άνθρωπος που έχω είναι ο παππούς μου ο Ανέστης στο Παραμάλι Λαρίσης. Παράτησα το σχολείο δεκατριών χρονών και κατέβηκα στην Αθήνα. Έμπλεξα… Δύο χρόνια στις Φυλακές Ανηλίκων…

Πατούσε τα μισοσπασμένα πλήκτρα του παλιού κινητού με ένα μικρό σουγιά και επαναλάμβανε φωναχτά τους αριθμούς…

– Έλα πάρε που το δικό μου…

Πήρε. Περίμενε… τίποτα…

– Ο παππούς δεν απαντά εδώ και μια βδομάδα. Δεν έχω μία…

– Άκου, Ανέστη. Θα σε βοηθήσω. Αλλά μόλις φθάσεις, θα με πάρεις τηλέφωνο που το σταθερό του παππού σου για να μιλήσω μαζί του…

– Υπόσχομαι…

Αντάλλαξαν τηλέφωνα. Του έδωσε σαράντα ευρώ. Πέρασαν τρεις μέρες. Ο Ανέστης δεν έδωσε σημεία ζωής. Τον πήρε τηλέφωνο. Καμία απάντηση…

Ο Θεοδόσης έφευγε με την απογευματινή πτήση για Λάρνακα. Έκανε check-out στο ξενοδοχείο. Πεινούσε. Σταμάτησε στου «Λευτέρη».

– Πες το, πατριώτη.-  Ένα σουβλάκι στην πίτα απ’ όλα με κρομμύδι.

Ο ψήστης, ένας ηλικιωμένος μυστακοφόρος με παλικαρίσιο παράστημα, το ετοίμασε στο άψε σβήσε. Ο Θεοδόσης πλήρωσε, έσκισε το χαρτί, δάγκωσε διστακτικά. Θυμήθηκε ότι ο Ανέστης κάλεσε από το δικό του κινητό τον παππού του. Έψαξε στο αρχείο κλήσεων. Βρήκε τον αριθμό. Δεν πρόλαβε. Χτύπησε το κινητό του.

– Ο παππούς του Ανέστη είμαι. Ό,τι κάνατε για το παιδί δεν αρκεί το ευχαριστώ. Με τα λεφτά που μείναν πήραμε ψωμί και γάλα. Δεν είχε το ψυγείο… Πλέρωσα και το τελέφωνο που μας το κόψαν πριν καμιά δεκαριά μέρες… Ο Θεός σ’ έστειλε στον Ανέστη μου… να σ’ έχει καλά παλικάρι μου… το σπίτι μας θαν πάντα ανοιχτό για σένα… έσωσες τον Ανέστη μου… Μισό λεπτό να στον δώσω…

Ο Θεοδόσης ασυναίσθητα στάθηκε στην ουρά… Ήρθε η σειρά του… Πάλι ο μυστακοφόρος…

– Το άτιμο το κρεμμύδι. Πατριώτη, όσο νόστιμο είναι τόσο τσούζει το άτιμο, το άτιμο το κρεμμύδι. Ποτάμι τρέχουν τα μάτια σου, ποτάμι. Πατριώτη… πού ταξιδεύει ο λογισμός σου; …

-Ένα σουβλάκι, κύριε, χωρίς κρομμύδι…

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy