Γραμμές του Παναγιώτη Νικολαΐδη

Παναγιώτης Νικολαΐδης

ΠΑΡΑΛΟΓΗ

Εκδόσεις σύρτις/ Gutenberg, 2015

 

Οδηγίες χρήσεως

Ξύσε το μαύρο

λέξη προς λέξη

και θα βρεις το τυχερό

ποίημα

 

Παραλογή

I

Μες στον πόλεμον

η μάνα μου εβάσταν με σφιχτά

μες στ’ αγκάλια της τζι εβούραν

Εν είσεν νερόν

Άμαν τζι εγίνην το κακόν

τζι ο τόπος εμοιράστηκεν

εστράφηκεν με το καλόν ο τζύρης μου

τζι εγύρεψεν να με πιάσει

εν τον εκατάλαβα

Εθώρουν λαλεί η μάνα μου

μες στα μμάθκια του

τον φονιάν

τζι έκλαια

 

II

Κόμα ’θθυμούμαι

Ως την πέμπτην δημοτικού

έππεφτα με την μάναν μου

Εξύπνουν λαλεί

τζαι που τον φόον

εν εκλείαν τα μμάθκια μου

Άμαν τζι έφυα να σπουδάσω

εκατάλαβα πόσον τυχερός

εν’ ο κόσμος

που τζοιμάται τζαι ξυπνά

χωρίς φον

 

Τρομο-κράτης

σκότω λιμός ξύνοικος

 

Άμα το αίμα

άμα στερέψει το ψωμί

εμένα η νύχτα μου

Γιατί ’ναι νύχτα δεν θωρείς;

 

Άμα το αίμα

άμα στερέψει το ψωμί

εμένα η νύχτα μου

Περνώ τα σύνορα της ποίησης

και ζώνω με εκρηκτικά

τις λέξεις

 

Παραλογή Β

Παιδί κυνηγούσα πουλιά

Τ΄ άλλα παιδιά επεριπαίζαν με

Ρε ήρτεν ο ατζαμής

έτσι ελαλούσαν με τζι εχαχανίζασιν

Μιαν μέραν ενευρίασα

Ετέντωσα το λάστιχον

τζι έσυρα μιαν στον ουρανόν

με ούλλον μου το γαίμαν

Έππεσεν έναν άτυχον πουλλίν

τζι ενόμισα πως άνοιξεν η τύχη μου

Πρώτην φοράν είδα σελιόνιν

να με θωρεί μες στα μμάθκια

ολογαίματον

Έπια το μες τα σέρκα μου

τζι εβούρησα κλαμόντα έσσω

 

Ίντα ’σεις πουλλίν μου τζαι κλαίεις

ρωτά με η μάνα μου

 

Σήψη

Τι κι αν ξηλώνει ο θάνατος

Εμείς υφαίνουμε δεινά

Ακόμη και τ’ αλάτι συντηρήσαμε

Είναι και τούτη μια μορφή ταρίχευσης

πιο δίκαιη κοινωνικά

 

Στην εποχή της αποδόμησης

η γη εν μας χωνέφκει

 

 

Νιόβη

Άμα έβρεχε

παίζαμε κρυφτό με τη μάνα

Κρυβόμουν θυμάμαι πίσω από τον καναπέ

Σήμερα παίζουμε κρυφτό στο διαμέρισμα

Όταν βλέπω τον γιο μου

πίσω από τον καναπέ

και τις πατούσες των κοριτσιών

να φέγγουν στην κουζίνα

απομακρύνομαι

και τους κοιτάζω τρέχοντας

να φτύνουν τον χρόνο

 

 

Πάροδος: η γλάστρα

Κόμα τζι αν σε στολίσασιν με σχήμαν τζαι με χρώμαν

κόμα τζι αν σε φυτέψασιν γλυκάνισον το γιόμαν

τζι εβάλαν σε να σαιρετάς τον ήλιον πα’ στο δώμαν

εσούνη πάντα πεθυμάς πάλε να γίνεις χώμαν

 

Ελένη

Στέκεται στην κουζίνα

Η βρύση τρέχει

Κι ο χρόνος τρέχει

Κι ίσως γι’ αυτό

βασιλιτζιά ψιντρή στο πεζούλι

αποπειράται να μεταφράσει

τον άνεμο

Πίσω από τον ήχο

η βρύση τρέχει

Κι ο χρόνος τρέχει

 

Το ένα της μάτι δακρύζει

Το άλλο ορθάνοιχτο

 

 

 

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy