Η ευρωπαϊκή ενοποίηση στο βυθό της μεσογείου

Του Άντη Κωνσταντίνου*

Το 1999 η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) ξεκίνησε μια προσπάθεια δημιουργίας ενός ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου. Δεκατέσσερα χρόνια μετά η προσπάθεια αυτή κατέληξε με τη θέσπιση το 2013 του Κοινού Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασύλου (ΚΕΣΑ). Πρόκειται για μια δέσμη πέντε νομοθετικών πράξεων με βασικό στόχο την εναρμόνιση των διαδικασιών ασύλου των κρατών μελών της ΕΕ και τη διασφάλιση ότι αυτές θα είναι δίκαιες, ασφαλής, αποτελεσματικές και μη καταχρηστικές.

Η θέσπιση του ΚΕΣΑ δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Για να ολοκληρωθεί, χρειάστηκαν χρόνια διαπραγματεύσεων σε τεχνοκρατικό και πολιτικό επίπεδο. Ένα από τα κεντρικά σημεία διαφωνίας που ανέκυπτε στις διαπραγματεύσεις ήταν το αίτημα των κρατών της νότιας Ευρώπης για θεσμοθέτηση εργαλείων αλληλεγγύης για στήριξη των συστημάτων ασύλου τους που δέχονται αυξημένες πιέσεις. Προμετωπίδα των εργαλείων που πρότειναν τα κράτη της νότας Ευρώπης ήταν το μέτρο της ανακατανομής προσφύγων και αιτούντων άσυλο σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ στη βάση ποσοστώσεων. Από την άλλη, πάγια τακτική των κρατών μελών που αντιτίθονταν σε εργαλεία αλληλεγγύης και ιδιαίτερα στο μέτρο της ανακατανομής ήταν να προβάλλουν ως βασικό επιχείρημα ότι αυτό θα λειτουργούσε ως πόλος έλξης επιπρόσθετων αιτούντων άσυλο. Η άποψη αυτή τελικά επικράτησε αφού στηριζόταν από την μεγάλη πλειοψηφία των κρατών της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης προεξαρχούσης της Γερμανίας. Έτσι, η ολοκλήρωση του ΚΕΣΑ δεν περιέλαβε το μέτρο της ανακατανομής στη βάση ποσοστώσεων.

Δύο σχεδόν χρόνια μετά η εικόνα της ούτω καλούμενης μεταναστευτικής κρίσης άλλαξε. Ο ΟΗΕ την περιέγραψε ως την μεγαλύτερη προσφυγική κρίση από το Β’ παγκόσμιο πόλεμο. Η Κώς, η Λαμπεντούσα και η Μεσσίνα σταμάτησαν να αποτελούν τελικούς προορισμούς. Οι ροές αιτούντων άσυλο όχι μόνο αυξήθηκαν δραματικά αλλά κινήθηκαν μέσω των δυτικών Βαλκανίων προς την κεντρική Ευρώπη σε Ουγγαρία και Αυστρία φθάνοντας μέχρι το Μόναχο στη Γερμανία. Η αύξηση και η μεταβολή κατεύθυνσης των ροών άλλαξε άρδην και τη στάση κάποιων κρατών μελών που μέχρι πρότινος ούτε ήθελαν να ακούσουν τις αγωνιώδης εκκλήσεις της Ιταλίας, της Ελλάδας και άλλων για αλληλεγγύη. Έχοντας πλέον να διαχειριστεί μαζικές εισροές το Βερολίνο έκανε μια αξιοσημείωτη μεταβολή στάσης και κάλεσε τα υπόλοιπα κράτη μέλη να αποδεχθούν το μέτρο της υποχρεωτικής ανακατανομής στη βάση ποσοστώσεων, το μέτρο δηλαδή που το ίδιο απέρριπτε μερικά χρόνια πριν.

“Μόλις μίλησα με την καγκελάριο Μέρκελ. Συμφωνούμε: για να κρατήσουμε ανοιχτά τα σύνορα μεταξύ των χωρών-μελών, χρειαζόμαστε περισσότερη Ευρώπη και περισσότερη αλληλεγγύη στη διαχείριση της προσφυγικής κρίσης” έγραψε στο Τουϊτερ ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, αναφερόμενος στην πρωτοβουλία που ανέλαβε να προωθήσει την εφαρμογή του μέτρου υποχρεωτικής ανακατανομής στη βάση ποσοστώσεων. Λίγα λεπτά νωρίτερα, ο Μάρτιν Σέλμαϊρ, επικεφαλής του επιτελείου του Γιούνκερ, έγραφε στο Τουϊτερ: “Η ελεύθερη διακίνηση (η ζώνη Σένγκεν) θα τεθεί σε κίνδυνο αν οι χώρες-μέλη της ΕΕ δεν συνεργαστούν γρήγορα και αλληλέγγυα για τη διαχείριση της προσφυγικής κρίσης”, αναφερόμενος στην απόφαση της Γερμανίας να αναστείλει το κεκτημένο Σένγκεν και να επαναφέρει τους ελέγχους στα σύνορα της με την Αυστρία που κρίθηκαν ότι είναι εκτεθειμένα σε μαζικές μεταναστευτικές πιέσεις.

Δεν ήταν όμως η πρώτη φορά που κράτος που εφαρμόζει το κεκτημένο Σένγκεν αποφάσιζε να το αναστείλει, με αφορμή μαζικές μεταναστευτικές ροές. Το ίδιο είχε πράξει και η Γαλλία το 2011 όταν βρέθηκε αντιμέτωπη με μεγάλες εισροές από την Ιταλία, η οποία κατηγορήθηκε ότι δεν λάμβανε μέτρα υποδοχής των μεταναστών και ουσιαστικά άφηνε την κατάσταση να εξελιχθεί, υποστηρίζοντας ότι όλα τα κράτη μέλη έπρεπε να αναλάβουν το μερίδιο της ευθύνης που τους αναλογεί. Σε αντίθεση με σήμερα, τότε δεν προέκυψε ζήτημα υιοθέτησης οποιουδήποτε μέτρου ανακατανομής, παρά ότι αυτό ήταν πάγιο αίτημα των κρατών της νότιας Ευρώπης. Μοναδική κατάληξη της έντασης που είχε δημιουργηθεί μεταξύ Γαλλίας και Ιταλίας ήταν να υιοθετηθούν νέοι, πιο αυστηροί κανόνες που διέπουν την ελεύθερη διακίνηση εντός του χώρου Σένγκεν καθώς και ένας ειδικός μηχανισμός αναστολής του.

Πριν λίγες μέρες οι αρμόδιοι για τη μετανάστευση Υπουργοί της ΕΕ, παρά την στήριξη της Γερμανίας και τις προσπάθειες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, απέτυχαν να καταλήξουν σε συμφωνία επί της πρότασης για υιοθέτηση μέτρου υποχρεωτικής ανακατανομής. Το θέμα θα εξεταστεί και σε επίπεδο αρχηγών στο επικείμενο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, όπου εκεί αναμένεται να διαφανεί κατά πόσο η Άνγκελα Μέρκελ θα καταφέρει να πείσει τελικά τους εταίρους της που έχουν ενστάσεις να δεχτούν αυτό που ουσιαστικά η ίδια η χώρα της απέρριπτε μόλις πριν μερικά χρόνια.

Τα πιο πάνω γεγονότα καταδεικνύουν, με παραστατικό και συνάμα τραγικό τρόπο, ότι η λεγόμενη ευρωπαϊκή ενοποίηση είναι διαδικασία που εξελίσσεται ως επί το πλείστον με όρους και συνθήκες εξυπηρέτησης των εθνικών συμφερόντων των κυρίαρχων κρατών μελών της ΕΕ. Η ρητορική περί πολιτικών στη βάση των αρχών της Ένωσης δύσκολα αποδεικνύεται στην πράξη. Ακόμη και εκεί που η διαδικασία της ενοποίησης επιτυγχάνει πρόοδο και βελτίωση στις εθνικές πρακτικές και διαδικασίες, όπως στην περίπτωση του ΚΕΣΑ, το πραγματικό βάθος της ενοποίησης, όπως αποτυπώνεται στον καθρέφτη της πολιτικής και κοινωνικής ζωής της ΕΕ και των κρατών μελών της, εξακολουθεί να καθορίζεται κατά κύριο λόγο από τα εθνικά συμφέροντα των κυρίαρχων κρατών μελών.

Περαιτέρω, το παράδειγμα του ΚΕΣΑ επιβεβαιώνει και κάτι άλλο. Την ανικανότητα και την απροθυμία της ΕΕ να συγκροτήσει και να εφαρμόσει ενιαία εξωτερική πολιτική. Ολοκληρωμένη λύση δεν πρόκειται να βρεθεί στο προσφυγικό πρόβλημα όσες νομοθετικές πράξεις και αν υιοθετηθούν. Η διαχείριση του προσφυγικού προβλήματος χρειάζεται πρώτιστα πολιτικές αποφάσεις που να στοχεύουν την ρίζα του. Και η ρίζα του προβλήματος δεν βρίσκεται στην Ευρώπη αλλά στις χώρες καταγωγής, οι οποίες εξαθλιώνονται καθημερινά από τον πόλεμο, τις διενέξεις και την φτώχια. Υπό αυτή την έννοια, η ΕΕ ουσιαστικά αποτελεί μέρος του προβλήματος που διατείνεται ότι επιχειρεί να λύσει. Μόνο αν η ΕΕ απαγκιστρωθεί από σύνδρομα και δόγματα του παρελθόντος θα μπορέσει να αναζητήσει και να προωθήσει λύσεις στα προβλήματα της ευρύτερης γειτονίας της που αναπόφευκτα την επηρεάζουν.

Βέβαια κάτι τέτοιο σήμερα φαντάζει στους πολλούς απίθανο και σε κάποιους λίγους ευκταίο.

*Πολιτικός Επιστήμονας

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy