Οι μισθοί, οι τιμές και τα κέρδη

Από το φθινόπωρο του 2016 η αγοραστική δύναμη του μέσου μισθού έμεινε στάσιμη

Πριν το καλοκαίρι του 2012 οι χρηματικοί (ή ονομαστικοί) μισθοί ακολουθούσαν ανοδική πορεία, η οποία ανακόπηκε κατά την περίοδο της ύφεσης, όταν υπήρξαν μεγάλες μειώσεις των μισθών που ανήλθαν αθροιστικά σε περίπου 10%.

Η υποχώρηση ήταν ραγδαία από το καλοκαίρι του 2012 έως το καλοκαίρι του 2014 και την διαδέχθηκε μια παρατεταμένη περίοδος στασιμότητας, όταν η ανάκαμψη του 2015-2017 και η επακόλουθη μείωση του ποσοστού ανεργίας επιβράδυναν την πτώση των χρηματικών μισθών και τελικά οδήγησαν σε ανεπαίσθητη αύξηση (+1,1% κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2017). Η κατάσταση της αγοράς εργασίας εξηγεί τις μεταβολές του χρηματικού μισθού: Οι μεταβολές του μέσου χρηματικού μισθού ακολουθούν το ποσοστό απασχόλησης, δηλαδή την απασχόληση ως ποσοστό του εργατικού δυναμικού (που ισούται προς 100% μείον το ποσοστό ανεργίας).

Συγκρίνοντας τις μέσες μικτές χρηματικές αποδοχές στην Κύπρο με άλλες χώρες, διαπιστώνουμε ότι αυξήθηκαν μέχρι και το 2012 με ρυθμούς υψηλότερους από τις άλλες χώρες της νότιας Ευρώπης. Μαζί με την Ελλάδα ήταν οι μοναδικές χώρες, μεταξύ των πιο προηγμένων χωρών της ΕΕ, στις οποίες υπήρξαν μειώσεις των αποδοχών στη διάρκεια της ύφεσης.

Στην Ισπανία και την Ιταλία υπήρξε απλώς επιβράδυνση της ανόδου των ονομαστικών αποδοχών, ενώ στην Πορτογαλία και την Ιρλανδία υπήρξε ανάκαμψη μετά από μια πρόσκαιρη μείωση. Στην κατάταξη των πιο προηγμένων χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης με κριτήριο τις μικτές αποδοχές (ακαθάριστος χρηματικός μισθός + εισφορές εργοδότη), η Κύπρος διατηρεί μια από τις κατώτερες θέσεις μαζί με την Ελλάδα και την Πορτογαλία. Εξαιτίας της περιοριστικής πολιτικής που ασκήθηκε, έχει αυξηθεί σημαντικά η απόσταση της Κύπρου από τις άλλες αναπτυγμένες χώρες, αν και σε πολύ μικρότερο βαθμό από όσο η αντίστοιχη απόσταση της Ελλάδας.

Συγκριτικά…

Οι χώρες του ευρωπαϊκού βορρά μαζί με τη Γαλλία αποτελούν την ομάδα των υψηλών αποδοχών (μεγαλύτερων των 44 χιλιάδων ευρώ ετησίως). Η δεύτερη ομάδα χωρών με ενδιάμεσες αποδοχές εργασίας (35-42 χιλιάδες ευρώ) αποτελείται από τέσσερις μεγάλες χώρες: Γερμανία, Βρετανία, Ιταλία και Ισπανία.

Αξιοσημείωτη είναι η θέση της ισχυρής Γερμανίας στη μέση της κατάταξης. Η τρίτη ομάδα, μεσαίων προς χαμηλές αποδοχές εργασίας, αποτελείται από τη Σλοβενία, την Κύπρο, την Ελλάδα και την Πορτογαλία με σαφή όμως υπεροχή των αποδοχών εργασίας στη Σλοβενία (26,5 χιλιάδες ευρώ) και στην Κύπρο (24,5 χιλιάδες ευρώ) έναντι των άλλων δύο χωρών.

Σε διεθνή σύγκριση, η αγοραστική δύναμη των ακαθάριστων αποδοχών ανά απασχολούμενο στην Κύπρο αυξήθηκε μέχρι και το 2009 με ρυθμούς υψηλότερους από τις άλλες χώρες της νότιας Ευρώπης με εξαίρεση την Ελλάδα. Οι μοναδικές χώρες μεταξύ των περισσότερο προηγμένων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις οποίες υπήρξαν ιστορικά υψηλές μειώσεις της αγοραστικής δύναμης των μισθών στη διάρκεια της κρίσης ήταν η Κύπρος (περίπου 10%, υποχώρηση στο επίπεδο του 2002), η Ελλάδα (περίπου -20%, υποχώρηση το επίπεδο του 2001) και η Πορτογαλία. Στην Ισπανία και την Ιταλία η μείωση ήταν περιορισμένη (της τάξης του 2%-4%) και η αγοραστική δύναμη υποχώρησε στο επίπεδο του έτους 2008. Κατά το 2015-2017, η αγοραστική δύναμη των αποδοχών παρουσίασε αύξηση στην Κύπρο (λόγω μείωσης του δείκτη τιμών καταναλωτή).

Πραγματικός μισθός

Ο πραγματικός μισθός, δηλαδή η αγοραστική δύναμη του μέσου χρηματικού μισθού, στην Κύπρο (σε επίπεδο και σε ετήσιες ποσοστιαίες μεταβολές) παρουσιάζει, σύμφωνα με τη μελέτη του ΥΠΕΚ, την εξής εικόνα: Η μείωση των πραγματικών μισθών εκκίνησε κατά το πρώτο τρίμηνο του 2010 υπό την πίεση της αυξανόμενης ανεργίας, η οποία υπερέβη τότε το 6,5%. Η πτώση ολοκληρώθηκε κατά το τελευταίο τρίμηνο του 2014 και η άνοδος επανήλθε από το 2015.

Η άνοδος αυτή, η οποία οφειλόταν στον αποπληθωρισμό (με τον μέσο χρηματικό μισθό πρακτικά αμετάβλητο) ολοκληρώθηκε με το τέλος της διαδικασίας της εσωτερικής υποτίμησης και από το φθινόπωρο του 2016 η αγοραστική δύναμη του μέσου μισθού έμεινε στάσιμη (ενώ οι πραγματικές αποδοχές συνολικά, που περιλαμβάνουν τις εργοδοτικές εισφορές, παρουσίασαν μικρή αύξηση). Σε διεθνή σύγκριση, οι αυξήσεις των πραγματικών αμοιβών εργασίας στην Κύπρο, από το 1995 έως το 2009, ήταν υψηλές.

Αυτό ανάγεται στο γεγονός ότι οι απαιτήσεις των μισθωτών, όσον αφορά τον χρηματικό μισθό τους, μακροχρόνια τείνουν να ευθυγραμμιστούν με την παραγωγικότητα της εργασίας και με τον πληθωρισμό. Ο βαθμός κατά τον οποίο αυτό επιτυγχάνεται εξαρτάται από τον συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ εργαζομένων και επιχειρήσεων, ο οποίος περιγράφεται σε μεγάλο βαθμό από το ποσοστό ανεργίας ή το συμπληρωματικό του μέγεθος που είναι το ποσοστό απασχόλησης (=100%-ποσοστό ανεργίας).

Ως συνέπεια, οι χρηματικές αποδοχές εργασίας τείνουν να είναι υψηλότερες στις χώρες όπου οι τιμές και η παραγωγικότητα αυξάνονται ταχύτερα και το ποσοστό ανεργίας είναι χαμηλότερο. Με βάση αυτόν τον γενικό κανόνα, στην περίοδο πριν την κρίση ήταν αναμενόμενο οι αυξήσεις των χρηματικών αμοιβών εργασίας στην Κύπρο να αυξάνονται ταχύτερα διότι υπήρχαν οι παραπάνω συνθήκες.

Οι θεσμικές συνθήκες από την εφαρμογή του μνημονίου λειτουργούν υπέρ των επιχειρήσεων

Η πτώση του ποσοστού απασχόλησης (ή ισοδύναμα, η άνοδος του ποσοστού ανεργίας), η οποία εκκίνησε κατά το πρώτο τρίμηνο του 2009, οδήγησε, με χρονική υστέρηση ενός έτους περίπου (συγκεκριμένα από το δεύτερο τρίμηνο του 2010) σε δραματική μείωση το εισοδηματικό μερίδιο της εργασίας. Κατά την ανάκαμψη του 2015-2017 το ποσοστό απασχόλησης αυξήθηκε (το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε), αλλά η απόκριση του μεριδίου εργασίας ήταν ανεπαίσθητη. Η εικόνα ωστόσο είναι διαφορετική όταν η συσχέτιση του ποσοστού ανεργίας δεν γίνεται με το εισοδηματικό μερίδιο της εργασίας στο σύνολο της οικονομίας (που περιλαμβάνει τον δημόσιο τομέα), αλλά στον επιχειρηματικό τομέα η μείωση του ποσοστού ανεργίας οδήγησε σε αύξηση του εισοδηματικού μεριδίου της εργασίας.

Εκτός αυτού διακρίνουμε στην εν λόγω συσχέτιση ότι μετά την εφαρμογή του προγράμματος μεταρρυθμίσεων που εφαρμόστηκε έχει επέλθει διαρθρωτική μετατόπιση στη σχέση μεταξύ ποσοστού ανεργίας και μεριδίου της εργασίας, με την έννοια ότι οι δυνάμεις της εργασίας, για το ίδιο ποσοστό ανεργίας, επιτυγχάνουν τώρα μικρότερο μερίδιο της εργασίας. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι τροποποιημένες θεσμικές συνθήκες που προέκυψαν από την εφαρμογή του μνημονίου λειτουργούν υπέρ των επιχειρήσεων αποδυναμώνοντας τη διαπραγματευτική ισχύ των μισθωτών. Όπως εξηγεί στην έκθεσή του το ΙΝΕΚ, η διαρθρωτική μεταβολή στο συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ επιχειρήσεων και μισθωτών συνίσταται στο ότι για το ίδιο ποσοστό ανεργίας οι εργαζόμενοι μπορούν να καρπώνονται εισοδηματικό μερίδιο μικρότερο από την προ του 2013 περίοδο κατά περίπου 2 εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ.

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy