Η σχέση της Τουρκίας με τη Δύση έχει αλλάξει ανεπιστρεπτί

Τα «μηδενικά προβλήματα» μεταλλάχθηκαν σε «προβλήματα με τους πάντες»

Του ανταποκριτή μας στις Βρυξέλλες Γιάννη Αντύπα

Τη στιγμή συγγραφής του ρεπορτάζ αυτού, η τελευταία πρόκληση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αποτελούσε μια ευθεία απειλή για την ασφάλεια των Ευρωπαίων πολιτών, σε περίπτωση κατάρρευσης της ευρωτουρκικής συμφωνίας για τη μετανάστευση. Είναι πολύ πιθανό, από τη στιγμή που σύρονταν αυτές οι γραμμές μέχρι σήμερα Κυριακή, ο Τούρκος Πρόεδρος να έχει ξεπεράσει και πάλι τον εαυτό του, εκσφενδονίζοντας μια ακόμα πιο βαριά απειλή ή προσβολή προς κάποιον Ευρωπαίο παράγοντα.

Οι επάλληλες απειλές του Ταγίπ Ερντογάν και των συνεργατών του κάνουν το γύρο του κόσμου τις τελευταίες εβδομάδες, προκαλώντας τις αντιδράσεις κορυφαίων Ευρωπαίων πολιτικών, δυναμιτίζοντας το κλίμα σε μια πολιτικά εύθραυστη περίοδο για Ευρώπη και Τουρκία και δημιουργώντας κάκιστη εικόνα για την Άγκυρα στην κοινή γνώμη πολλών κρατών-μελών της ΕΕ.
Συνολικά, οι σχέσεις της Ευρώπης και της Τουρκίας βρίσκονται σε ένα ναδίρ, τουλάχιστον μέχρι το δημοψήφισμα συνταγματικής μεταρρύθμισης στις 16 Απριλίου, χωρίς να είναι γνωστό, μάλιστα, αν θα αλλάξει κάτι έπειτα. Το γεγονός αυτό, αφενός, δημιουργεί μεγάλα ερωτηματικά σε αναλυτές στις Βρυξέλλες για το μέλλον των σχέσεών τους και, αφετέρου, προκαλεί ανησυχία για το μέλλον της συμφωνίας μετανάστευσης.

Πώς ξεκίνησε ο ιδιότυπος αυτός πόλεμος δηλώσεων και πού μπορεί να καταλήξει όμως;

Οι διπλωματικές σχέσεις Ευρωπαϊκής Ένωσης και Τουρκίας εκτραχύνθηκαν μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του περασμένου Ιουλίου στην Τουρκία. Ο Ταγίπ Ερντογάν έχοντας γλιτώσει την τελευταία στιγμή ανέμενε πλήρη συνεργασία με όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ στο ζήτημα της επιστροφής στρατιωτικών, που είτε διέφυγαν μετά το πραξικόπημα ή που βρίσκονταν στη χώρα και θεωρούνται ύποπτοι από την κυβέρνηση.

Οι συνεχείς εκκλήσεις του Τούρκου Προέδρου για επαναφορά της θανατικής ποινής στην Τουρκία όμως και οι εικόνες βίας προς ύποπτους στρατιωτικούς έκαναν την Ευρώπη λιγότερο διατεθειμένη να συνεργαστεί με την Τουρκία και να ικανοποιήσει τις επιθυμίες της.

Η θανατική ποινή είναι ένα ευαίσθητο ζήτημα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς δεν συνάδει με τις αξίες τις οποίες έστω και υποτυπωδώς προστατεύει η ΕΕ. Η ΕΕ έχει βέβαια εμπορικές σχέσεις και βαθιά συνεργασία σε πολλούς τομείς με κράτη όπως οι ΗΠΑ που εφαρμόζουν τη θανατική ποινή, η διαφορά όμως με την Τουρκία είναι πως πρόκειται για ένα κράτος σε διαδικασία διαπραγματεύσεων για ένταξή του στους κόλπους της Ένωσης.

H άρνηση της Γερμανίας, του Βελγίου και της Ελλάδας να επιστρέψουν στρατιωτικούς έφθειραν σημαντικά τις ήδη άσχημες σχέσεις τους με την Τουρκία. Ο Τούρκος Πρόεδρος αντέδρασε πολύ χαρακτηριστικά, δηλαδή χωρίς καμία ψυχραιμία, κατηγορώντας τη Γερμανία για συμπάθεια προς τους πραξικοπηματίες και κλιμακώνοντας την πάγια τουρκική ρητορική προκλήσεων αναφορικά με το καθεστώς του Αιγαίου στην Ελλάδα.

Αν και η κατάσταση ως προς την Ελλάδα και το Αιγαίο τέθηκε υπό έλεγχο μέσα σε μερικές εβδομάδες, η απόφαση της Γερμανίας να μην επιτρέψει τις πολιτικές συγκεντρώσεις για στήριξη του «ναι» στο τουρκικό δημοψήφισμα πυροδότησαν την μήνιν του Τούρκου Προέδρου, ρίχνοντας λάδι στη φωτιά. Σε αντίστοιχες κινήσεις προέβη και η Αυστρία και η Ολλανδία, ξεκινώντας ένα ντόμινο δηλώσεων και προκλήσεων, κυρίως από την τουρκική πλευρά.

Αποκαλώντας «κράτη ναζί» τη Γερμανία, την Αυστρία και την Ολλανδία ο Ταγίπ Ερντογάν πείραξε τις πιο ευερέθιστες χορδές των δύο πρώτων κρατών, που επί δεκαετίες προσπαθούν να αποτάξουν την κληρονομιά του ναζισμού και στην περίπτωση της Ολλανδίας, προέβη σε ένα ιστορικό ατόπημα, καθώς οι Ολλανδοί υπέφεραν αρκετά από τους ναζί, ιδιαίτερα προς το τέλος του πολέμου.

Τι έχει να κερδίσει ο Ταγίπ Ερντογάν;
Προφανώς οι δηλώσεις αυτές του Ταγίπ Ερντογάν είναι ένα καλό «εργαλείο φανατισμού» προς τους υποστηρικτές του, οι οποίοι διψούν για δηλώσεις «τουρκικού μεγαλείου» και νεο-οθωμανισμού. Το ερώτημα είναι όμως γιατί να ρισκάρει ο Ερντογάν τις σχέσεις της χώρας του με τη Γερμανία, η οποία είναι η μεγαλύτερη αγορά τουρκικών προϊόντων;

Ο Τούρκος Πρόεδρος γνωρίζει πολύ καλά πως έχει ένα ισχυρό μοχλό πίεσης προς τη Γερμανίδα Καγκελάριο και την Ευρώπη συνολικά, τη συμφωνία μετανάστευσης, καθώς μερικές χιλιάδες μετανάστες αρκούν για να δημιουργήσουν εικόνες ανθρωπιστικής καταστροφής εκ νέου στα ελληνικά νησιά. Συνεπώς, θεωρεί πως είναι ελεύθερος να προκαλέσει χωρίς όρια, κερδίζοντας μεν επικοινωνιακά στο εσωτερικό του και χωρίς να χάνει τίποτα που δεν μπορεί να επανορθώσει στο εξωτερικό.

Η Άνγκελα Μέρκελ, από την άλλη, έχοντας μια δύσκολη εκλογική αναμέτρηση το Σεπτέμβριο, έχει παρουσιάσει την ευρω-τουρκική συμφωνία ως μια επιτυχία διαχείρισης της μετανάστευσης και μια πιθανή κατάρρευσή της θα οδηγήσει σε ένα μεγάλο επικοινωνιακό πλήγμα για την ίδια, χωρίς να υπολογίζουμε φυσικά και το ανθρωπιστικό κόστος που θα έχει κάτι τέτοιο.

Σύμφωνα με τη γερμανική εφημερίδα «Die Welt» η γερμανική Καγκελαρία είχε συμφωνήσει (επί Ολλανδικής Προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου σημειώνουμε) σε μια μυστική συμφωνία με την Τουρκία, για να δέχεται 200.000 πρόσφυγες ετησίως, όχι για ανθρωπιστικούς λόγους, αλλά γιατί η Γερμανία έχει άμεση ανάγκη από φτηνά εργατικά χέρια για τη βιομηχανία της. Τον ίδιο σκοπό είχαν και οι δηλώσεις της το 2015 που προκάλεσαν τα μαζικά κύματα μετανάστευσης στην Ευρώπη.

Κατάρρευση της μακροχρόνιας συνεργασίας ή ένα εξαιρετικό ολλανδο-τουρκικό ντιλ;
Σε κρίση βρίσκονται όμως και οι ολλανδο-τουρκικές σχέσεις, οι οποίες ήταν παραδοσιακά πολύ ισχυρές για οικονομικούς λόγους. Ακολουθώντας το παράδειγμα της Γερμανίας, η ολλανδική κυβέρνηση απαγόρευσε να προσγειωθεί στην Ολλανδία το αεροπλάνο του Τούρκου Υπουργού Εξωτερικών, Μεβλούτ Τσαβούσογλου, και όταν ο Ερντογάν έστειλε οδικώς την Υπουργό Οικογενειακών Υποθέσεων, Φατµά Μπετούλ Σαγιάν, στο Ρότερνταµ για να εκφωνήσει ομιλία, οι ολλανδικές Αρχές την απέλασαν.

Παράλληλα, η απαγόρευση μιας μεγάλης διαδήλωσης Τούρκων στην Ολλανδία υπέρ του Ερντογάν οδήγησε σε περαιτέρω αναφορές για τους Ολλανδούς ως ναζί. Όλα αυτά, λίγες ημέρες πριν από εκλογές στην Ολλανδία!

«Εσύ δεν έχεις μάθει ακόμη τι είναι η δημοκρατία» είπε ο Τούρκος Πρόεδρος, απευθυνόμενος στον Ολλανδό Πρωθυπουργό, Μαρκ Ρούτε. Παράλληλα, σε δήλωσή του στα κανάλια ATV και A Haber, ο Ερντογάν είπε: «Εγώ δεν είμαι το αφεντικό, άλλωστε. Το αφεντικό αυτής της χώρας είναι ο λαός. Εσύ ακόμη δεν έμαθες τι είναι Δημοκρατία».

Πάντως, ο Μαρκ Ρούτε νίκησε στις εκλογές, παρά το λαϊκίστικο ρεύμα που απειλεί τα θεμέλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλοί αναλυτές θεωρούν πως καθοριστικό ρόλο έπαιξε η κόντρα του με τον Ερντογάν. Η επίδειξη πυγμής από έναν κατά τα άλλα φιλελεύθερο ηγέτη ανέβασε τα ποσοστά του έναντι στον λαϊκιστή και αντιευρωπαϊστή Γκερτ Βίλντερς.

Δεν έληξε εκεί το θέμα όμως και η διαρκής κλιμάκωση οδήγησε τον νέο Πρόεδρο της Γερμανίας, Φρανκ-Βάλτερ Στάινμαγερ, να χρησιμοποιεί την πρώτη ομιλία του για να διατυπώσει μια αυστηρή προειδοποίηση προς τον Τούρκο Πρόεδρο, λέγοντας πως «κινδυνεύει να καταστρέψει όλα όσα έχει επιτύχει η χώρα του τα τελευταία χρόνια και να βλάψει τις σχέσεις της με τους εταίρους της».

Παράλληλα, σύμφωνα με την τουρκική «Daily Sabah», η γερμανική κυβέρνηση αποφάσισε να «παγώσει» τις παραδόσεις οπλικών συστημάτων στην Τουρκία, υπό το φόβο ότι αυτά θα χρησιμοποιούνταν ενάντια στον ίδιο τον πληθυσμό της Τουρκίας.

Πού οδηγεί η κρίση αυτή;
Δεν είναι δυνατό να περιγράψουμε όλες τις προκλήσεις και τις απαντήσεις σε αυτές εδώ για λόγους χωροταξίας. Δεν θα είχε νόημα κιόλας, καθώς κάθε μέρα γίνονται εκατέρωθεν δηλώσεις και προσβολές. Στο διά ταύτα, όμως, η σχέση της Τουρκίας με τη Δύση έχει αλλάξει ανεπιστρεπτί. Αρχικά, για πολλούς δυτικούς αναλυτές η κυβέρνηση Ερντογάν και η ιδεολογία του νεο-οθωμανισμού αποτέλεσε ένα πρότυπο για τον μουσουλμανικό κόσμο. Ποιος μπορεί να ξεχάσει τις δεσμεύσεις του πρώην ΥΠΕΞ, Αχμέντ Νταβούντογλου, για μια εξωτερική πολιτική «μηδενικών προβλημάτων»;

Μόνο που τα «μηδενικά προβλήματα» μεταλλάχθηκαν σε «προβλήματα με τους πάντες» και διά της διολισθήσεως έχουμε μια άτυπη απομάκρυνση της Τουρκίας από τη ∆ύση, με τον Ταγίπ Ερντογάν να εμφανίζεται στους δυτικούς ηγέτες ως όλο και πιο απρόβλεπτος και τυχοδιωκτικός.

Παράλληλα, η συνταγματική μεταρρύθμιση του δημοψηφίσματος σημαίνει πρακτικά την εγκαθίδρυση μιας ενός ανδρός αρχή, με αποτέλεσμα η «Επιτροπή της Βενετίας» του Συμβουλίου της Ευρώπης να στέλνει ένα ξεκάθαρο μήνυμα: στην περίπτωση που το δημοψήφισμα αναδείξει τον Ερντογάν σουλτάνο, η Τουρκία θα πάψει να εκπληρώνει τα κριτήρια της Κοπεγχάγης και να θεωρείται ένα δημοκρατικό κράτος.

Συνεπώς, μπορούν να εξαχθούν σημαντικά συμπεράσματα: Η Τουρκία πλέον έχει κάψει τις όποιες πιθανότητες είχε για ένταξη στην ΕΕ, τουλάχιστον για τις επόμενες αρκετές δεκαετίες και η μόνη προοπτική είναι μια συμφωνία γειτονίας με την ΕΕ.

Πιο σημαντικό, όμως, η Τουρκία, η οποία επί δεκαετίες χάρη στη μηχανή προπαγάνδας που διέθετε παρουσιαζόταν ως ένα κοσμικό Ισλάμ στη Δύση, έχει ξεγυμνωθεί πλήρως στα μάτια και στις συνειδήσεις των Ευρωπαίων αξιωματούχων και πολιτών και η αντιμετώπισή τους θα μετατοπιστεί για να ανταποκριθεί στη νέα αυτή εικόνα.

Έτσι, έστω και αν αποκατασταθεί η διπλωματική σταθερότητα, η Τουρκία έχει δείξει το πραγματικό της πρόσωπο και δεν μπορεί να φορέσει μια μάσκα για αρκετές δεκαετίες, με ό,τι αυτό σημαίνει στις σχέσεις της με την Ευρώπη, της οποίας οι πολιτικοί δεν είναι σουλτάνοι και υπόκεινται στην κρίση των ψηφοφόρων τους.

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy