Ιδιωτικοποιήσεις: Το αυτο-κεφαλοκλείδωμα του κεφαλαίου

Του Νίκου Τσουρή

Ο έξοχος κυνικός Bernard de Mandeville (1670-1733) ισχυριζόταν στο έργο του «Μύθοι για τις μέλισσες» ότι η συνισταμένη της επιδίωξης κέρδους από τα άτομα θα εξασφάλιζε σχεδόν αυτόματα την ευημερία ολόκληρης της κοινωνίας. Αυτή η σκέψη παρέμεινε μέχρι σήμερα το σημαντικότερο επιχείρημα για τη δικαιολόγηση του οικονομικού φιλελευθερισμού. Ο Adam Smith (1723-1790), ο κλασικός της πολιτικής οικονομίας, ανέπτυξε τη θεωρία ότι το «αόρατο χέρι» της αγοράς μπορεί να ρυθμίζει τη συνολική αναπαραγωγή της κοινωνίας πολύ καλύτερα απ’ ό,τι το κράτος.

Το δόγμα του φιλελευθερισμού απειλεί με διάλυση την ανθρώπινη κοινωνία

Ομως στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα, η πολιτική εφαρμογή των φιλελεύθερων δογμάτων οδήγησε σε κοινωνικές καταστροφές. Υπήρχαν μόνιμα κοινωνικές εξεγέρσεις, η μαζική εγκληματικότητα αυξήθηκε κάθετα και στα βιομηχανικά κέντρα ξέσπασαν επιδημίες. Κατά τη διάρκεια του μεγάλου ιρλανδικού λιμού (1846 μέχρι το 1849) η αγγλική κυβέρνηση άφησε, στο όνομα του ελεύθερου εμπορίου, να πεθάνουν από την πείνα ενάμισι εκατομμύρια άνθρωποι και εξανάγκασε δυόμισι εκατομμύρια σε μετανάστευση στην Αμερική.

Το δόγμα του φιλελευθερισμού απειλούσε να διαλύσει ολοκληρωτικά την ανθρώπινη κοινωνία. Ταυτόχρονα, πολλοί επιχειρηματίες άρχισαν οι ίδιοι να ζητούν κρατική οικονομία για τις υποδομές, διότι κατάλαβαν ότι η εκπαίδευση, οι δρόμοι, τα δίκτυα πληροφόρησης κ.λπ. ήταν αναγκαία για μια παραπέρα συσσώρευση του κεφαλαίου. Επίσης, όλο και περισσότεροι θεωρητικοί αναγνώριζαν την αναγκαιότητα μιας εκτεταμένης κρατικής οικονομίας. Το ποσοστό του κράτους στην οικονομία αυξάνετο διαρκώς. Στις ΗΠΑ ακόμη και κάτω από την προεδρία του Reagan αυξήθηκε κατά 0,3%.

Με την παραπέρα ανάπτυξη της καπιταλιστικής κοινωνικοποίησης στον 20ό αιώνα οι υποδομές όλων των ειδών (συστήματα εκπαίδευσης και υγείας, δίχτυα συγκοινωνιών και επικοινωνιών κ.ά.) έγιναν ακόμα πιο απαραίτητες για τη λειτουργία της βιομηχανικά αναπτυγμένης πια κοινωνίας της εργασίας. Αυτές όμως οι υποδομές πρέπει να είναι μόνιμα διαθέσιμες σε συνολικο-κοινωνικό επίπεδο και γι’ αυτό δεν μπορούν να ακολουθούν τις συγκυρίες της προσφοράς και ζήτησης που χαρακτηρίζουν την αγορά.

Οι υποδομές όλων των ειδών δεν είναι και δεν μπορούν να είναι παραγωγή εμπορευμάτων για την αγορά αλλά πρόκειται για συνολικο-κοινωνικές προϋποθέσεις – πλαίσιο γι’ αυτή την παραγωγή. Δεν αποτελούν κανένα αυτόνομο τομέα της συσσώρευσης του κεφαλαίου, είναι σύμφωνα με τη φύση τους καπιταλιστικά μη παραγωγικοί και πρέπει να τροφοδοτούνται από τη βιομηχανική υπεραξία. Γι’ αυτό ο συγκεκριμένος κεφαλαιοκράτης που γίνεται ιδιοκτήτης υποδομών, ναι μεν αποσπά κέρδη, όμως στο επίπεδο του συνολικού κεφαλαίου της κοινωνίας πρόκειται απλώς για μια αναδιανομή της συνολικής υπεραξίας, δηλαδή του κέρδους, που αποσπάται από το σύνολο της κεφαλαιοκρατικής τάξης.

Ο φιλελευθερισμός μεταφέρει ευθύνες του κράτους σε ιδιώτες που είναι προσανατολισμένοι προς το κέρδος

Στην εξέλιξη όμως, η επικίνδυνα αυξανόμενη υπερχρέωση του κράτους – που ήταν αποτέλεσμα της μείωσης των φορολογικών εσόδων – έκανε αδύνατη τη διατήρηση αυτού του ψηλού ποσοστού του κράτους στην οικονομία. Γι’ αυτό και ο οικονομικός φιλελευθερισμός γνώρισε μια νέα άνοιξη παρ’ όλο που το δόγμα του ουσιαστικά απέτυχε ήδη στον 19ο αιώνα. Οι νεοφιλελεύθεροι επαναλαμβάνουν τις παμπάλαιες ιδέες του Mandeville και του Smith. Γι’ αυτό ο «Λεβιάθαν» (το όνομα που έδωσε στο κράτος ο Thomas Hobbes, 1588-1679) που πάχυνε οφείλει να κάνει δίαιτα και οι λειτουργίες του οφείλουν ως επί το πλείστον να «ιδιωτικοποιηθούν».

Εδώ πρέπει να θέσουμε ακόμη μια φορά το ερώτημα για τη φύση και το χαρακτήρα των οικονομικών λειτουργιών του κράτους. Ολοι οι αντιπρόσωποι του οικονομικού φιλελευθερισμού συγχύζουν την ιδιωτική παραγωγή εμπορευμάτων για την αγορά με τις ίδιες τις συνολικο-κοινωνικές προϋποθέσεις και όρους (υποδομές) της ύπαρξης και λειτουργίας της αγοράς. Ο φιλελευθερισμός φαντάζεται ότι τα πλείστα από τα καθήκοντα του κράτους μπορούν να αναληφθούν από ιδιωτικές επιχειρήσεις που είναι προσανατολισμένες προς το κέρδος. Κατ’ αρχήν οφείλουν φυσικά να «ιδιωτικοποιηθούν» τα κοινωνικά ρίσκα του καπιταλισμού. αυτό σημαίνει ότι το κράτος οφείλει να αποτραβηχτεί από την κοινωνική ευθύνη του η οποία αναπτύχθηκε στα τελευταία 100 χρόνια και οδήγησε στο κράτος προνοίας και να περιοριστεί πάλιν στις λειτουργίες του ως κατασταλτικό τέρας.

Η σχέση αγοράς και κράτους στη διαδικασία της καπιταλιστικοποίησης θυμίζει εκείνη του Δρος Τζέκιλ και μίστερ Χάιντ

Ομως η ιστορία απέδειξε ήδη ότι οι περισσότεροι άνθρωποι ελλείψει επαρκούς εισοδήματος δεν μπορούν να φέρουν το κοινωνικό ρίσκο ατομικά και οδηγούνται σε αδιέξοδες καταστάσεις. Ο φιλελευθερισμός είναι γνωστό ότι αγαπά περισσότερο τα κόστη για φυλακές, αστυνομίες και στρατούς, παρά τα κόστη της κοινωνικής βοήθειας για τους φτωχούς, ακόμη κι αν τα κόστη της καταστολής αυξάνονται κάθετα στην πορεία και παχαίνουν ακόμη περισσότερο το «Λεβιάθαν». Με αυτό αποδεικνύει το δόγμα του φιλελευθερισμού τον κακοήθη παραλογισμό του και οδηγεί τα ίδια τα δικά του κριτήρια ad absurdum.

Οπως και να το πάρει κανείς: οι προϋποθέσεις, οι όροι και οι επιπτώσεις της οικονομίας της αγοράς είναι ποιοτικά κάτι διαφορετικό από την ίδια την οικονομία της αγοράς. To ξανατονίζουμε ότι πρόκειται για κοινωνικά καθήκοντα, τα οποία δεν μπορούν να αναληφθούν ιδιωτικά. Σε μια κοινωνία ανταγωνιζομένων ατόμων τα καθήκοντα αυτά μπορούν να αναλαμβάνονται μόνο από τον κρατικό «Λεβιάθαν». Αυτό ισχύει επίσης και για τις κρατικές επιδοτήσεις των οποίων η κάθετη μείωση θα όξυνε δραστικά την παγκόσμια κρίση διότι τότε μεγάλα τμήματα της βιομηχανίας και της γεωργίας θα καταστρέφοντο χωρίς αυτές τις επιδοτήσεις. Το ίδιο ισχύει και για τη μείωση των συντάξεων, την κατάργηση της ΑΤΑ, τη μείωση του ανεργιακού επιδόματος ή της χρονικής διάρκειάς του.

Την αντικειμενική σχέση της αγοράς και του κράτους στη διαδικασία της καπιταλιστικοποίησης μπορεί κανείς να την διατυπώσει στη μορφή ενός γενικού νόμου: όσο περισσότερη αγορά τόσο περισσότερο κράτος. Η σχέση των τυφλά ανταγωνιζομένων ατόμων (αγορά) και του τέρατος «Λεβιάθαν» (κράτος) είναι εκείνη του Δρος Τζέκιλ και μίστερ Χάιντ. Γι’ αυτό το δόγμα του οικονομικού φιλελευθερισμού είναι το ίδιο λανθασμένο όπως και οι προγνώσεις των νεοφιλελεύθερων. Η παραφουσκωμένη αγορά και το παραφουσκωμένο κράτος μπορούν μόνο από κοινού να ζουν ή να πεθάνουν.

Χωρίς την κατάλληλη και αναγκαία υποδομή δεν θα υπήρχε κερδοφορία του κεφαλαίου

Αγορά και κράτος αποτελούν λοιπόν τους δύο πόλους της καπιταλιστικής κοινωνικοποίησης και δεν μπορείς να θέτεις τον ένα ενάντια στον άλλο. Η αντίθεση αγοράς και κράτους δεν είναι εκείνη που χαρακτηρίζει τον καπιταλισμό και τον μη καπιταλισμό αλλά είναι μία αντίθεση εντός του ίδιου του καπιταλισμού. Οι νεοφιλελεύθεροι αντιλαμβάνονται τον προσανατολισμό προς κρατικές επεμβάσεις μόνο ως ιδεολογική εικόνα εχθρού αντί να τον αντιλαμβάνονται στην ιστορική του αναγκαιότητα. Ετσι οι νεοφιλελεύθεροι έχοντας αυτή την περιορισμένη και στενοκέφαλη οπτική, ήταν λογικό να συμπεράνουν ότι η κρατική ιδιοκτησία και οι επεμβάσεις του κράτους ήταν «λάθος και σφάλμα» που έπρεπε να διορθωθεί, με κύριο περιεχόμενο τη διάλυση του κοινωνικού κράτους, τις ιδιωτικοποιήσεις, την απορρύθμιση, το ελεύθερο εμπόριο και την αποχαλίνωση του ανταγωνισμού. Με αυτό όμως αντιστρέφεται η σχέση αιτίας- αποτελέσματος.

Σε τελευταία ανάλυση το νεοφιλελεύθερο όραμα συνίσταται στην επιδίωξη να υποτάξει ολόκληρη την αναπαραγωγή της κοινωνίας στη λογική της αξιοποίησης της αξίας του χρήματος, του κεφαλαίου, πράγμα που οδηγεί αντικειμενικά σε μια κίνηση αυτο-κεφαλοκλειδώματος του κεφαλαίου. Και τούτο διότι χωρίς την κατάλληλη και αναγκαία υποδομή δεν υπάρχει τελικά καμιά κερδοφορία του κεφαλαίου.

Η σημερινή κινητοποίηση ενάντια στο κοινωνικό κράτος, η αυξανόμενη καταπίεση ενάντια στους ανέργους και τους αποκλεισμένους και η δημιουργία ενός πλατιού τομέα άθλιας εργασίας, δεν είναι η τελευταία λέξη της διαχείρισης της κρίσης της κοινωνίας της εργασίας και των εμπορευμάτων. η διαχείριση της κρίσης θα αποκτά, ακόμη και στα κέντρα της παγκόσμιας αγοράς, όλο και πιο βίαια και απάνθρωπα χαρακτηριστικά. Παρ’ όλο τούτο, όσο πιο καθαρά έρχεται στην επιφάνεια το γεγονός ότι η με ιλιγγιώδη ταχύτητα αυξανόμενη παραγωγικότητα – προϊόν και αποτέλεσμα της 3ης βιομηχανικής επανάστασης που βασίζεται στην πληροφορική και μικροηλεκτρονική – κάνει όλο και περισσότερη εργασία πλεονάζουσα, τόσο πιο έντονα αγκιστρώνεται αυτή η κοινωνία στην εντελώς αντίθετη προοπτική.

Κάτω από το σύνθημα της «δημιουργίας εργασίας με κάθε τίμημα» θυματοποιούνται ανενδοίαστα και αδιάντροπα στην καπιταλιστική μορφή τα δυναμικά του κοινωνικού πλούτου. Η κοινωνική αντιπολίτευση στέκεται παραλυμένη απέναντι στις νέες απαιτήσεις. Μπορεί να βγει από την παράλυση μόνο όταν σταματήσει να αποδέχεται άκριτα τη δικτατορία της εργασίας και της παραγωγής εμπορευμάτων και αντ’ αυτού αναγνώριση σ’ αυτήν του κεντρικού προβλήματος αυτής της κοινωνίας.

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy