Κάννες: Οι διαλυμένες κοινωνίες του Χάνεκε & τα σκοτεινά παιχνίδια του Λάνθιμου

«Θα συνεχίσω να γυρίζω ταινίες ενόσω εξακολουθώ να έχω αυτό το πάθος για τον κινηματογράφο», ανάφερε η διάσημη Αυστραλή σταρ Νικόλ Κίντμαν, μιλώντας στη συνέντευξη Τύπου με αφορμή τη σημερινή προβολή της ταινίας «Η σφαγή του ιερού ελαφιού» του Γιώργου Λάνθιμου, στο διαγωνιστικό τμήμα του 70ου κινηματογραφικού φεστιβάλ των Καννών. Για να προσθέσει πως δέχεται να παίξει ρόλους σε ταινίες με σενάρια που την προσελκύουν, «ταινίες που γυρίζονται από σκηνοθέτες που έχουν κάτι να πουν, που έχουν πρωτοτυπία, και που μου δίνουν την ευκαιρία να ξεπεράσω τα όριά μου».

Ο ίδιος ο Λάνθιμος, απαντώντας σε ερώτηση δημοσιογράφου για το πώς έφτιαξε το σενάριο και τι ήταν εκείνο που τον τράβηξε, ανάφερε πως αυτό ξεκίνησε από μια απλή ιδέα για μια οικογένεια, «δεν ήξερα ακριβώς τι ήθελα, αυτό το ανακαλύψαμε στη συνέχεια, το σενάριο μας οδηγούσε, δεν είχαμε κάποια προετοιμασμένη εικόνα», για να προσθέσει πως, σχετικά με την παράξενη αρρώστια των παιδιών της οικογένειας (σ.σ.: αυτά αρχίζουν να παραλύουν), «δεν ζητούσα να δώσω εξηγήσεις, ούτε και εγώ γνωρίζω το λόγο», πρόσθεσε ο σκηνοθέτης.

Δεν είναι μόνο η παρουσία της Κίντμαν (στο φετινό φεστιβάλ εκπροσωπείται από τέσσερις συνολικά ταινίες), που έδωσε αυτές τις μέρες τη λάμψη που αναζητά το φεστιβάλ. Στο χθεσινό δείπνο για την απονομή των βραβείων «Γυναίκες σε κίνηση», με ένα πρόγραμμα που τονίζει το ρόλο των γυναικών στον κινηματογράφο, παρευρέθηκαν πολλά γνωστά αστέρια του παγκόσμιου κινηματογράφου, ανάμεσά τους και οι Ούμα Θέρμαν, Τζέσικα Τσαστέιν, Κατρίν Ντενέβ, Σάλμα Χάγιεκ, Βαλέρια Γκολίνο, Ιζαμπέλ Ιπέρ, Λετίσια Κάστα, Ζιλιέτ Μπινός, Σαρλότ Γκενσμπούργκ, Κλαούντια Καρντινάλε, Λιβ Ούλμαν και Μπεατρίς Νταλ. Το βραβείο των Νεαρών Ταλέντων απένειμε η Γαλλίδα ηθοποιός Ιζαμπέλ Ιπέρ στην Ουγγαρέζα σκηνοθέτρια Μεϊσαλούν Χαμούντ, που η περσινή ταινία της «Θα χορέψω αν θέλω» βραβεύτηκε σε διάφορα διεθνή φεστιβάλ (Σαν Σεμπάστιαν, Τορόντο και Κωνσταντινούπολης).

Στις Κάννες φέτος και ο 86χρονος σκηνοθέτης/ηθοποιός Κλιντ Ισγουντ, που έδωσε ένα master-class σε μια υπερπλήρη αίθουσα του φεστιβάλ, με το κοινό να τον χειροκροτεί όρθιο για τρία λεπτά, και του οποίου ένα ριμέικ της κλασικής, σκηνοθετημένης από τον Ντον Σίγκελ, ταινίας του «The Beguiled» (1971, «Ο δραπέτης»), σκηνοθετημένη τη φορά αυτή από τη Σοφία Κόπολα, θα προβληθεί στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ.

Ο Ιστγουντ απέφυγε να μιλήσει για τη σημερινή πολιτική κατάσταση στη χώρα του, προτιμώντας να μιλήσει για την περισσότερο από 60 χρόνια παρουσία του μπροστά και πίσω από την κάμερα και τονίζοντας πως μεγάλωσε στην περίοδο της μεγάλης οικονομικής ύφεσης.

«Σε ηλικία 5 με έξι χρονών δεν πρόσεχες και δεν γνώριζες τίποτα άλλο… Ολοι πιστεύουν πως η πρόσφατη ύφεση είναι κακή, αλλά δεν γνωρίζουν πώς είναι στην πραγματικότητα. Ακόμη, ο Ιστγουντ αναφέρθηκε στην πρώτη του περιπέτεια με ήρωα τον «Βρώμικο Χάρι», που τότε θεωρήθηκε μη ορθή πολιτικά, για να ακολουθήσει μια σειρά ταινιών πολιτικά ορθών, με τον ηθοποιό να σχολιάζει πως «είναι σαν να πεθαίνουμε κάνοντας αυτό, έχουμε χάσει την αίσθηση του χιούμορ».

Συγγενική θεματικά με την αμφιλεγόμενη ταινία του «Κυνόδοντας» είναι η νέα, αγγλόφωνη (γυρισμένη στην Αμερική) ταινία (κωμωδία τη χαρακτήρισε ο σκηνοθέτης της) του Λάνθιμου, «Η σφαγή του ιερού ελαφιού». Κι εδώ έχουμε μια οικογένεια που προσπαθεί να παραμείνει ενωμένη, τη φορά αυτή όχι απομονωμένη σε ένα σπίτι, και της οποίας, η ήρεμη ζωή ανατρέπεται από τη ξαφνική «εισβολή» ενός παράξενου, πεισματικού αγοριού (που θέλει να εκδικηθεί το χειρούργο πατέρα, υπεύθυνο, όπως πιστεύει, για το θάνατο στο χειρουργικό τραπέζι του πατέρα του). Για κάποιο μυστηριώδη, ανεξήγητο λόγο, τα δυο παιδιά της οικογένειας του γιατρού, αρχίζουν να παραλύουν στα πόδια και να χάνουν την όρεξή τους για φαγητό, και οι γονείς αναγκάζονται κάποια στιγμή να πάρουν μια τραγική απόφαση: να θανατώσουν ένα από τα παιδιά τους για να μπορέσουν οι υπόλοιποι να ζήσουν.

Επηρεασμένος ίσως από τη ταμπέλα «weird cinema», με την οποία χαρακτηρίζουν το έργο του οι ξένοι, ιδιαίτερα, δημοσιογράφοι, ο Λάνθιμος στρέφεται στα ίδια μέσα για να αφηγηθεί την αλλόκοτη αυτή ιστορία του, ελεύθερα εμπνευσμένη από τη θυσία της Ιφιγένειας (σε ένα σημείο στην ταινία γίνεται και αναφορά στο όνομά της), ίσως και από τη βιβλική θυσία του Αβραάμ. Με συχνά χιουμοριστικούς, μη ρεαλιστικούς, διαλόγους, που στηρίζουν το χιούμορ τους σε επαναλήψεις και στον τρόπο προφοράς τους (ουδέτερη στην ουσία) από τους ηθοποιούς, με σκηνές επηρεασμένες από σκηνοθέτες όπως ο Γκοντάρ, ο Χάνεκε και ο Μπουνιουέλ, που επιδιώκουν το αλλόκοτο και την πρόκληση (στο πνεύμα του Μπουνιουέλ η σκηνή της σεξουαλικής επαφής του ζευγαριού, ξεκινάει με το γιατρό του Κόλιν Φαρέλ να πλησιάζει την ξαπλωμένη γυμνή στο κρεβάτι Νικόλ Κίντμαν, που ερμηνεύει τη γυναίκα του, να προσποιείται την αναίσθητη), με την κάμερα να κινείται άνετα σε διαδρόμους (από τα καλύτερα στοιχεία της ταινίας) και με μια έξυπνα χρησιμοποιημένη, για να δημιουργεί μια απειλητική ατμόσφαιρα, μουσική (που χωρίς αυτήν η ταινία θα έχανε πολύ), ο Λάνθιμος αφηγείται την αλλόκοτη ιστορία του, ιστορία που έγινε δεκτή με μικτές αντιδράσεις από τους δημοσιογράφους που την είδαν στη δημοσιογραφική προβολή.

Η οικογένεια είναι στο επίκεντρο και της εξαιρετικής ταινίας «Happy End» του Αυστριακού σκηνοθέτη Μίκαελ Χάνεκε, βραβευμένου δυο φορές με το Χρυσό Φοίνικα των Καννών («Η λευκή κορδέλα» και «Αγάπη») και που με αυτή την ταινία, έχει πολλές πιθανότητες να κερδίσει και ένα τρίτο Φοίνικα. Τοποθετημένη στη βόρειο Γαλλία, σε μια πόλη κοντά σε καταυλισμό μεταναστών, η ταινία έχει για κύρια πρόσωπα τα μέλη μιας μεγαλοαστικής οικογένειας. Μιας οικογένειας που ζει σ’ ένα μοντέρνο, επηρεασμένο από τη σύγχρονη τεχνολογία, κόσμο, που δείχνουν να μην γνωρίζουν πως δίπλα τους ζουν άτομα βασανισμένα, πεινασμένα, εγκαταλειμμένα στην τύχη τους, από διάφορες κυβερνήσεις και τις κοινωνίες τους.

Αρχηγός της οικογένειας μια ισχυρή γυναίκα (μια πολύ καλή Ιζαμπέλ Ιπέρ), που προσπαθεί να πείσει έναν αδιάφορο γιο να ενδιαφερθεί για την επικερδή επιχείρησή τους, της οποίας σύντομα θα αναλάβει τα ηνία. Δίπλα του, ένα σε αναπηρικό καροτσάκι ο παππούς (με τον Ζαν-Λουί Τρεντινιάν εξαιρετικό όπως και στην «Αγάπη»), που έχει εγκαταλείψει κάθε ελπίδα για ζωή και που ύστερα από μια απόπειρα αυτοκτονίας προσπαθεί να πείσει άλλους να τον βοηθήσουν να πεθάνει. Κι ένα 13χρονο, με σχεδόν αγγελικό πρόσωπο, κοριτσάκι, έτοιμο όμως για κάθε άλλο παρά αγγελικές πράξεις. Αλληγορία δοσμένη με ένα εξαιρετικά οργανωμένο ρυθμό και λεπτή ειρωνεία, γύρω από μια ξοφλημένη αστική κοινωνία (σε μια από τις καλύτερες σκηνές θα αντιδράσει με τον τρόπο που αυτή ξέρει στο ξέσπασμα του γιου στη γιορτή της εταιρίας), που φέρνει στο νου ταινίες του, όπως «Το βίντεο του Μπένι». «71 κομμάτια μιας τυχαίας χρονολογίας» και «Άγνωστος κωδικός», μόνο που εδώ, πίσω από κάθε σκηνή, υποβόσκει η κοινωνικο-πολιτική πραγματικότητα της σημερινής Ευρώπης.

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy