Λύμπια-Λουρουτζίνα: Τόσο κοντά και παράλληλα μακριά

Της Χριστιάνας Μανώλη

Η περιήγησή μας στο χωριό κατέληξε στη γραμμή που σταματά ο δικός τους δρόμος προς τα Λύμπια. Όλα απέναντι φαίνονται ξεκάθαρα. Μας χωρίζουν οι στρατοί, «ο δικός τους», «ο δικός μας», τα Ηνωμένα Έθνη και η ανύπαρκτη γραμμή

Τα Λύμπια βρίσκονται ακριβώς δίπλα από την Πράσινη Γραμμή και λίγο μετά από αυτήν μπορεί κανείς να δει σχεδόν καθαρά τα πρώτα σπίτια του χωριού Λουρουτζίνα. Το χωριό αυτό επειδή είναι σε απόσταση αναπνοής από τα Λύμπια, πάντα κυριαρχεί στην κουβέντα των κατοίκων των Λυμπιών. Είτε γιατί κάποιοι από αυτούς έζησαν πριν τον πόλεμο και ξέρουν πώς είναι η περιοχή δίπλα μας, είτε επειδή στην ουσία πλανιέται μεταξύ μας ως χωριό-φάντασμα.

Εγώ, γεννημένη στις αρχές της δεκαετίας του 90’, όπως είναι φυσικό δεν έχω καμιά ανάμνηση από το γειτονικό χωριό. Παρ’ όλα αυτά, η Λουρουτζίνα είναι έντονα στο νου μου ως αστείο ή έστω ως κωμικοτραγικό γεγονός. Ο παππούς μου βλέπετε (πάνε 10 χρόνια που μας έχει αφήσει) πριν φύγει, υπέφερε τα τελευταία χρόνια της ζωής του από τη νόσο Αλτσχάιμερ. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την έντονη απώλεια μνήμης που συχνά τον οδηγούσε στο να φωνάζει όλα τα γνωστά του άτομα ως “Λουρουτζιάτες”, δηλαδή ως κατοίκους-φίλους που μας γνωρίζει, αλλά δεν μπορεί να θυμηθεί ποιοι ακριβώς είμαστε.

Ο παππούς έφυγε χωρίς να δει τη Λουρουτζίνα, όπως και πολλοί άλλοι χωριανοί. Ακόμη και όταν τα οδοφράγματα άνοιξαν, λίγοι γνώρισαν το χωριό δίπλα μας, καθώς για να φτάσεις εκεί πρέπει στην ουσία να κάνεις το γύρο της Πράσινης Γραμμής (1 ώρα +) για να πας κάπου που αν μπορούσαμε να πάμε από τα Λύμπια θα ήταν 3-4 λεπτά. Πολλοί μάλιστα πίστευαν (όπως και εγώ) ότι το διπλανό χωριό είναι ακατοίκητο κι αν βρίσκονται κάποιοι εκεί, είναι λόγω του τουρκικού στρατού.

Λίγα χρόνια πριν, τυχαία είχα τη χαρά να γνωρίσω έναν Τ/κ νεαρό φίλο, τον Ibrahim, ο οποίος παρ’ όλο το νεαρό της ηλικίας του μιλά Ελληνικά. Όχι πολύ καλά, αλλά μιλά Κυπριακά με βαριά διάλεκτο. “Μου τα έχει μάθει ο παππούς μου…” είπε περήφανος (αχ αυτοί οι παππούδες σκέφτομαι εγώ).

Έτσι λοιπόν πάνω στη συζήτηση τον ρωτάω από πού είναι. Μου απαντά αδιάφορα. Από τη Λουρουτζίνα. Σταματάω για λίγο και τον ρωτάω ξανά: “Μένεις εκεί ή απλά κατάγεσαι από τη Λουρουτζίνα;” Μου εξηγεί ότι είναι μόνιμος κάτοικος και μένει εκεί μαζί με την οικογένειά του και ασχολούνται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που συνάντησα τον πρώτο “γείτονά” μου από τη Λουρουτζίνα.

Μετέπειτα τον είδα αρκετές φορές και πάντα με ρωτούσε πότε θα πάω στο χωριό του. Του εξηγώ ότι δεν έχω πάει ποτέ και τον γνωρίζω στους γονείς μου, οι οποίοι αποφασίζουν να επισκεφτούμε επιτέλους την τόσο κοντινή αλλά και παράλληλα μακρινή Λουρουτζίνα.

Φύγαμε από τα Λύμπια το πρωί της Κυριακής και κατευθυνθήκαμε προς το οδόφραγμα του Αγίου Δομετίου και αμέσως μετά ξανά προς τα Λύμπια. Αυτή τη φορά από την πλευρά της Λουρουτζίνας. Στο δρόμο ανακαλύπτουμε πως το χωριό στις ταμπέλες δεν αναγράφεται ως Λουρουτζίνα, αλλά ως Akıncılar. Ο δρόμος οδηγεί πλέον με βεβαιότητα σε μια σχεδόν αποκλεισμένη περιοχή.

Βλέπουμε τα πρώτα σπίτια. Παλιά με έντονα στοιχεία της δεκαετίας του 1950-60. Προσπαθώ να πάρω τηλέφωνο τον Τ/κ φίλο Ibrahim και ξαφνικά στο δρόμο ένας άλλος Τ/κ, με άπταιστα Ελληνικά μας καλωσορίζει και ξεκινά να αναθεματίζει όσους φανατικούς και από τις δύο πλευρές μάς έφεραν σε αυτή την κατάσταση. Μεγάλη η χαρά του όταν του είπαμε ότι είμαστε από τα Λύμπια. Επιμένει να μας κεράσει καφέ, αλλά του λέμε ότι μας περιμένουν.

Βρίσκουμε το Ibrahim και αμέσως μας γνωρίζει τη φιλόξενη οικογένειά του. Ο πατέρας του επίσης μιλάει Ελληνικά και μας εξηγεί ότι γνωρίζει όλους τους “χωρκανούς του από τα Λύμπια”. Έρχονται κι άλλοι εκεί. Ένας γέρος 80 ετών, ένας ξάδελφος τριαντάρης και μια θεία πενηντάρα. Όλοι μιλάνε Ελληνικά. Άλλοι πολύ καλά και άλλοι σπαστά. Αλλά θέλουν έντονα να επικοινωνήσουν μαζί μας.

Το κεντρικό χωριό λίγο καλύτερο, αλλά και πάλι με την έντονη αίσθηση ότι όλα είναι σταματημένα σε μια άλλη εποχή. Μας εξηγούν ότι πλέον μένουν 500 κάτοικοι, ενώ παλιά πριν το 1974 ήταν σχεδόν 3.000 χιλιάδες. Βλέπετε, ο Ντενκτάς είχε δώσει σε αρκετούς Λουρουτζιάτες σπίτια στη Λύση και πολλοί έφυγαν μαζικά. Όσοι έμειναν κράτησαν τη γη τους και προσπαθούν μέχρι σήμερα να ζήσουν σχεδόν στο αποκλεισμό. Δύσκολο να πας στο υπόλοιπο κατεχόμενο μέρος, αλλά και στην ελεύθερη πλευρά.

Ο πατέρας μου ο οποίος διατηρεί αρκετές μνήμες από την εποχή πριν το 1974, ψάχνει τον Τ/κ που διατηρούσε παλιά το σινεμά στη Λουρουτζίνα. Η οικογένειά μας επίσης διατηρούσε τον κινηματογράφο στα Λύμπια και πολλές φορές είχαν συνεργαστεί με τον συγκεκριμένο Τ/κ στην προβολή ταινιών. Μαθαίνουμε από τους υπόλοιπους Λουρουτζιάτες ότι ο ιδιοκτήτης του κινηματογράφου, πολύ γέρος όπως είναι φυσικό, κατοικεί και αυτός στη Λύση, άρα δύσκολο να τον βρούμε.

Η περιήγησή μας στο χωριό κατέληξε στη γραμμή που σταματά ο δικός τους δρόμος προς τα Λύμπια. Όλα απέναντι φαίνονται ξεκάθαρα. Μας χωρίζουν οι στρατοί, «ο δικός τους», «ο δικός μας», τα Ηνωμένα Έθνη και η ανύπαρκτη γραμμή.

Πλέον η Λουρουτζίνα δεν είναι το χωριό-φάντασμα, υπάρχει δίπλα μας και είναι δύσκολο να διαχειριστούμε το γεγονός ότι κάνουμε τόσο δρόμο για να πάμε ακριβώς απέναντί μας. Είναι δύσκολο να βλέπεις ανθρώπους στην απομόνωση και να μας ζητούν να κάνουμε κάτι. Είναι δύσκολο να πιστέψω ότι τη ζωή μας διακυβεύουν ανύπαρκτα τείχη, έθνη, το “εσείς” και “εμείς”…

Η θετική σκέψη από την ημέρα αυτή ήταν το γεγονός ότι ΑΝ ζούσαμε μαζί, Λύμπια-Λουρουτζίνα θα ήταν μια περιοχή, ένα χωριό. Αλλά όλα αυτά αφημένα στο ΑΝ.

 

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy