Μάνα, για τον πόλεμο το κάνεις;

Της Ανθής Ερμογένους

 

-Φάε, έλα, έλεγε η μάνα μου στη μικρή. Φάε. Θες σούπα; Θες μακαρόνια; Να βράσω; Τι; Δε θα φας; Να σου κάνω φρυγανιές; Με τυράκι. Και μαρμελάδα. -Γιαγιά, έφαγα πριν έρθω, γιαγιά τώρα μου έκανες αυγό.

-Έφερα καρπούζι, να σου κόψω;

-Τρεις άνθρωποι, επίσκεψη στο σπίτι, παράγγειλε Ανθή. Φέρε δύο πίτσες. Φέρε και δύο μακαρονάδες. Και σκορδόψωμα. Έκανα και μους σοκολάτας. Φάτε λίγα μέχρι να έρθει το φαγητό. Φάτε, φάτε.

-Ηλεκτρολόγος στο σπίτι. Πώς σε λένε; Ηλία, κυρία Μαρία. Ηλία, σου έκανα καφέ. Έβαλα και μπισκότα, φάε. Ευχαριστώ κυρία Μαρία. Σου έκανα σάντουιτς, έφαγες πριν; Δεν έφαγες. Φάε. Δεν έφαγες καλά, φάε το σάντουιτς και αν δε θες μη φας απόψε. Φύλαξε το, πάρ’το μαζί σου, τρως στο δρόμο.

Λες και θα πέσει πείνα, ρε μάνα. Λες και θα πάμε σε ένα παράλληλο σύμπαν που δε θα υπάρχει φαΐ και θα πεινάμε πολύ. Λες και θα έρθει πόλεμος.

Κι όμως, ρε μαμά; Για αυτό… Τώρα το βλέπω… Για αυτό.

Μάνα για τον πόλεμο το κάνεις; Γιατί έζησες τον πόλεμο; Γιατί έμεινες χωρίς φαΐ; Θα μας πάρουν το φαΐ νομίζεις;

Στην πόρτα τρεις κλειδαριές ασφαλείας.

Για αυτό;

Τι κουβαλάς, μαμά; Τι ζήσατε; Τι έγινε στον πόλεμο; Πώς έγινε η εισβολή; Δε μιλάς ποτέ για αυτό.

Μόνο μια πορτοκαλιά στην πίσω αυλή έτυχε κι ανέφερες κάποτε.

Δεν μπορώ να σε μελετήσω στις αφηγήσεις σου. Δεν μπορώ να σε μάθω στις αναμνήσεις σου.

Δεν το μιλάς ποτέ. Ούτε μια νύξη; Έστω με παραδρομή έστω παρεμπιπτόντως.

Δεν άκουσα ποτέ ούτε λέξη για την εισβολή και τη διαδρομή σας τους μήνες μετά. Τα σημεία αναφοράς ξεκινούν από τη ζωή στη Λεμεσό. Από κάποια στιγμή και πολύ μετά στη ζωή στη Λεμεσό.

Τι έγινε, μαμά μου, πες.

44 χρόνια πέρασαν.

Μια μαλακία συμβαίνει στη ζωή σου, ένας καβγάς μεγάλος, ένα τρακάρισμα και το διηγείσαι συχνά πυκνά για χρόνια. Και γι’ αυτό δε μας ανέφερες τίποτα;

Νιώθεις τίποτα τέτοια μέρα; Ή τον Αύγουστο; Όπως όταν μια μέρα σηματοδοτεί κάτι; Γενέθλια, επέτειο γάμου, θάνατο, ένα μνημόσυνο, τα Χριστούγεννα; Μέρες που νιώθεις πάντα κάτι συγκεκριμένο. Πόνο, μελαγχολία, αγάπη, φόβο, χαρά, νοσταλγία.

Πρέπει να σε «δω», μαμά. Φέρε μου την ψυχή σου και το τόσο κενό.

Μαμά, σας θυμάσαι να μαζεύεις πράγματα;

***

Τα παιδιά φοβούνται τις βροντές.

Ρε μάνα, εσύ άκουγες πολεμικά αεροπλάνα. Βόμβες.

Φοβήθηκες; Τι είπες της γιαγιάς, του παππού; Φοβόσουν;

Ήσουν η μεγάλη. Δικαιούσουν να φοβόσουν;

Έπεφταν αλεξίπτωτα, τρέχαν στρατιώτες, δύτες βγαίναν απ’ τη θάλασσα. Πυροβολισμοί.

Τα παιδιά φοβούνται τις βροντές.

Μαμά πες κάτι για εκείνη τη μέρα. Για τους ήχους.

Γιατί ούτε εσύ, ούτε άλλο θύμα της εισβολής διηγείστε κάτι από εκείνη τη μέρα; Από όσες ακολούθησαν; Από τη διαδρομή; Γιατί κανένας πρόσφυγας δεν μιλά για τη μέρα της φυγής;

Κρύφτηκες κάπου;

Τι σας έλεγε η γιαγιά; Ήσουν η μεγάλη. Σου είπε φτιάξε βαλίτσα; Φύγαμε όπως είμαστε; Ήρθε κάποιος σας είπε αδειάστε το σπίτι;

Μπήκατε σε κάποιο αμάξι; Ο παππούς; Έμαθα πως τον χάσατε κάποιες μέρες. Κάπου το άκουσα.

Χρόνια έλεγα να τον ρωτήσω τον παππού μπας και πει κάτι. Αφού ούτε αυτός διηγήθηκε τίποτα ποτέ. Ποτέ τέτοια κουβέντα στις οικογενειακές συζητήσεις. Μας πέθανε πριν δυο μήνες. Ήρθε η μέρα που πέθανε κι εγώ ακόμα δεν το ‘κανα να ρωτήσω.

Να τον μάθω. Να σας μάθω.

Ούτε μεταξύ σας το συζητούσατε. Μια φορά είπε κάτι η θεία η Στάλα. «Φτάσαμε στη Λεμεσό μετά την εισβολή. Δεν μας νοίκιαζε και δεν μας φιλοξενούσε κανείς για καιρό. Οικογένεια με έξι παιδιά, δεν μας δεχόταν κανείς. Κάποια στιγμή μείναμε σε ένα σπίτι με πλιθαρένιους τοίχους. Ένα πιάτο είχαμε και τρώγαμε. Έξι παιδιά, σε ένα πιάτο. Με τη σειρά».

Μαμά, δεν ήταν όνειρο, έγινε. Δεν έγινε σε κάποιον άλλον. Κάτι ζήσατε μεγάλο, καθοριστικό. Που σας όρισε. Που σας τρόμαξε.

Πες μου κάτι από εκείνη τη μέρα. Μην το ξορκίσεις αν δεν θες.

 

Απόσπασμα

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy