Παράνομη η απόφαση για φυλάκισή του, υποστηρίζει ο Ρ. Ερωτοκρίτου

Τον ισχυρισμό ότι το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας δεν είχε δικαιοδοσία να τον δικάσει λόγω ασυλίας, προβάλλει ο Ρίκκος Ερωτοκρίτου στη συμπληρωματική ένορκη δήλωση που καταχώρησε χθες στο Ανώτατο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της αίτησής του για έκδοση προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus για άμεση αποφυλάκισή του.

Στη δήλωσή του, που καταχώρησε μέσω του δικηγόρου του Παύλου Αγγελίδη, ο καταδικασθείς τέως Βοηθός Γενικού Εισαγγελέως χαρακτηρίζει την απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να του επιβάλει ποινή φυλάκισης 3.5 χρόνια “παράνομη και οφθαλμοφανώς λανθασμένη”.

Υποστηρίζει ότι η διαδικασία της ποινικής διώξεως που ασκήθηκε εναντίον του ξεκίνησε όταν ο ίδιος υπηρετούσε στη θέση του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέως και πριν από την παύση του από τη συγκεκριμένη θέση στις 2/10/2015 από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, μετά από σχετική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου.

«Κατά τον ουσιώδη χρόνο εγώ απολάμβανα πλήρους ασυλίας προς το σκοπό έναρξης ποινικής διώξεως εναντίον μου για ενέργειες που έκαμα ως θέμα γνώμης κατά την εκτέλεση των καθηκόντων μου ως Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας», ισχυρίζεται στη δήλωσή του.
Εκφράζει ακόμη έκπληξη για το λόγο ένστασης που καταχώρησε ο Γενικός Εισαγγελέας στην αίτησή του «ότι ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας, άρα και ο Γενικός Εισαγγελέας, δεν θεωρούνται δικαστικοί λειτουργοί αλλά απλοί νομικοί λειτουργοί».

«Με βάση την πολύχρονη εμπειρία μου ως δικηγόρος και κατόπιν συμβουλής των δικηγόρων μου, είναι αδιανόητο να επικαλείται η πλευρά του Γενικού Εισαγγελέα ισχυρισμό ότι οι θεσμοί του Γενικού και του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα δεν καλύπτονται από τον όρο «δικαστικός λειτουργός», και να ισχυρίζονται ότι ο όρος αυτός καλύπτει μόνο τους Δικαστές και ενδεχομένως τους δικαστικούς επιδότες, δηλαδή υπαλλήλους του Δικαστηρίου και όχι τους ανεξάρτητους θεσμούς που μετέχουν στην απονομή της Δικαιοσύνης», προσθέτει.

«Είναι κατά το ελάχιστο νεοφανής ο ισχυρισμός αυτός», συνεχίζει, «καθότι υπάρχει ως έχω μελετήσει εγώ και οι δικηγόροι μου, σχετική Νομολογία που καθορίζει ότι ο θεσμός του Γενικού Εισαγγελέα (και συνεπώς και ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας ο οποίος υπηρετεί υπό τους ίδιους όρους) εμπίπτει στον όρο «δικαστικός λειτουργός» και κατά την άσκηση των καθηκόντων του είναι απαλλαγμένος από ποινική ευθύνη για πράξεις και/ή παραλείψεις του που πραγματοποιούνται και/ή παρατηρούνται κατά την άσκηση των καθηκόντων του».

Το ποινικά ανεύθυνο, ισχυρίζεται ο Ρίκκος Ερωτοκρίτου, «επεκτείνεται και σε περιπτώσεις που τέτοιες ενέργειες έγιναν καθ’ υπέρβαση των εξουσιών του καθώς επίσης και εκεί που είχε νομική υποχρέωση για διενέργεια πράξης που παραλείφθηκε».
Συνεπώς, ισχυρίζεται περαιτέρω, «λανθασμένα, παράτυπα, αντινομικά αλλά και κατά παράβαση του Συντάγματος, όχι μόνο επετράπη η καταχώρηση του Κατηγορητηρίου εναντίον μου ενόσω ήμουν Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας αλλά επετράπη και η έναρξη της δίκης στην ουσία της υποθέσεως ενόσω ήμουν Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας».

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, προσθέτει, «ουδέποτε έπρεπε να επιτρέψει την καταχώρηση Κατηγορητηρίου εναντίον μου προσωπικά και εκδίκαση της υποθέσεως καθότι απολάμβανα ασυλίας», εκφράζοντας παράλληλα τη θέση ότι «δεν προχώρησε ως όφειλε να ερευνήσει αυτόβουλα και να τοποθετηθεί με βάση την υπάρχουσα Νομολογία, για την δυνατότητα ή όχι εκδίκασης του Κατηγορητηρίου και τα δικαιώματα μου που προκύπτουν από το άρθρο 112.4 του Συντάγματος».

Σε σχέση με τη θέση του Γενικού Εισαγγελέα ότι δεν έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου τον ανωτέρω ισχυρισμό, ο καταδικασθείς υποστηρίζει ότι «αυτό είναι αναληθές και σκοπεί στο να παραπλανήσει το Δικαστήριο», παραπέμποντας στη γραπτή αγόρευσή του στο στάδιο του εκ πρώτης όψεως και στην ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 3/3/2016 για το εκ πρώτης όψεως, όπου, όπως ισχυρίζεται, «γίνεται μνεία στο ότι, λανθασμένα κατά την άποψή μου, κρίθηκα ότι ενέπιπτα στην έννοια του δημόσιου λειτουργού».

Αναφέρει ακόμη ότι «είναι καταχρηστικό από τον ίδιο τον Γενικό Εισαγγελέα, ως εκ του θεσμού του ως προστάτης της Συνταγματικής Τάξεως, να επικαλείται ως λόγο ενστάσεως κατάχρηση διαδικασίας εκ μέρους ενός φυλακισμένου που διεκδικεί την ελευθερία του».

Διερωτάται ακόμη πώς τη στιγμή που ο Γενικός Εισαγγελέας θεωρεί ότι ο θεσμός του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα δεν εμπίπτει στο όρο του Δικαστικού Λειτουργού «ο ίδιος επικαλείται ότι ο ίδιος εμπίπτει στον εν λόγω όρο και ζήτησε επέκταση του σε αστική αγωγή που είχε εγερθεί εναντίον του με απώτερο σκοπό να διακοπεί η εναντίον του διαδικασία, την στιγμή που Γενικός και Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας υπηρετούν υπό τους ίδιους όρους».

«Είναι λοιπόν τουλάχιστο αντιφατικό και καταχρηστικό να ισχυρίζεται ο Γενικός Εισαγγελέας ότι ενώ τελούσα Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας ότι δεν ενέπιπτα στον όρο του Δικαστικού Λειτουργού ενώ ο ίδιος εμπίπτει», ισχυρίζεται.

Η μόνη διαδικασία, όπως υποστηρίζει, που μπορεί να αποδώσει άμεσα θεραπεία είναι αυτή του Habeas Corpus «καθότι οποιαδήποτε άλλη διαδικασία όχι μόνο είναι χρονοβόρα, όπως θα ήταν και η περίπτωση της Ποινικής Εφέσεως μου εάν ήτο κατάλληλη, όπου δεν γνωρίζω καν πότε θα έχω ημερομηνία εκδίκασης».

«Δεν είναι δυνατό να παραμείνω για μήνες έγκλειστος στις Κεντρικές Φυλακές και μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα να απολυθώ λόγω του γεγονότος ότι είχα ασυλία. Επομένως η κατάλληλη περίπτωση υπό τας περιστάσεις είναι η καταχώρηση αιτήσεως για έκδοση Προνομιακού Εντάλματος τύπου Habeas Corpus η οποία εάν επιτύχει θα καταλήξει στην άμεση αποφυλάκισή μου», καταλήγει.

Σημειώνεται ότι οι δύο πλευρές θα προβούν αύριο Πέμπτη στις τελικές τους αγορεύσεις και το Δικαστήριο αναμένεται ότι θα επιφυλάξει την έκδοση της απόφασης σε σύντομο χρονικό διάστημα λόγω της φύσης της εν λόγω αίτησης.

Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας καταχώρησε, μέσω του δικηγόρου Ηλία Στεφάνου, στις 24/04/2017 γραπτή ένταση στην αίτηση παραθέτοντας μια σειρά από λόγους, μεταξύ των οποίων, ότι «καμία αναφορά ή ισχυρισμός δεν έγινε στην πρωτόδικη διαδικασία που να αφορά ασυλία ή το ποινικά ανεύθυνο του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, τα οποία ο αιτητής επικαλείται στην παρούσα διαδικασία».

Ο εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα δεν έφερε ένσταση στο αίτημα για καταχώρηση συμπληρωματικής δήλωσης του Ρίκκου Ερωτοκρίτου λέγοντας ότι δεν επιθυμεί να εμποδίσει τον καταδικασθέντα από το να παρουσιάσει όσο το δυνατόν καλύτερα την υπόθεση του.

Υπενθυμίζεται ότι ο Ρίκκος Ερωτοκρίτου έχει καταχωρήσει και έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο στις 7 Μαρτίου, κατά της καταδικαστικής απόφασης και της ποινής που του επέβαλε το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας την 1 Μαρτίου χωρίς μέχρι στιγμής να έχει οριστεί ημερομηνία για εκδίκασής της.

Το Δικαστήριο επέβαλε στον Ρίκκο Ερωτοκρίτου ποινής φυλάκισης 3,5 ετών, στην κατηγορία του δεκασμού δημοσίου λειτουργού και ποινή φυλάκισης 1,5 έτους στην κατηγορία της κατάχρησης εξουσίας. Οι ποινές συντρέχουν.

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy