Στον απόηχο των Panama Papers το Ευρωκοινοβούλιο

Η έλλειψη συνεργασίας και συντονισμού μεταξύ των θεσμικών οργάνων και των υπηρεσιών της ΕΕ, των κρατών μελών και των αρμόδιων αρχών όσον αφορά διαφορετικές νομοθετικές πράξεις σχετικά με τη φοροδιαφυγή, τη φοροαποφυγή και τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες αποτελεί συστημικό πρόβλημα, αναφέρεται στην έκθεση των Ευρωβουλευτών/εισηγητών Petr Ježek και Jeppe Kofod.
 
Η έκθεση σχετικά με την έρευνα για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, τη φοροαποφυγή και τη φοροδιαφυγή θα συζητηθεί σήμερα Τρίτη ενώπιον της ολομέλειας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Η καλύτερη ρύθμιση των χρηματοπιστωτικών διαμεσολαβητών, η προστασία αυτών που αποκαλύπτουν τα σκάνδαλα και η υιοθέτηση ενός σαφούς ορισμού για τους φορολογικούς παραδείσους περιλαμβάνονται στις προτάσεις του πορίσματος της εξεταστικής επιτροπής του ΕΚ.

Το πόρισμα της εξεταστικής επιτροπής του ΕΚ «για τη διερεύνηση καταγγελλόμενων παραβιάσεων και περιπτώσεων κακοδιοίκησης κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας της ΕΕ σε σχέση με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, τη φοροαποφυγή και τη φοροδιαφυγή» θα τεθεί σε ψηφοφορία την Τετάρτη στην ολομέλεια.  Σημειώνεται ότι η διάρκεια της θητείας της επιτροπής ήταν δεκαοκτώ μήνες.

Οι Ευρωβουλευτές θα συζητήσουν τα συμπεράσματα της επιτροπής, η οποία δημιουργήθηκε μετά τις αποκαλύψεις του σκανδάλου των Panama Papers, προτού ψηφίσουν επί των συστάσεων της.

Μετά την ψηφοφορία, η τελική έκθεση και οι συστάσεις θα διαβιβαστούν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Συμβούλιο.

Η έκθεση, για την οποία θα υπάρξουν πολλές τροπολογίες, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το βασικό πρόβλημα που χαρακτηρίζει τα έγγραφα του Παναμά είναι η μεταφορά χρημάτων μεταξύ διαφόρων δικαιοδοσιών με σκοπό είτε την ελαχιστοποίηση είτε τη μη καταβολή φόρων, είτε την νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, τόσο υπεράκτιων όσο και εγχώριων. Ακόμη αναφέρεται ότι απαιτούνται επειγόντως ισχυρότερη πολιτική βούληση, βελτίωση της νομοθεσίας και αυστηρότερη επιβολή και παρακολούθηση των υφιστάμενων κανόνων για την αντιμετώπιση των πρακτικών αυτών.

Επίσης διαπιστώνει ότι ορισμένες πολυεθνικές εταιρείες και ιδιώτες με μεγάλη περιουσία έχουν καταφέρει, με τη χρήση εταιρειών καταπιστευματικής διαχείρισης, εταιρειών-βιτρινών και περίπλοκων διεθνών χρηματοπιστωτικών δομών, να αποκρύψουν επιτυχώς τα περιουσιακά τους στοιχεία, για παράδειγμα, από τις φορολογικές αρχές και άλλες υπηρεσίες με νόμιμες οικονομικές απαιτήσεις έναντι αυτών, θέτοντας με τον τρόπο αυτό τον εαυτό τους στο απυρόβλητο χάρη στο νομοθετικό κενό στο οποίο τοποθετούν τον πλούτο τους.

Επίσης, αναφέρει ότι η έλλειψη συνεργασίας και συντονισμού μεταξύ των θεσμικών οργάνων και των υπηρεσιών της ΕΕ, των κρατών μελών και των αρμόδιων αρχών όσον αφορά διαφορετικές νομοθετικές πράξεις σχετικά με τη φοροδιαφυγή, τη φοροαποφυγή και τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες αποτελεί συστημικό πρόβλημα·
Σημειώνει ακόμη ότι η ισχύουσα νομοθεσία της ΕΕ δεν ήταν επαρκής πριν από τις αποκαλύψεις των εγγράφων του Παναμά, και η επιβολή της δεν ήταν πάντοτε αποτελεσματική.

Υπογραμμίζει ότι η εφευρετικότητα όσων επιδίδονται σε φοροαποφυγή είναι γρηγορότερη από τη θέσπιση νομοθεσίας, και ότι οι διαμεσολαβητές και οι φορείς διευκόλυνσης τείνουν να παραμένουν στη σωστή πλευρά του νόμου, εφαρμόζοντας μεθόδους δημιουργικής συμμόρφωσης. Υπογραμμίζει, σε αυτό το πλαίσιο, ότι η χρήση κανονιστικών αναντιστοιχιών μεταξύ χωρών διευκολύνει σε μεγάλο βαθμό τις εν λόγω πρακτικές.

Στην έκθεση επισημαίνεται ότι οι φόροι θα πρέπει να καταβάλλονται εκεί όπου παράγονται τα κέρδη, και εκφράζεται λύπη διότι η ανεπαρκής νομοθεσία της ΕΕ ή η αναποτελεσματική εφαρμογή της κατέστησε δυνατές τις ενέργειες και τις χρηματοοικονομικές δομές που αποκαλύφθηκαν στα έγγραφα του Παναμά, που παρακάμπτουν με επιτυχία την εν λόγω βασική αρχή.

Ακόμη, εκφράζει λύπη για το γεγονός ότι τα θέματα φορολογικής πολιτικής σε επίπεδο Συμβουλίου συχνά μπλοκάρονται από μεμονωμένα κράτη μέλη που επιδιώκουν να προστατεύσουν τους φορολογικούς παραδείσους και ζητεί, επομένως, την κατάργηση της αρχής της ομοφωνίας των κρατών μελών σε φορολογικά θέματα, προκειμένου να επιτευχθεί πρόοδος στον αγώνα για φορολογική δικαιοσύνη και να μειωθεί ο φόρτος των πολιτών της ΕΕ.

Επίσης, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, βάσει των πορισμάτων της επιτροπής PANA, εντοπίζονται αρκετές περιπτώσεις κακοδιοίκησης όσον αφορά την ενωσιακή νομοθεσία, ιδίως σε σχέση με:
1.        την αδυναμία των αρχών των κρατών μελών να κοινοποιούν αυθόρμητα φορολογικές πληροφορίες σε άλλο κράτος μέλος σε περίπτωση που έχουν λόγους να υποθέτουν ότι στο άλλο κράτος μέλος υφίσταται ενδεχομένως απώλεια φορολογικών εσόδων (άρθρο 9 παράγραφος 1 της ΕΑΒ) και την αδυναμία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να διασφαλίσει την αποτελεσματική εφαρμογή της ΕΑΒ·
2.        την αδυναμία των αρχών των κρατών μελών να αναλάβουν δράση βάσει αποδεικτικών στοιχείων για σοβαρές και επανειλημμένες αδυναμίες ταυτοποίησης των πραγματικών δικαιούχων στο πλαίσιο της δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη ή να απαιτήσουν να πραγματοποιείται η επαλήθευση της ταυτότητας του πελάτη και του πραγματικού δικαιούχου πριν από τη σύναψη επιχειρηματικής σχέσης ή την πραγματοποίηση της συναλλαγής (άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο β) και άρθρο 9 παράγραφος 1 της οδηγίας AMLD III) και την αδυναμία της Επιτροπής να διασφαλίσει την αποτελεσματική εφαρμογή της οδηγίας AMLD III·
3.        την αδυναμία των αρχών των κρατών μελών να διασφαλίσουν ότι οι υπόχρεες, στο πλαίσιο της καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, οντότητες μπορούν να θεωρούνται υπεύθυνες για τις παραβάσεις των εθνικών διατάξεων, συμπεριλαμβανομένης της αναφοράς πληροφοριών σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο στις αρμόδιες αρχές (άρθρο 39 παράγραφος 1 της οδηγίας AMLD III) και την αδυναμία της Επιτροπής να διασφαλίσει την αποτελεσματική εφαρμογή της οδηγίας AMLD III·
4.        την αδυναμία της Επιτροπής να παράσχει κατάλογο των τρίτων χωρών που χαρακτηρίζονται από στρατηγικές ανεπάρκειες όσον αφορά τα οικεία καθεστώτα για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες·
5.        την αδυναμία των αρχών των κρατών μελών να επιβάλλουν διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα σε ιδρύματα που έχουν κηρυχθεί υπεύθυνα για σοβαρές παραβάσεις των εθνικών διατάξεων που θεσπίστηκαν δυνάμει της οδηγίας AMLD III, όπως απαιτείται από το άρθρο 67 παράγραφος 1 στοιχείο ιε) και το άρθρο 67 παράγραφος 2 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ (CRD IV) και την αδυναμία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να διασφαλίσει την αποτελεσματική εφαρμογή της οδηγίας CRD IV·
6. την αδυναμία των κρατών μελών να συνεργαστούν καλόπιστα στο πλαίσιο της Ομάδας «Κώδικας δεοντολογίας» σχετικά με τη φορολογία των επιχειρήσεων και την αδυναμία τήρησης της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας, όπως απαιτείται από το άρθρο IV της ΣΛΕΕ· την αδυναμία της Επιτροπής να ενεργεί ως θεματοφύλακας των Συνθηκών·

Εκφράζει τη βαθιά απογοήτευση για το γεγονός ότι ένας μεγάλος αριθμός συμφεροντούχων αρνήθηκαν να συναντηθούν με αντιπροσωπείες της επιτροπής PANA, ή αρνήθηκαν να εμφανιστούν ενώπιον της επιτροπής, ή δεν έδωσαν ικανοποιητικές απαντήσεις σε ερωτήματα που τους τέθηκαν.

Καταδικάζει τη δολοφονία της Μαλτέζας δημοσιογράφου της Daphne Caruana Galizia, μίας από τους δημοσιογράφους που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή στη μάχη κατά της διαφθοράς και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, η οποία είχε γράψει πολυάριθμα άρθρα σχετικά με τα έγγραφα του Παναμά και, στις 16 Οκτωβρίου 2017, δολοφονήθηκε με την τοποθέτηση βόμβας στο αυτοκίνητό της και επαναλαμβάνει ότι τέτοια περιστατικά είναι απολύτως απαράδεκτα σε κράτη μέλη της ΕΕ.

Η έκθεση καταλήγει  στο συμπέρασμα ότι παραμένουν αναπάντητα ορισμένα ερωτήματα όσον αφορά τον στόχο της πλήρους εξακρίβωσης της έκτασης αυτού του ζητήματος και τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται σε αυτά τα καθεστώτα και προτείνει να συνεχιστούν οι ερευνητικές εργασίες στο πλαίσιο μόνιμης επιτροπής ή ομάδας εργασίας υψηλού επιπέδου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου·

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy