Η κοινή ιστορική αφήγηση ως συστατικό της λύσης

Του Δημήτρη Στρατή

Κάθε Αύγουστο μετράμε την τραγωδία από την αρχή. Κατ’ ακρίβειαν μετράμε το δεύτερό της μέρος, όταν τα τουρκικά στρατεύματα έφτασαν μέχρι και την Αμμόχωστο. Μια πόλη που στέκει ακόμα για να θυμίζει μέχρι σήμερα την πραγματική εικόνα ενός μοιρασμένου νησιού. Αποτελεί, συμβολικά τουλάχιστον, την απόλυτη εικόνα του τραύματος του πολέμου του 1974. Μια εικόνα σιωπηρή, γεμάτη μνήμες από το παρελθόν. Μια ζοφερή εικόνα. Μια εικόνα που περιμένει. Διψά για ζωή ελεύθερη.

Άνθρωποι περιμένουν μέχρι και σήμερα την επιστροφή τους, θέλοντας να ανοίξουν αυτό το κουτί με τις αναμνήσεις. Μικρά παιδιά που έχουν τώρα τα δικά τους παιδιά περιμένουν. Αδέλφια και οικογένειες ολόκληρες περιμένουν.

Εικοσάρηδες που έχουν τώρα τα δικά τους εγγόνια περιμένουν.

Το μικρό εγγονάκι λοιπόν ρωτάει τον παππού του μια ερώτηση παιδική αλλά ταυτόχρονα ίσως την πιο ουσιαστική. “Γιατί δεν πας πίσω παππού;”.

43 χρόνια μετά δεν καταφέραμε να φτάσουμε σε μια συνολική λύση, όχι για έναν λόγο, αλλά για πολλούς. Κάποιοι απ’ αυτούς τους λόγους οφείλονται σε πολιτικές συγκυρίες ή μεθοδεύσεις στο τραπέζι των συνομιλιών. Κάποιοι στα συμφέροντα του διεθνούς παράγοντα. Κάποιοι άλλοι όμως το ίδιο σημαντικοί είναι έξω από τις συνομιλίες.

Είναι οι εθνικές γραμμές που χώρισαν την Κύπρο από τη δεκαετία του ’60 και οι οποίες δεν άφησαν την πλειοψηφία των Ε/κ από τη μια, καθώς και την πλειοψηφία των Τ/κ από την άλλη, να αποδεχθούν την άλλη μισή αλήθεια. Οι μισές αλήθειες βάζουν τα ηθικά και νοητά συρματοπλέγματα στην ειρηνική συμβίωση.

Μας έμαθαν παιδιά για τους “βαρβάρους” που βρίσκονται στο άλλο μισό της πατρίδας μας. Μας έμαθαν να μην ξεχνάμε, εξιδανικευμένες εικόνες. Δεν μας είπαν όμως ποτέ για τα εγκλήματα του εθνικισμού των δικών μας ”βαρβάρων”. Δεν μας είπαν για το μέγεθος του μίσους κάποιων Ελληνοκυπρίων.

Ακόμα μια άγνωστη ιστορία ήλθε πριν από μερικές μέρες στο φως μέσα από δημοσίευμα της “Χ”.

Ένας άνθρωπος κρατούσε μέσα του θύμησες που τον στοίχειωναν. Τις εξιστόρησε λίγο πριν πεθάνει καθώς φοβόταν όπως φαίνεται για τη ζωή του. Κουβαλούσε τον δικό του ασήκωτο σταυρό.

Την περίοδο των ”ματωμένων Χριστουγέννων του ’63”, επειδή είχε τρακτέρ, τον ανάγκασαν να ανοίξει ένα λάκκο κάπου στην περιοχή της Μιας Μηλιάς για να θάψουν οι δολοφόνοι νεκρούς Τουρκοκύπριους.

Ένας απ’ αυτούς, μόλις 17 χρόνων, ήταν ζωντανός και ούρλιαζε λίγο πριν τον ρίξουν στο λάκκο όπου άφησε την τελευταία του πνοή. Οι Τ/κ που σκοτώθηκαν εκείνες τις μέρες του ’63 ξεπερνούν τους 300.

Είναι γι’ αυτό που η ”δική τους αλήθεια” ξεκινά από το ’63. Πόση ανάγκη έχει ετούτος ο τόπος, λοιπόν, για μια κοινή αφήγηση, για μια κοινή αλήθεια για το παρελθόν;

Μια αφήγηση που θα αναγνωρίζει λάθη και εγκλήματα για να μην ξαναγίνουν. Που δεν θα επιχειρεί να βάλει τον πόνο των Ε/κ με τους Τ/κ σε μια ζυγαριά. Μια ιστορική αφήγηση πάνω στην οποία θα μπορέσουν να κτιστούν τα όνειρα και ένα κοινό, ελπιδοφόρο μέλλον.

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy