Ο βασιλιάς είναι όντως γυμνός

Ενα ηθικό, νομικό και πολιτικό «σκάνδαλο» με προεκτάσεις

Η πραγματικότητα είναι πια εκεί. Οπως άλλωστε και τα τεκμήρια ότι η δίκη της Δρομολαξιάς στήθηκε. Αυτά, όμως, τα τεκμήρια που βρίσκονται πια σε δημόσια θέα, το κυπριακό σύστημα απονομής δικαιοσύνης, τα αποκλείει. Γιατί έχει καλύτερα τεκμήρια; Αντίθετα -στη δίκη της Δρομολαξιάς στην οποία οι αποκαλυπτικές ηχογραφήσεις λογοκρίθηκαν, ο δικαστής μας ανακοίνωσε ότι για τον ίδιο ο Λίλλης, που ακούγεται στις ηχογραφήσεις να κάνει συμφωνία ανταλλαγής να «δώσει» άλλους και να την γλιτώσει, θεωρήθηκε «αξιόπιστος» γιατί ήταν «γλαφυρός». Οταν λογοκρίνεις τα τεκμήρια όμως και καμώνεσαι ότι ζεις στον κόσμο της Αλίκης στη χώρα των θαυμάτων και όπου ό,τι πεις γίνεται, απλώς ενισχύεις το χάσμα ανάμεσα στο τι λες και τι νομίζει το κοινό.

 

Οι προεκτάσεις της απαλλαγής του «ιθύνοντος νου» και «βασικού αποδέκτη κερδών»

Καμία ηθική, η οποία χρησιμοποιεί μια έννοια ισονομίας, δεν θα αποδεχόταν τέτοια προνομιακή μεταχείριση ως δίκαια –ο κ. Σάντης συμπεριφέρθηκε, για δικούς του λόγους, ως προστάτης του κ. Λίλλη. Σε διάφορα σημεία προσπάθησε να τον δικαιολογήσει εμφανώς: καμώθηκε λ.χ. ότι δεν καταλάβαινε γιατί έπρεπε ο κ. Λίλλης, ο οποίος ανέλαβε την προεδρία της Αλκής με υπόσχεση να την βοηθήσει να ανακάμψει οικονομικά, να πληρώσει τα χρέη της. Αν ο κ. Λίλλης έχει απόδειξη ότι κάποιος τον πίεσε για να γίνει πρόεδρος της Αλκής τότε να το συζητήσουμε. Αλλά συνήθως όσοι αναλαμβάνουν πρόεδροι σωματείων έχουν και κάποια συμφέροντα. Και από ό,τι φαίνεται από τις ηχογραφημένες συνομιλίες ο κ. Λίλλης είχε πρόσβαση στην εξουσία της ΚΟΠ που είναι επίσης υπό διερεύνηση –αν προχωρήσει εκείνη η έρευνα. «…Λίγο αργότερα είπε πως ο Κούμας [προφανώς εννοεί τον Γ. Κούμα, αναπληρωτή πρόεδρο της ΚΟΠ και έμπορο τηλεοπτικών δικαιωμάτων] διακαώς δεν θέλει να μπει στη φυλακή ο Ορέστης [Βασιλείου της ΣΕΚ]. Οταν τον ρωτούν γιατί, ισχυρίζεται πως ο Κούμας είναι συνέταιρος με τον Ορέστη σε κάποιες δουλειές, αλλά ερωτηθείς σχετικά από τον Γ. Γεωργίου, απαντά πως δεν ξέρει αν τα χρήματα που διακινήθηκαν στην υπόθεση Aero κατέληξαν στον κ. Κούμα.» Προφανώς, λοιπόν, ο κ. Λίλλης είχε υψηλές γνωριμίες και ήταν με το αζημίωτο πρόεδρος της Αλκής. Και οι πρόεδροι πληρώνουν τα χρέη ομάδων, όπως γίνεται και σε άλλα σωματεία. Ενας δικαστής οφείλει να εφαρμόζει το νόμο για όλους –και όχι επιλεκτικά ή αναλόγως των συμπαθειών οι οποίες είναι και μορφές συναισθηματικών συμφερόντων. Δυστυχώς, ο κ. Σάντης φαίνεται να ανήκει σε εκείνη την πτέρυγα του δικαστικού συστήματος, το οποίο αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως ένα μέλος της ελίτ, η οποία έχει ειδικά δικαιώματα και άρα μπορεί να αποφασίζει με το «έτσι είναι γιατί έτσι νομίζουμε». Η νεοτερική λογική όμως, στην οποία αναπόφευκτα βασίζεται και ο περί μαρτυρίας νόμος και γενικά το δίκαιο που απαιτεί «δίκαιη δίκη», απαιτεί όπως το τεκμήριο είναι διαθέσιμο για να το δουν όλοι –για να ελεγχθεί η βασική αρχή της ισονομίας στην εφαρμογή του νόμου. Και πώς κάνουν τη δουλειά τους οι δικαστές. Παραδείγματα μπορεί να σκεφτεί πολλά κάποιος και ο κ. Σάντης φαίνεται να έχει μια τάση, όπως θα δούμε πιο κάτω, να θεωρεί ότι ανήκει σε μια ελίτ στην οποία δεν πρέπει να γίνεται κριτική έστω και όταν οι αποφάσεις της φαίνονται στην κοινωνία, ή σε μέλη της, σαν παράλογες.

 

 

Μια αναφορά που δεν απαντήθηκε από τον δικαστή

«Από τις συζητήσεις συνάγεται ότι οι δικηγόροι δεν ανησυχούν για το ενδεχόμενο η δίκη [Λίλλη και αστυνομικών] στο επαρχιακό δικαστήριο να εκδικαστεί πριν τελειώσει η δίκη Κιττή και άλλων στο κακουργιοδικείο. Δηλώνουν βέβαια ότι με τον κ. Σάντη πρόεδρο στο κακουργιοδικείο, η εκδίκαση θα γίνει πολύ γρήγορα…» Υπάρχει ένα σημείο στο οποίο ο κ. Σάντης, ως δικαστής, δεν ήταν ειλικρινής. Στην αναφορά στο όνομά του στις ηχογραφήσεις. Γιατί ο δικηγόρος που μετέφερε την προσφορά του Ρίκκου Ερωτοκρίτου προς τον κ. Λίλλη ανέφερε [εμφανώς και γλαφυρά –κατά τη φρασεολογία του κ. Σάντη] ότι δικαστής θα είναι ο Σάντης; Εδώ σαφώς φαίνεται να παραβιάζεται η αρχή που απαιτεί αμερόληπτο και δίκαιο δικαστήριο και δίκαια δίκη. Αυτό που γινόταν ήταν παράνομο και για αυτό η ηχογράφηση λογοκρίνεται. Η δικαιολόγηση της λογοκρισίας είναι βέβαια νομικίστικη –λέει ότι δεν έπρεπε να ηχογραφεί χωρίς την άδεια του ατόμου– έστω και αν καταγράφει παρανομία. Ομως το ερώτημα γιατί να αναφερθεί το όνομα του κ. Σάντη παραμένει. Αρα ήταν η αναφορά στο όνομά του κίνητρο για να αλλάξει κατάθεση ο Λίλλης; Διότι άλλαξε σαφώς κατάθεση ο Λίλλης. Αυτή η δίκη αργά ή γρήγορα θα πρέπει να διερευνηθεί η ίδια. Ακριβώς γιατί σημαντικότατα τεκμήρια, όπως οι ηχογραφήσεις λογοκρίθηκαν, αλλά και γιατί οι αξιολογήσεις του κ. Σάντη για την αξιοπιστία φαίνονται να μην ακολουθούν την αρχή της ισονομίας.

 

 

Πώς ένας δικαστής φτιάχνει μια ταυτολογία με σημείο αναφοράς τον εαυτό του

Στην καταληκτική ομιλία της η Γενική Εισαγγελία υπερασπίστηκε τον κ. Λίλλη και κάλεσε τον δικαστή να αποδεχθεί ότι η κατάθεσή του ήταν αξιόπιστη και οικειοθελής. Ο κ. Σάντης το αποδέχθηκε με έναν επαναλαμβανόμενο τρόπο που σε άλλα πλαίσια, όπως λ.χ. της ψυχανάλυσης, θα παρέπεμπε σε προσπάθεια να πειστεί και ο ίδιος με την επανάληψη. Αλλά για όποιον δει ισομερώς τι έγινε, τι τεκμήρια κατατέθηκαν, τι έγινε πιστευτό για τον Λίλλη και για τους υπόλοιπους, τότε δεν αντιμετωπίστηκαν ισομερώς οι κατηγορούμενοι και ο κ. Λίλλης. Ο κ. Φαντούσης λ.χ. φέρεται να είπε ότι οι Β. Ζαννέττος και Α. Ιωακείμ «εκβίασαν» τον Λίλλη –αλλά «παραδόξως ο δικαστής φαίνεται να πίστεψε τον κ. Φαντούση στην υπόθεση Ζαννέττου, αλλά όχι τον Ιωακείμ.

Η συγκριτική αναφορά με το πώς αντιμετωπίστηκε η μαρτυρία του κ. Μιχαλάκη ήταν επίσης αποκαλυπτική. Η κατάθεση του κ. Μιχαλάκη έδειξε ότι οι εκτιμήσεις του κ. Τσουρή είχαν βάση –και επιστημονικά και επαγγελματικά– έστω και με βάση κάποιον άλλο ειδικό. Μάλιστα σε εκείνη την κατάθεση, όπως μεταδόθηκε από τον Τύπο, η πλειοψηφία του οποίου στήριξε την κατασκευή του θεάματος, η εισαγγελία φαίνεται να τα βρήκε σκούρα και έφερναν συνεχώς άλλους «ειδικούς» από το κτηματολόγιο. Ομως, ο κ. Σάντης δεν είδε τίποτα από εκείνη την αμφισβήτηση της θέσης της εισαγγελίας. Αρκέστηκε να απορρίψει την κατάθεση.

Η καταδίκη του κ. Ζαννέττου ήταν σαφώς πολιτική. Το επίμαχο σημείο αφορούσε τον καθορισμό της επίκλησης προς τον Λίλλη να πληρώσει χρέη μελών της Αλκής, ενώ ήταν πρόεδρος του σωματείου. Ο κ. Ζαννέττος δικάζεται ουσιαστικά γιατί ο Λίλλης εξόφλησε τα χρέη που είχε το σωματείο το οποίο οικειοθελώς όντως [και με το αζημίωτο όπως δείχνουν οι ηχογραφήσεις -που αγγίζουν και το παρασκήνιο του ποδοσφαίρου]. Ο δικαστής, όμως, αποφάσισε ότι ο Λίλλης με 5 κατηγορίες για ποινικά αδικήματα είναι αξιόπιστος, ενώ ο Βενιζέλος Ζαννέττος όχι.

Η αναφορά στον κ. Ζαννέττο κουβαλά μια εμφανή προκατάληψη αφού τεκμηριώνεται ότι ο κ. Ζαννέττος δεν είχε οποιοδήποτε ατομικό ή επαγγελματικό συμφέρον, ακολούθως μένει σαν μόνη μαρτυρία εναντίον του η περιγραφή του Λίλλη ότι τον «εκβίασε» -ή έτσι το εξέλαβε ο δικαστής. Αλλά μετά ο ίδιος ο κ. Σάντης γράφει και το εξής αμίμητο: «Το κατά πόσον ο κατηγορούμενος 7 [Βενιζέλος Ζαννέττος] ήταν σε θέση να εκπληρώσει την απειλή του αυτή παραμένει ζήτημα αδιάφορο…» Οπότε ο κ. Ζαννέττος δικάζεται με βάση μια μαρτυρία ενός εμπλεκόμενου ατόμου που είχε κάθε συμφέρον να τον κατηγορήσει για μια υποτιθέμενη απειλή, που «δεν έχει σημασία» αν μπορούσε να την πραγματοποιήσει –και παραβλέποντας σκόπιμα βέβαια ότι ο κ. Ζαννέττος ήταν εμπλεκόμενος για να πείσει να πληρωθούν τα χρέη [και όχι κέρδη] σε άλλα μέλη του σωματείου στο οποίο ο Λίλλης επέλεξε/επεδίωξε να είναι πρόεδρος.

 

Η κυπριακή δικαιοσύνη δεν έχει πια το προστατευτικό πέπλο νομιμοποίησης. Μόνη της γδύνεται. Με αποφάσεις σαν του κ. Σάντη «ο βασιλιάς είναι όντως γυμνός».

*Αποσπάσματα από ανάλυση της Δέφτερης Ανάγνωσης, Τεύχος 139.

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy