Στοίχειωσαν τις μέρες και τις νύχτες μας

Ευθέως, της Μαρίας Φράγκου

Αμέτι μουχαμέτι το ‘χουν βάλει ορισμένοι. Όποτε οι μέρες σημαδιακές να αναξέουν πληγές. Και να προκαλούν. Όπως χθες, που πολλοί θυμήθηκαν να το παίξουν αντιστασιακοί ή να κάνουν τους δασκάλους από καθέδρας…

Πενήντα χρόνια σαν χθες, η Ελλάδα μπήκε στο γύψο. «Εικόνα ανεξίτηλη: Παρασκευή ξημερώματα. Δύο αδέλφια, κρυμμένα σε υπόγειο εξαδέλφης τους στην Αλεξάνδρας, παρακολουθούν, από τον φωταγωγό, τις ερπύστριες των τανκς στη λεωφόρο. Το βράδυ, από τον ίδιο φωταγωγό, θωρούν βήματα περιπατητών της περιφοράς επιταφίου Αγίου Δημητρίου. Ο τρίτος αδελφός διέφυγε επίσης (συνελήφθη αργότερα), ο τέταρτος συνελήφθη το ίδιο πρωί», γράφει ο Πέτρος Μανταίος και δίνει την εικόνα που επικρατούσε στην Ελλάδα εκείνη την περίοδο.

Πενήντα χρόνια μετά και τις συνέπειες εκείνες τις πληρώνουμε ακόμα. Και στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Στην Ελλάδα τού σήμερα ο φασισμός φόρεσε κοστούμι και στρογγυλοκάθισε στη Βουλή και, όπως συμβαίνει πάντα, σε όλα να ακολουθούμε το κλεινόν άστυ, το ίδιο γίνεται και στην Κύπρο. Οι συνέπειες της αποφράδας εκείνης ημέρας στοίχειωσαν τις μέρες και τις νύχτες μας. Στοίχειωσαν και στοιχειώνουν την πολιτική και ζωή σε Ελλάδα και Κύπρο.

Δεν ξέρω αν τα λόγια σήμερα μπορούν να αποτυπώσουν όλα όσα θέλουμε να πούμε για εκείνες τις ημέρες. Ένα ποίημα του Μανώλη Αναγνωστάκη, δίνει όλο το νόημα: «Φοβάμαι/τους ανθρώπους που εφτά χρόνια/έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι/
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–/βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας/«Δώστε τη χούντα στο λαό»./Φοβάμαι τους ανθρώπους/που με καταλερωμένη τη φωλιά/πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου./
Φοβάμαι τους ανθρώπους/που σου ’κλειναν την πόρτα/μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια/και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο/να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν./Φοβάμαι τους ανθρώπους/που γέμιζαν τις ταβέρνες/και τα ’σπαζαν στα μπουζούκια/κάθε βράδυ/και τώρα τα ξανασπάζουν/όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη/και έχουν και «απόψεις»./Φοβάμαι τους ανθρώπους/που άλλαζαν/πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν/και τώρα σε λοιδορούν/γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο./Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους./Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο./

Πόση αλήθεια μέσα σε αυτούς τους στίχους! Κι άλλη αλήθεια: «Μύρισε το σφαγείο μας θυμάρι/και το κελί μας κόκκινο ουρανό/Μύρισε το σφαγείο μας θυμάρι/και το κελί μας κόκκινο ουρανό», έγραψε και μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης, μετρώντας τους χτύπους και τον πόνο του κάθε δημοκράτη, του κάθε αντιστασιακού. Για να τα θυμόμαστε όλα και να τα τιμούμε όλα. Όλα όσα πρέπει και όλα όσα αξίζουν. Και όχι αντίσταση από τον καναπέ και όχι ηρωισμούς που αμαυρώνουν τη θυσία των ηρώων. Όση μετάλλαξη κι αν επέλθει, όσες διαστρεβλώσεις κι αν επιχειρηθούν, η ιστορία δεν αλλάζει. Κι όσοι βολεύονται με την παραλλαγή της ιστορίας, είναι γελασμένοι. Γιατί, όπως λέει και πάλι ο Μίκης Θεοδωράκης «σ’ αυτή τη γλώσσα τη βουβή/βαστάω γερά, κρατάω καλά». Η μνήμη δεν ξεθωριάζει. Αντίθετα, σώζει την Ιστορία, τιμά τους αγώνες και αποτίει φόρο τιμής σε εκείνους που αξίζουν οι τιμές.

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy