100 χρόνια από την ίδρυση της 3ης Κομμουνιστικής Διεθνούς

100 χρόνια από την ίδρυση της 3ης Κομμουνιστικής Διεθνούς

 

Α΄ ΜΕΡΟΣ

 

Του Νίκου Κουζούπη  

 

Η δημιουργία της 3ης Διεθνούς (Κομμουνιστική Διεθνής ή ΚΟΜΙΝΤΕΡ) πριν 100 χρόνια είναι απόρροια των δυο κατευθύνσεων που συνυπήρχαν μέσα στο Διεθνές Εργατικό Κίνημα στις αρχές του 20ού αιώνα.

Το ιδρυτικό συνέδριό της (4 – 6 Μαρτίου 1919), στο οποίο παρευρέθηκαν 52 αντιπρόσωποι από 35 οργανώσεις από 21 χώρες, πραγματοποιήθηκε στη Μόσχα, παρά το γεγονός ότι στη Σοβιετική Ρωσία μαινόταν ο εμφύλιος πόλεμος με τους Λευκοφρουρούς, υποστηριζόμενους από την ιμπεριαλιστική στρατιωτική επέμβαση 14 ξένων κρατών.

Ο Β.Ι. Λένιν ανέλαβε την πρωτοβουλία από τα τέλη του 1918 με στόχο τη συνένωση όλων των αριστερών ριζοσπαστικών δυνάμεων που δρούσαν μέσα στο διεθνές εργατικό κίνημα σε μια διεθνή οργάνωση. Η δημιουργία της Κομμουνιστικής Διεθνούς ήταν το αποκορύφωμα ενός έντονου ιδεολογικού και πολιτικού αγώνα που διεξαγόταν μέσα στη 2η Διεθνή και που αφορούσε ουσιαστικά τρία βασικά ζητήματα της εποχής και τα απορρέοντα καθήκοντα του εργατικού κινήματος σε σχέση με τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, την Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση στη Ρωσία, αλλά και την υπέρβαση του καπιταλιστικού συστήματος..

«Η πάλη των δυο βασικών τάσεων μέσα στο εργατικό κίνημα, του επαναστατικού και οπορτουνιστικού σοσιαλισμού, γεμίζει όλη την εποχή από το 1889 έως το 1914 και τώρα σ’ όλες τις χώρες υπάρχουν επίσης δύο κύρια ρεύματα στα ζητήματα της στάσης απέναντι στον πόλεμο».

Δύο ρεύματα επίσης διαμορφώθηκαν και σχετικά με τη στάση έναντι της Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης στη Ρωσία.

Η δημιουργία της 3ης Διεθνούς γενικά αποτέλεσε την τελειωτική ρήξη με τη ρεφορμιστική Σοσιαλδημοκρατία της ΙΙ Διεθνούς, μια ρήξη που άρχισε να γίνεται όλο και πιο αισθητή μέσα από την πάλη του Κόμματος των Μπολσεβίκων με επικεφαλής τον Β.Ι. Λένιν ενάντια στους ηγέτες της ΙΙ Διεθνούς για τα ζητήματα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

 

Οι ρεφορμιστές στηρίζουν τον πόλεμο και προδίδουν την Επανάσταση

Εξετάζοντας σε συντομία τη διαμορφούμενη κατάσταση παρατηρείται ότι:

  • Η συντριπτική πλειοψηφία των ηγετικών ομάδων στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα που αποτελούσαν τη ΙΙ Διεθνή ψήφισαν στα Εθνικά Κοινοβούλιά τους τις πολεμικές πιστώσεις και στήριζαν την δική τους αστική τάξη στον πόλεμο, κατρακυλώντας στο σοσιαλσοβινισμό.
  • Οι Μπολσεβίκοι με τον Λένιν και μια σειρά άλλους αριστερούς σοσιαλδημοκράτες της Ευρώπης όπως ήταν οι Σπαρτακιστές Καρλ Λίμπκνεχτ (ο μοναδικός βουλευτής μέσα στο Γερμανικό Κοινοβούλιο που καταψήφισε τις πολεμικές πιστώσεις) και Ρόζα Λούξεμπουργκ, καθώς και μια σειρά άλλοι τάχθηκαν ενάντια στον πόλεμο και προωθούσαν το σύνθημα «Για την ήττα της κυβέρνησης της χώρας σου στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο».

 

Διχογνωμίες και αντίθετες απόψεις υπήρχαν και ως προς το χαρακτήρα της επαναστατικής διαδικασίας στη Ρωσία και τη στάση που θα έπρεπε να τηρήσει τόσο το εργατικό κίνημα της χώρας όσο και όλης της Ευρώπης.

 

Έτσι, παρατηρούμε ότι ηγέτες της ΙΙ Διεθνούς δεν αποδέχονται τη σημασία της Ρωσικής Επανάστασης για τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης.

Ο Κ. Κάουτσκι στο άρθρο του στις 15 Νοεμβρίου 1917 «Η εξέγερση των Μπολσεβίκων», λίγες μέρες μετά τη νίκη της Επανάστασης έγραφε:

«… το χαμηλό επίπεδο της βιομηχανικής ανάπτυξης της Ρωσίας προϋποθέτει μόνο την αστική και καθόλου τη σοσιαλιστική επανάσταση».

Όταν έγραφε ακριβώς τα ίδια αμέσως και μετά την αστικοδημοκρατική επανάσταση του Φλεβάρη, ανάγκασε τη Ρ. Λούξεμπουργκ να γράψει σε επιστολή της στις 8 Απριλίου από τη φυλακή τα εξής σαρκαστικά, λίγο πριν ο Λένιν εκφωνήσει τις γνωστές «Θέσεις του Απρίλη», που έθετε έμπρακτα τη μετεξέλιξη της αστικο-δημοκρατικής επανάστασης σε σοσιαλιστική:

«Ο Κάουτσκι δεν βρήκε τίποτε καλύτερο να ασχοληθεί παρά να αποδεικνύει στατιστικά ότι οι κοινωνικές σχέσεις στη Ρωσία δεν ωρίμασαν για τη δικτατορία του προλεταριάτου. Ο αξιόλογος θεωρητικός του ΑΣΔΚ (Ανεξάρτητο Σοσιαλ-Δημοκρατικό Κόμμα) ξεχνά ότι «στατιστικά» η Γαλλία του 1789, ακόμα και του 1793, ήταν ακόμα ολιγότερη ώριμη για την κυριαρχία της αστικής τάξης. Ευτυχώς η ιστορία δεν ακολουθεί τις θεωρητικές σκέψεις του Κάουτσκι, γι’ αυτό και ελπίζουμε για το μέλλον».

Τα θεωρητικά επιχειρήματα του Κάουτσκι, όπως συμπυκνώνονται την άνοιξη του 1918 στις «Σοσιαλ-δημοκρατικές σημειώσεις για τη μεταβατική οικονομία» σε σχέση με τη Γερμανία ήταν:

 

  1. Μετάβαση της οικονομίας από τον πόλεμο στην ειρήνη μόνο με την παροχή επενδύσεων και την εξασφάλιση κοινωνικής ηρεμίας για την καπιταλιστική παραγωγή,
  2. Η πτώση των παραγωγικών δυνάμεων εξαιτίας του πολέμου δεν δημιουργούν ευνοϊκές συνθήκες για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από το προλεταριάτο με στόχο την υλοποίηση του σοσιαλισμού,
  3. Άρα τη δεδομένη στιγμή δεν έχουμε ως στόχο την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας.

 

Για να συμπληρώσει το φθινόπωρο του 1918 στο κείμενό του «Η δικτατορία του προλεταριάτου» ότι:

  1. Η Ρωσία δεν είναι ώριμη για σοσιαλιστική επανάσταση,
  2. Στη Ρωσία η δημοκρατία δεν είναι αναπτυγμένη,
  3. Η επανάσταση εκεί μετεξελίσσεται σε εμφύλιο πόλεμο, άρα η επικράτησή της θα στηριχθεί μόνο στη «δικτατορία της σπάθης»,
  4. Συνθήκες για σοσιαλισμό υπάρχουν μόνο στις «πρωτοπόρες βιομηχανικές υπερδυνάμεις» της Δύσης όπου:

 

  • το προλεταριάτο αποτελεί την πλειοψηφία του έθνους,
  • οι προλετάριοι είναι δημοκρατικά οργανωμένοι,
  • η προλεταριακή επανάσταση μπορεί να επικρατήσει όχι με τη ΒΙΑ, αλλά με «ειρηνικά μέσα» (οικονομικού, νομοθετικού και ηθικού χαρακτήρα), επομένως εδώ στη Δύση, κατέληγε ο σοσιαλδημοκράτης θεωρητικός,
  • ΔΕΝ είναι αναγκαία η δικτατορία του προλεταριάτου.

 

Η μπολσεβίκικη απάντηση

 

Η απάντηση του Β.Ι. Λένιν ήταν άμεση στα «θεωρητικά» επιχειρήματα της σοσιαλδημοκρατίας, γράφοντας το γνωστό του έργο «Η προλεταριακή επανάσταση και ο αποστάτης Κάουτσκι», στο οποίο επεξηγεί ότι ο συγκεκριμένος:

  1. ΔΕΝ καθόρισε επιστημονικά τι σημαίνει δικτατορία του προλεταριάτου.
  2. Αγνόησε την ανάγκη κατάπνιξης της αντίστασης των εκμεταλλευτών.
  • ΔΕΝ αντιλήφθηκε ότι η δικτατορία του προλεταριάτου θα έχει διάφορες μορφές και ότι η σοβιετική εξουσία είναι μόνο μια απ’ αυτές.

Και κατέληγε ο Λένιν για το ρόλο της σοβιετικής εξουσίας, η οποία απέδειξε ότι με τη βοήθεια της:

«οι εργάτες και οι φτωχοί αγρότες ακόμα και μιας καθυστερημένης χώρας, ακόμα και οι πιο άπειροι, αμόρφωτοι, ασυνήθιστοι σε οργάνωση είναι σε θέση για έναν ολόκληρο χρόνο μέσα από γιγάντιες δυσκολίες… να διαφυλάξουν την εξουσία των εργαζομένων»

Σημειώνοντας ταυτόχρονα ότι:

 

«Οι Μπολσεβίκοι πιστεύουν πραγματικά στην υπόθεση της ευρωπαϊκής επανάστασης, παρά το γεγονός ότι δεν τη συνδέουν με συγκεκριμένα χρονικά όρια» και ότι «αυτή θα έρθει όταν στην πράξη θα διαμορφωθεί η απαιτούμενη επαναστατική κατάσταση».

Είναι λοιπόν, μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες ιδεολογικο-θεωρητικής αντιπαράθεσης που δημιουργήθηκε η Κομμουνιστική Διεθνής.

 

 Διδάγματα από την επαναστατική πείρα

 

Πέραν όμως αυτών των ριζικών αντιπαραθέσεων, σημαντικό ρόλο έπαιξε η πρακτική πολιτική στάση της επίσημης σοσιαλδημοκρατίας στη χειραγώγηση των επαναστατικών κινητοποιήσεων της εργατικής τάξης σε διάφορες χώρες, στάση που ήταν απόρροια και άμεσα εξαρτώμενη από τις θεωρητικές προσεγγίσεις των ηγετών της.

Η νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης και η επικύρωση των πρώτων διαταγμάτων της σοβιετικής εξουσίας στη Ρωσία ώθησε περαιτέρω τη ριζοσπαστικοποίηση του εργατικού κινήματος, το οποίο τέθηκε επικεφαλής μαζικών λαϊκών κινητοποιήσεων για πολιτικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Έτσι παρατηρούνται επαναστατικές δράσεις στη Φιλανδία (Νοέμβρης 1917 – Απρίλης 1918), στην Αυστρο-Ουγγαρία, στη Γερμανία (Γενάρη 1918), οι οποίες τελικά καταστάληκαν με τη χρήση βίας από την άρχουσα τάξη.

Είναι αυτή την περίοδο που ο Λένιν, γράφοντας για την αλληλοεπίδραση μεταξύ της επανάστασης στην Ευρώπη και τη Ρωσία, σημείωνε:

«Έχουμε κάμει τα πρώτα βήματα ώστε να ταρακουνηθεί ο καπιταλισμός και άρχισε η μετάβαση στο σοσιαλισμό. Πόσα μεταβατικά στάδια θα υπάρξουν μέχρι το σοσιαλισμό δεν γνωρίζουμε και δεν μπορούμε να ξέρουμε. Αυτό εξαρτάται από το πότε θα αρχίσει σε μια πραγματική ευρεία κλίμακα η ευρωπαϊκή σοσιαλιστική επανάσταση, από το γεγονός πόσο εύκολα, γρήγορα ή αργά θα αντιμετωπίσει τους εχθρούς της και θα εισέλθει στο δρόμο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης».

Τα διδάγματα από την ήττα τόσο της επανάστασης στην Αυστρία (Οκτώβρης 1918) όσο και στη Γερμανία (Νοέμβρης 1918), καθώς επίσης και οι συνεχιζόμενες επαναστατικές διεργασίες στην Ουγγρική Σοβιετική Δημοκρατία, αλλά ιδιαίτερα η στάση που τήρησε η Σοσιαλδημοκρατία για τη συντριβή τους ενίσχυσε το συμπέρασμα ότι:

  1. Η ιδεολογική ανεξαρτητοποίηση δεν ήταν αρκετή, απαιτείτο και η οργανωτική οριοθέτηση όχι μόνο από τη δεξιά σ/δ, αλλά και από τους Κεντριστές.
  2. Η δημιουργία επαναστατικού εργατικού κόμματος δεν ήταν αποτέλεσμα υποκειμενισμού και διάσπασης, αλλά μια αντικειμενική πραγματικότητα που είχε σχέση με την υπέρβαση καπιταλισμού και έναρξης μετάβασης στο σοσιαλισμό.

Όπως ορθά σημείωνε λίγο αργότερα ο Γ.Γ. του Κ.Κ. Γερμανίας, Έρνεστ Τέλμαν, «η γερμανική επανάσταση ήταν αστικοδημοκρατική με προλεταριακό χαρακτήρα και μεθόδους πάλης, αλλά δεν μπόρεσε να μετεξελιχθεί σε σοσιαλιστική» και

«η τραγωδία της έγκειται στην αντίθεση μεταξύ των αντικειμενικών ώριμων επαναστατικών συνθηκών από τη μια και των υποκειμενικών αδυναμιών του γερμανικού προλεταριάτου ως αποτέλεσμα της απουσίας στοχοπροσηλωμένου μπολσεβίκικου κόμματος από την άλλη. Ούτε το επαναστατικό ένστικτο ούτε ο ηρωισμός ξεχωριστών ηγετών της «Ένωσης Σπάρτακος»… δεν μπορούσαν να αντικαταστήσουν την ατσάλινη πρωτοπορία που αποκτά εμπειρίες μέσα στο καμίνι της επαναστατικής δράσης».

Είναι ακριβώς αυτό το κενό και αυτή την αναγκαιότητα που ήρθε να καλύψει η ίδρυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς, η οποία ανέπτυξε μια πλούσια και πολύμορφη δράση στα 25 χρόνια ύπαρξής της.

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy