Ανοιχτός Ορίζοντας

Ο Τάσος Λειβαδίτης γράφει για τον Τεύκρο Ανθία

Με αφορμή τις ποιητικές συλλογές «Λαμπρακιάδα» και «Κυπριακή Τραγωδία»

«Το έργο του Τεύκρου Ανθία που καλύπτει σαράντα, σχεδόν, χρόνια ποιητικής ζωής και συγχρόνως χρόνια από τα πιο αποφασιστικά της νεοελληνικής ιστορίας δεν έχει ανάγκη από της δικής μας, σήμερα, παρουσίασης. Χρειάζεται απλώς υπενθύμιση για τους νεότερους.

Απ’ τα ανεπανάληπτα εκείνα «Σφυρίγματα του Αλήτη» (1929) που αποτέλεσαν για πολύ καιρό το σύμβολο της διαμαρτυρίας εναντίον ενός κόσμου άδικου και σκληρού και που οι στίχοι τους περνούσαν από στόμα σε στόμα, ως το επικολυρικό του «Λαμπρακιάδα» (1966) η ποίηση του Ανθία ήταν πάντοτε σφραγισμένη από το μόχθο της αληθινής ποίησης: γνησιότητα, προσωπικό τόνο, ανθρωπιά. Ακόμα και στις πρώτες νεανικές ώρες όταν κάτω από τα αμείλιχτα χτυπήματα της μοίρας, ο ποιητής περιχαρακωμένος στον εαυτό του και στις καθαρά προσωπικές του συγκινήσεις, ακόμα και τότε ζει μέσα του ο πανανθρώπινος ποιητής, που σπάζοντας όλα τα τείχη της απομόνωσης θα φωνάξει σε μια στιγμή παγκόσμιας συμμετοχής «Πλάτυνε η σκέψη τη ζωή, τόσο πολύ, τόσο πολύ, πόκανε ο άνθρωπος τη γη κι όλο το Σύμπαν σπίτι». Στίχοι, αληθινά προφητικοί, όπως είναι πάντα οι στίχοι ενός εκλεκτού ποιητή, ιδιαίτερα για τις μέρες μας, που ο άνθρωπος, με τις διαστημικές έρευνες, κυκλοφορεί μέσα στο σύμπαν , πραγματικά, σαν να πρόκειται για το σπίτι του.

Καθένας βέβαια με τον εντελώς δικό του τρόπο και τους ιδιαίτερους στόχους του, ο Ανθίας μαζί με τον Καρυωτάκη, εκφράσανε όλη την αηδία κι όλη την οργή της πνευματικής νιότης του 1920-1930, εναντίον της ελληνικής αστικής κοινωνίας, που όχι μόνο ήταν φορτωμένη μ’ όλα τα θλιβερά κατάλοιπα μιας μικρασιατικής καταστροφής, μα συγχρόνως απέπνεε τις πιο φοβερές αναθυμιάσεις ενός κοινωνικού μαρασμού, με ήδη φανερές τις πολιτικές εκτροπές προς το ιδιώνυμο και τη δικτατορία. Περίοδος από τις πιο σημαντικές για τον ελληνικό βίο, η εποχή των πρώτων ποιητικών εξορμήσεων του Ανθία, βρίσκει στο πρόσωπό του τον αυθόρμητο αντάρτη, που είναι πάντοτε το προοίμιο μιας ριζικότερης αλλαγής, όπως αποδείχτηκε με την προσχώρησή του στο κοινωνικό κίνημα. Με στίχους σπάνιας έμπνευσης και απαράμιλλης δεξιοτεχνίας, ο ποιητής διαμαρτύρεται και στηλιτεύει τις υπάρχουσες ανθρώπινες σχέσεις, το τέλμα της πνευματικής ζωής, την οικονομική υποδούλωση, τις άθλιες προκαταλήψεις και γενικά «τον τρόπο ζωής» της σύγχρονης κοινωνίας της εποχής του.

Η ποιητική φωνή του Τεύκρου Ανθία, ηχηρή και πλούσια σαν μουσικό όργανο, συνάρπασε και γοήτευσε το κοινό με το πρώτο του κιόλας βιβλίο, με το δεύτερο « Άγιε Σατάν Ελέησον με» είχε πάρει μιαν από τις πιο εξέχουσες θέσεις στο νεοελληνικό λυρισμό. Κι αυτή τη θέση κάθε καινούργιο του βιβλίο την εδραίωνε ακόμα περισσότερο, «Δευτέρα Παρουσία», «Πουργατόριο», «Διψασμένοι στην Άβυσσο», «Το Χάος», « Η Έξοδος» κ.λπ.

Αληθινός πατριώτης ο Ανθίας, με την είσοδο των Γερμανών στην πατρίδα μας το 1941, παίρνει αμέσως αγωνιστική στάση και σιγά-σιγά διαμορφώνεται σε μια συνεπή επαναστατική συνείδηση, που θα θέσει ολόκληρη την ποίησή του στην υπηρεσία των μεγάλων ιδανικών του ανθρώπου: της δημοκρατίας, της ειρήνης, του σοσιαλισμού.

Στο σημερινό επικολυρικό του «Λαμπρακιάδα» οι φιλοδοξίες του ποιητή είναι ακόμα μεγαλύτερες. Μέσα από την ηρωική και τραγική μορφή ενός πρόσφατου μάρτυρα του ελληνισμού, του Γρηγόρη Λαμπράκη, ο ποιητής απλώνει το βλέμμα του σ’ ολόκληρη την ιστορία των τελευταίων χρόνων για να διεκτραγωδήσει τα βάσανα του λαού μας, μα και να υμνήσει την υψηλοφροσύνη και την ανδρεία του. «Δεν μπορεί να μείνει σταυρωμένο το φως» λέει κάπου, κι είναι αλήθεια πως αιώνες τώρα και αν σταύρωναν το φως εκείνο ανασταίνεται, κι αν για λίγο σκλάβωναν ένα λαό, τελικά ξεσηκώνεται, μα εκείνοι οι δήμιοι κι οι τύραννοι, πέρα απ’ την κτηνωδία τους, στο βάθος είναι κι ανιστόρητοι, η πείρα των αιώνων δεν τους γίνεται μάθημα, τα γεγονότα πάντα τους προσπερνούν, η ιστορία τους ποδοπατάει και προχωράει, ρίχνοντάς τους στον Άδη της ανωνυμίας ή το χειρότερο στον άθλιο βόθρο μιας κατάπτυστης ανάμνησης.

Ένας λαός ολόκληρος βογγάει μέσα στο ποίημα καθώς κηδεύει τον μεγάλο νεκρό, που στάθηκε όπως λέει και ο ίδιος ο ποιητής «αθλητής και στον θάνατο», τέτοιοι θάνατοι όχι απλώς δεν πάνε χαμένοι, μα αξίζουν όσο χίλιες ζωές. «Περνούσε σ’ οριζόντιο σχήμα – ο νικηφόρος του ύψους…»

Με την «Κυπριακή Τραγωδία» ο ποιητής μάς μεταφέρει στη μαρτυρική του πατρίδα, την Κύπρο, που τόσο υπέφερε τα τελευταία χρόνια στον αγώνα της για την ελευθερία. «Γη μου μικρή μου γη…». Έτσι τρυφερά της απευθύνεται σαν να τη νανουρίζει και μαζί σαν να νανουρίζει όλους που δώσανε τη ζωή τους, για τη γενέθλια χώρα. «Όπου κορφή και μία έπαλξη, όπου σπηλιά κι ένας προμαχώνας». Η Κύπρος δεν είναι πια μια οποιαδήποτε γήινη επιφάνεια που μετριέται απλώς με τετραγωνικά μέτρα. Είναι το σύμβολο κάθε αντίστασης και κάθε σπιθαμή της έχει μετρηθεί με δάκρυα και αίμα, κάθε πέτρα της έγινε μετερίζι και κάθε δέντρο της, σημαία. Μια τέτοια ποίηση σήμερα που κινδυνεύουν σ’ όλα τα σημεία της γης τα μεγάλα ιδανικά του ανθρώπου, είναι όχι απλώς λογοτεχνική προσφορά μα κάτι άλλο ουσιαστικότερο: αδιαμφισβήτητο όπλο».

Τάσος Λειβαδίτης Αυγή, Αθήνα, 23 Ιουλίου 1966

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy