Γραμμές

Γιώργος Νικολάου
ΑΤΙΤΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
Εκδόσεις Το Ροδακιό, 2018

  

+.

Ι.|

(κάθετος)

(μαγκούρα)

Ὁ γέρος ἁρπάχτηκε δυὸ-τρεῖς φορὲς γιὰ νὰ κρατηθεῖ στὰ ξερὰ κλαδιὰ ἀπὸ τὶς αἰωνόϐιες ἐλιές, κι αὐτὰ σπάσανε μονομιᾶς. Ἀπὸ πάνω του, οἱ κόρακες, καθὼς σϐάρνιζε τὴ σκονισμένη γῆ, κρώζανε, κρώζανε, καὶ τὰ κρωξίματά τους ἠχοῦσαν σὰ διαολεμένη παράκληση. «Ψόφα!» «Ψόφα!»

Οἱ κατάμαυροι κορμοὶ τῶν ξερῶν ἐλιόδεντρων, ριζωμένοι στὴ χέρσα γῆ αἰῶνες, κι ἕνας ζαϐλακωμένος γέρος, παραπατώντας ἀσήκωτος ἀνάμεσά τους. Πάταγε τὴ μαγκούρα κι ἔσερνε τὰ πόδια του, γδέρνοντας τὸ στεγνὸ χῶμα πού, σὲ κάθε ἐξασθενημένη σουϐλιὰ ποὺ τοῦ ἔμπηγε, τίναζε μικρὰ θυμωμένα συννεφάκια σκόνης. Μονάχος προχωροῦσε μιὰ ἴσια πορεία, ἄγνωστη, δυὸ μέρες τώρα, σὲ ξεροχώραφα ποὺ μπροστά τους στὸ βάθος ἁπλώνονταν γυμνὰ βουνά. Λουζόταν τὴν ἄχαρη λαύρα τοῦ ἥλιου μὲ ἀνακούφιση. Τρεῖς μέρες σὲ αὐτὴ τὴν ἄγονη ἄκρη τοῦ κόσμου, ὅπου δὲν ὑπῆρχε τίπο­τα, μόνο ξεχασμένες ἐλιὲς καὶ κάτι κυπαρίσσια φυτρωμένα σκόρπια τριγύρω. Ἐξαντλημένος καὶ νηστικὸς καταλάϐαινε πὼς ἔφτανε. Θὰ πίεζε λίγο ἀκόμη τὸ σκέλεθρό του, ὥσπου νὰ ἀποτελειωθεῖ τίμια, ἀληθινὰ κι ἔντονα.

Οἱ μπότες καὶ τὸ παντελόνι ποὺ φοροῦσε ἦταν γεμάτα χώματα ἀπὸ τὶς σκόνες ποὺ σήκωνε στὰ τελευταῖα βήματά του. Κάθε μηχανικὸς χτύπος τῆς μαγκούρας, ταπεινὸς καὶ γαλήνιος στὴν ἀνοιχτωσιά, ἀντηχοῦσε ἀκόμη δύο πατημα­σιές. Οἱ ξεραμένες ἐλιές, ποὺ λούζονταν τὸν ἥλιο ὅλη μέρα, ἅπλωναν τὰ ἀκίνητα ροζιασμένα κλαδιά τους, σὰν ἐσταυρω­μένοι  παραγεμισμένα σκιάχτρα αἰώνια ζωντανά, αἰώνια σάπια.

Ὁ γέρος μύριζε. Τὰ τριμμένα ροῦχα, τὸ πουκάμισο, ἡ λευ­κὴ ἐσώρουχη φανέλα, τὸ ἱδρωμένο κατσαρὸ μουστάκι του, ἡ μασέλα, ποὺ τὴ φοροῦσε ἀκόμη, τὸ φτενὸ πανταλόνι καὶ ἡ δερμάτινη ζώνη, οἱ φαγωμένες μπότες, ἀκόμα καὶ ἡ μαγκούρα, ποὺ ἄλλοτε ἔστεκε κι ἄλλοτε πορευόταν πλάι του. Μύριζε ὅπως κι ὁ χτύπος της, χῶμα καὶ μόχθο. «Ψόφα γέρο! Ψόφα κι ἐμεῖς θὰ βοσκήσουμε ταπεινὰ τὸ κουφάρι σου», ἠχοῦσε στὰ αὐτιά του, κι αὐτὸς χαμογελοῦσε μὲ ἀγαλλίαση. Μὰ γιατί νὰ κάτσει κάποιος νὰ περιγράψει χνότα μέσα σὲ τέτοια ἔρημη ξεραΐλα ὅπου βρέθηκε τοῦτος δῶ ὁ γέροντας; Ἅμα ἔχεις ζή­σεις ὁλόκληρη τὴ ζωὴ μόνος, δὲν ἔχεις καὶ πολλὰ νὰ θυμᾶσαι ἀπὸ αὐτή. Τὰ ὑπόλοιπα εἶναι σκέψεις καὶ ἰδέες γιὰ τὸν κόσμο ποὺ ἔτυχε νὰ ἔρθει κοντά, ἀπότομα καὶ σύντομα. Φαντασία περισσότερο. Γιὰ τί νὰ μιλάει κανεὶς ἄλλωστε; Τόσο πολύ, γιὰ τόσο χρόνο; Ὅλες αὐτὲς οἱ φανταστικὲς συντροφιὲς ἦταν πολὺ καλύτερες. Πιὸ ἁρμονικὲς καὶ ἀφοσιωμένες. Οἱ σχέσεις πάντα ἔμεναν ἴδιες ὅπως ἦταν. Ἡ ἀπόγνωση ὅμως τῆς ζωῆς τὸν κάνει νὰ ἀδημονεῖ γιὰ τὸ θάνατό του πάνω στὴν ξερὴ γῆ, καὶ βιάζεται· τρέχει ὅσο μπορεῖ, νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ ὁτι­δήποτε κοντινό, ζωντανὸ κι ἀνθρώπινο. Τώρα ἔχει τὴν ἀνάγκη νὰ πεθάνει πιὸ μόνος ἀπὸ ποτέ, χωρὶς κανένας νὰ βρεῖ τὸ κουφάρι του, χωρὶς κανένας νὰ τὸν μαζέψει ἀπὸ τὴ γῆ οὔτε νὰ τὸν ψάξει. Νὰ πεθάνει στὴν ἡσυχία του, ὁλομόναχος.

Ἡ λεπτὴ κορμοστασιά του ἀνάδινε κάποια ξεχασμέ­νη ἀντρειοσύνη. Στὰ λιοκαμένα χέρια μὲ τὰ ἀνασηκωμένα μανίκια, κάτω ἀπὸ τὸ πετσιασμένο δέρμα τους, ἀτελείωτες σαλεμένες φλέϐες κλωθογύριζαν τὴ σάπια σάρκα, γύρω ἀπὸ τὴν κερκίδα καὶ τὴν ὠλένη, γεμάτες ἀπὸ πηχτὸ πυρωμένο αἷμα ποὺ κυλοῦσε ἀργά, βασανισμένα μέσα τους. Ἡ χαρα­κωμένη παλάμη του κράταγε σφιχτὰ τὴ χοντρὴ κεφαλὴ τῆς μαγκούρας. Ὅποτε σταματοῦσε γιὰ λίγο ἀνάπνεε βαριὰ ἀλλὰ ἤρεμα, τρέμοντας ἀπὸ ἐξάντληση, κι ἔγερνε ὅλο του τὸ βάρος πάνω στὸ παμπάλαιο χοντρὸ ραϐδί. «Γρήγορα!» «Γρήγορα!» σφύριζαν διψασμένα τὰ ὄρνεα, κι αὐτὸς βιαζότανε νὰ ἐκπλη­ρώσει τὸ θέλημά τους.

Ὁ γέρος καὶ ἡ μαγκούρα σπαράζανε. Μιὰ τὴν κράταγε σφιχτὰ γιὰ νὰ διασχίσει τὶς κακοτοπιὲς τῆς χέρσας γῆς, καὶ μιὰ ἁπαλά, μὲ στοργή, σὰ νὰ χάιδευε τὸ λεῖο σκληρὸ κεφα­λάκι ἑνὸς ἐγγονοῦ. Ὁ ἱδρώτας μούσκευε τὸ γέρο καὶ τὴ μαγκούρα. Κυλοῦσε ἀπ ᾿ τὴν κάθε κοψιὰ τοῦ προσώπου του στὸ πλάι πρὶν κυλήσει ἀπὸ τὸ μισάνοιχτο σαγόνι πρὸς τὸ στενό­μακρο λαιμό του, κι ἀπὸ κεῖ στὸ στέρνο. Ἀπὸ τὴ μουσκεμένη χούφτα του ὣς κάτω. Προσπαθοῦσε μιὰ κι ἔξω νὰ βγάλει τὴν ψυχή του, σκοντάφτοντας ξεθεωμένος στὶς κοφτερὲς πέτρες.

Ἀκούστηκε ἕνα κρώξιμο ἀκόμα «Τώρα!» «Τώρα!» κι ἕνα ἄτσαλο παρατεταμένο πάτημα τῆς μαγκούρας ἔκοψε ἀπό­τομα τὸν πράο συνεχόμενο χτύπο της. Ὁ γέρος ἔπεσε μὲ δύ­ναμη. Πέφτοντας, οἱ πέτρες σφίχτηκαν, τεντώθηκαν πάνω του καὶ τὸν ἀγκάλιασαν στοργικά, νὰ χωθοῦν κι αὐτὲς κάτω ἀπ ᾿ τὸ πελώριο κορμί του. Ἕνας κόρακας μὲ τὸ βίαιο τίναγ­μα τῶν φτερῶν του πετάρισε μπροστὰ ἀπ ᾿ τὸ χαμηλωμένο ἥλιο στὸ βάθος τοῦ κόκκινου ὁρίζοντα. Ὁ χτύπος τῆς πτώσης ἦταν κοφτός, μικρότερος ἀπὸ ἐκεῖνον τῆς βέργας, ποὺ εἶχε πλαγιάσει λίγο πιὸ πέρα στὸ χῶμα, ἀφοῦ πρῶτα ἀνάδωσε τὸ λεπτὸ ξερὸ ἦχο της. Ἡ χτυπημένη ὄψη τοῦ γέρου κατάχαμα πονεμένη καὶ γαλήνια. Τὸ μηλίγγι του, ἀκουμπισμένο στὸ ἔδαφος, στάλαζε σιγανὰ μαῦρο πυκνὸ αἷμα ποὺ λαμπύριζε κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου καὶ τὸ καθρέφτιζε σὰν τὸ φρέ­σκο, ἀχνιστὸ πετρόλαδο ποὺ ἀναϐλύζει ἡ γῆ ἀπ ᾿ τὰ βάθη της. Ἕνα περιπλανώμενο ἀεράκι στριφογύρισε χαρωπὰ γύρω ἀπὸ μερικὰ ξερὰ στάχυα ποὺ στέκονταν παράμερα. Ὁ χτύπος τῆς μαγκούρας σίγησε μαζὶ μὲ τὴ ζωὴ τοῦ γέρου. Κι ἂν δὲν πέ­θαινε ἀμέσως; σκέφτηκε μόλις πρὶν σκοντάψει. Θὰ ἔπλενε μὲ τὸ αἷμα του τὸ στεγνὸ χῶμα, θὰ ἔϐαζε στὸ ξερὸ στόμα αὐτὴ τὴ σκούρα λάσπη, καὶ θὰ τὴν κατάπινε μέχρι νὰ πνιγεῖ· μὰ τὰ εἶχε καταφέρει ἤδη. Λίγο πρὶν χαθεῖ γιὰ πάντα καὶ ὁ ἐκ­θαμϐωτικὸς ἥλιος σκεπάσει τὰ φτενά του βλέφαρα, μὲς στὸ θάμπος τοῦ τέλους, πρόφερε βραχνά: «Ὦ ἀγαπημένη μου», κι ἡ τελευταία μακρόσυρτη ἐκπνοή του ἐνώθηκε μὲ τὸ φύσηγμα στὰ ξερὰ στάχυα.

 

 

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy