ΓΡΑΜΜΕΣ

Διηγήματα της εισβολής

Εισαγωγή-Ανθολόγηση: Κώστας Λυμπουρής

Εκδόσεις Αιπεία, Σπίτι της Κύπρου και Πάπυρος, Αθήνα 2018

Την Ανθολογία θα παρουσιάσει ο Καθηγητής του Πανεπιστημίου Κύπρου Παντελής Βουτουρής τη  Δευτέρα 21 Ιανουαρίου στις 19:00 στο κτίριο των Πολιτιστικών Υπηρεσιών στη Λευκωσία.

Διαμαρτυρία

του Αντρέα Ονουφρίου

Η βροχή τυραννούσε τις σκηνές με μια κακία πεισματωμένη. Έπεφτε ώρες τώρα. Η γης δεν μπόραγε να καταπιεί άλλο, πνιγότανε. Τα δέντρα στάλαζαν αλάλητο θρήνο τις ψιχάλες. Μέσα στα τσαντήρια οι ξεσπιτωμένοι γινόντουσαν κουβάρι, έγερναν ο ένας στον άλλο αποζητώντας τη ζέστα του κορμιού. Όπου ήτανε καμιά κουβέρτα, τύλιγαν τα παιδιά και για να μοιραστούν τη ζηλευτή θαλπωρή, τα παίρναν στα γόνατά τους.

Οι ώρες ακολουθούσανε τη βροχή η μια πίσω απ’ την άλλη, αδιάφορο κουπάδι. Οι άνθρωποι σώπαιναν, το παράπονο έμενε αξεστόμητο στα χείλη. Η ερημιά βάραινε το δρόμο της εγκαρτέρησης. Τίποτα! Όλα είναι μια βροχή που παραδέρνει ανελέητα το χώμα, τα σπίτια των τυχερών, τα τσαντήρια των άτυχων. Βρέχει ακούραστος ο ουρανός, ξεσπάθωσε. Ποτίζει η βροχή της γης μα δεν ξεπλένει καμιά δυστυχία μήτε ξεφουσκώνει την καρδιά. Παρασέρνει τα δάκρυα, εξαφανίζει κάθε σημάδι διαμαρτυρίας και μαζεύει με κείνα τα ψυχρά της δάχτυλα το παράπονο κουβάρι στη ψυχή.

Το νερό γεμίζει τα λαγούμια, τις πληγές του δρόμου, τρυπώνει στ’ αντίσκηνα και διαλύει την ελπίδα σαν αλάτι. Βρέχουνται τα κουρέλια της φιλανθρωπίας των τυχερών και γίνεται η ορφάνια ασήκωτη.

Η γυναίκα στο διπλανό τσαντήρι κλαίει να ξαλαφρώσει τα στήθη της. Αυτός, διπλωμένος σε μια άδεια κασόνα πούχε για καρέκλα, την ακούει αμίλητος. Λογιάζει να τα βάλει με τον ουρανό μα σωπαίνει. Ο ουρανός φχαριστιέται για τη δουλειά που κάνει και αδειάζει τις βρύσες του˙ η γη δεν έχει στόμα να φωνάξει και η φωνή τ’ ανθρώπου, αποκαμωμένη, δεν φτάνει τόσο ψηλά.

Η γυναίκα δίπλα, ανήξερη για τον τραχύ τούτο νόμο, κλαίει ν’ αλαφρώσει. Αυτός δεν μπορεί μήτε αυτό. Φωλιάζει μονάχα το θυμό του μέσα στα φυλοκάρδια και του ζεσταίνει το αίμα. Συλλογάται. Πού να φτάσει η φωνή στον ουρανό! Μια πόρτα είτανε για την προσευχή, σφάληξε και δαύτη. Κι ύστερα τι θάβγαινε μ’ ένα τόσο άνισο μονόλογο; Όχι, ας άφηνε τον ουρανό, δεν είχε τίποτα να κάνει με τους ζωντανούς. Ας έπαιρνε τους ανθρώπους που κι αυτιά έχουνε και στόμα και καρδιά να τον ακούσουνε…

Όταν πήρε τη σύνταξή του, άφησε την πόλη με τις πλανερές ομορφάδες της και πήγε στο χωριό με τις αληθινές που χώραγαν καλύτερα στην καρδιά του. Είχε ένα μικρό άσπρο σπιτάκι, με κόκκινα κεραμίδια, γλάστρες με βασιλικό και μαντζουράνες. Στην πίσω μεριά, μια κληματαριά ίσκιωνε τον ήλιο του καλοκαιριού, κρέμαγε τα τσαμπιά της και πλέρωνε την περιποίηση που της έκανε. Ζωή ήσυχη, απλή σαν τα δέντρα του κάμπου, καθάρια σαν τον βουνίσιον αγέρα. Έτσι ήσυχες πούταν οι μέρες, μέρεψε κι ο θάνατος μέσα στο μυαλό του, δεν τον φοβότανε˙ ας έρθει έτσι όμορφα να του χτυπήσει την ξώπορτα, θα τ’ άνοιγε χωρίς να τρέμει. Είτανε καράβι. Αλάργεψε, χρόνια και χρόνια, χόρτασε τη θάλασσα, γυρνούσε στο λιμάνι ν’ αράξει. Έτσι είν’ η ζωή!

Μα ξάφνου, τον Αύγουστο κείνου του καλοκαιριού, φουρτούνιασε η θάλασσα, σήκωσε άγριο κύμα, σακάτεψε το λιμάνι. Σκέπασαν τον ήλιο σύννεφα μαυριδερά, κατάπιανε τις χαρές και τα όνειρα. Άνθρωποι δικοί ανάψανε φωτιά, ατιμάσανε την κληρονομιά της ράτσας κι ορθανοίξανε τις πόρτες του κάστρου. Χυμήξανε τότες οι οχτροί που περίμεναν απόξω δαγκώνοντας τη λύσσα τους και σπείρανε τον θάνατο και τη συμφορά. Ντόπιοι και ξένοι εχτροί, ξερίζωσαν τον νοικοκυρεμένο κόσμο, ξεθεμέλιωσαν τα έργατα του χρόνου, ξεκληρίσανε τη ζωή. Όσοι απόκαμαν στ’ αλάφιασμα, τέλεψαν τη ζωή τους στο λεπίδι. Οι άλλοι γέμισαν τα τσαντήρια και πλημμύρισε ο κάμπος πόνο περισσό.

Μπασμένοι στης προσφυγιάς την αμέρωτη πίκρα, γυμνοί, ξεκληρισμένοι, έπαιρναν το ψωμί στην αράδα σαν νεοσύλλεχτοι, με μια καρτέλα μ’ έναν αριθμό για όνομα. Μέσα τους, δίγλωσση φωτιά η ζωντανή θύμηση του σπιτιού, τόσο φρέσκια, σαν τον πρωινό ήλιο. Αδύνατο να το χωρέσει ο νους τ’ ανθρώπου.

Αυτός σώπαινε. Αποζητούσε και λόγιαζε άλλα πράγματα. Κουβαριασμένος στη σκηνή του, συλλογιόταν πως ξαναβρέθηκε στη φουσκωμένη θάλασσα κει πούπε να ρίξει την άγκυρα, κει που μέρεψε με τον θάνατο. Τώρα όχι, δεν είταν αυτό τ’ άγριο πράγμα που καρτέραγε να του χτυπήσει την ξώπορτα. Τώρα ένα λαχταρούσε. Δυο λόγια της καρδιάς να φτάσουνε ίσαμε τα βάθη της ψυχής του να ξεπαγώσουν τα μπράτσα, να πάρουνε κουράγιο, ν’ αντέξουνε όσο να ξαγριέψει η θάλασσα.

Από τον καταυλισμό τους πέρασε κόσμος και κόσμος, επίσημοι και ανεπίσημοι. Όλοι ντυμένοι στα καλά τους, μπογιατισμένοι τα χρώματα της φιλανθρωπίας, έσερναν το μάτι στη γύμνια και την ορφάνια των ξεριζωμένων, άφηναν το δέμα της μελετημένης προσφοράς των συναισθημάτων τους και φεύγανε ανακουφισμένοι που το χέρι του ολέθρου δεν έφθασε και τους ίδιους. Κανείς δεν έφτασε μέσα στην καρδιά του. Κανείς δεν απίθωσε δυο λόγια στην παγωνιά του…

Κείνο που τον αγρίευε είτανε οι ξένοι που περνούσαν ανάμεσα στα τσαντήρια με κείνο το αλύγιστο τους ύφος, το στενό πρόσωπο και τα ζαχαρένια λόγια. Εγγλέζοι, Αμερικάνοι, Γερμανοί, όλες του κόσμου οι φυλές περιλαμβάνανε στ’ αξιοθέατα και τον καταυλισμό των ξεσπιτωμένων και ύστερα πρόβαιναν στις τυποποιημένες δηλώσεις τους και στις ατελείωτες άψυχες ευχές τους.

– Είναι τρομερόν, συνεκλονίσθην βαθέως!

– Εκφράζομεν την ευχήν όπως όλοι οι πρόσφυγες επιστρέψουν ταχέως εις τας εστίας των.

– Θαυμάζω το ψυχικό σθένος των εκτοπισθέντων!

– Οι πρόσφυγες της Κύπρου δύναμαι να είπω, είναι οι καλύτεροι του κόσμου!

Λόγια! Τίποτ’ άλλο. Λόγια ανάλαφρα ή παχειά που χανόντουσαν μόλις η επίσημη λιμουζίνα τίναζε πίσω της τα σύννεφα της σκόνης. Κανείς δεν έκαμε τη φωνή του μαχαίρι. Κανείς δεν πήρε το λουρί να μαστιγώσει τ’ άδικο.

Κάθε φορά, ωστόσο, που θάχανε επισκέψεις, ο καταυλισμός σηκωνότανε στο πόδι, έμπαιναν στη σειρά να υποδεχτούνε με κλάματα ή χωρίς κλάματα τους ξένους και να τους πούνε τον πόνο τους για τα κουρσεμένα τους σπίτια.

Αυτός, μάζευε την οργή του και σώπαινε. Ύστερα αρνιόταν να βγει απ’ το τσαντήρι του και να τους δει. Αυτοί δεν ήθελαν να μάθουν την ιστορία του, μια ζωή ολάκερη, ούτε κι αυτός το λοιπόν ήθελε να ξέρει τη δική τους. Τόσες φορές είχε ανοίξει λαίμαργα τη ψυχή του προσμένοντας μια ψίχα ζέστας. Είτανε μάταιο!…

Η ιδέα τούρθε με τη βροχή. Άλλο δεν γινότανε πια. Τούτη η φάρσα, κόντρα στη δυστυχία, έπρεπε να τελέψει το δίχως άλλο. Έπρεπε να το καταλάβουν˙ τα κούφια λόγια δε φελάνε σε τίποτα. Ο κούφιος σπόρος είναι το ίδιο και να μην πέσει στη γη. Καρπό δεν πρόκειται να δώσει. Ας τόνοιωθαν, λοιπόν, πως δεν τους είχε ανάγκη. Τόσον καιρό περίμενε υποταχτικά. Κάθε φορά που φεύγανε οι ξένοι, ξετρύπωνε, έπαιρνε ένα ξύλο, σκάλιζε τα’ αχνάρια τους.

– Τι έχασες γέρο;

– Ψάχνω!

– Τι ζητάς;

– Την ανθρωπιά!

Οι άλλοι χασκογέλαγαν. Όχι, έπρεπε να δώσει ένα τέλος.

Το πήρε απόφαση. Τι είχε να χάσει; Το πουκάμισο που φορούσε δεν είτανε δικό του. Μονάχα η φωνή του τούχε απομείνει. Λοιπόν τι να φοβηθεί;

Ο καταυλισμός βούιζε πάλι σαν το μελίσσι που ξεκινάει για το μεροκάματο. Σκούπισαν, καθάρισαν, στάθηκαν στα πόδια τους. Σήμερα θα ’ρχότανε λέει, ένας Γερουσιαστής, μεγάλο πρόσωπο. Θα ’ρχόταν να τους δει να συγκινηθεί λίγο και να τους δώσει τις ευχές του, να πάρει κι αυτός μιαν ιδέα.

Δεν έτρεμε καθόλου. Μπήκε στην ομάδα με τους άλλους κουρελήδες, πρόσμενε τη δικιά του ώρα. Όταν ο Γερουσιαστής τρύπωσε σε διάφορα αντίσκηνα και συγκινήθηκε αρκετά, στάθηκε στη μέση, έσφιξε τη γραβάτα του, καθάρισε τη φωνή του, ετοιμάστηκε.

Την ώρα που άνοιγε το στόμα του, ο γέρος ατάραχος, έκανε δυο βήματα μπροστά, άνοιξε τα μπροστινά κουμπιά του παντελονιού του, άρχισε να ξαλαφρώνει αβίαστα. Ο Γερουσιαστής απόμεινε με το στόμα ανοιχτό. Μια βουή σαν φουσκωμένο κύμα π’ αγριεύει καθώς φτάνει στα βράχια, ξετυλίχτηκε μέσ’ απ’ το πλήθος. Ακούστηκαν τρομαγμένες φωνές, τα πρόσωπα παράτησαν τις μάσκες, κιτρίνισαν.

Τρία, τέσσερα ζευγάρια χέρια κουνήθηκαν βίαια, χυμήξανε το γέρο, τον τράβηξαν. Αυτός ένοιωσε το μυαλό του να γεμίζει φωτιά.

-Φτάνει πια!…Φτάνει πια!…ούρλιαξε. Το τσίρκο σκόλασε!…Θέλουμε να γυρίσουμε στα σπίτια μας!…

Οι υπεύθυνοι πάσκισαν να συγκρατήσουνε το γκρέμισμα, εκφράσανε τη λύπη τους για την ανήκουστη ασέβεια μα η παράσταση είχε χαλάσει. Το «καταπέτασμα του ναού» σκίστηκε στα δύο, γκρέμισε. Ο ήλιος όμως συνέχιζε ήσυχα τη δουλειά του!
Ο γέρος σύρθηκε στο τσαντήρι του γρατσουνισμένος, ήρεμος, αδιάφορος για όλα τ’ άλλα. Μέσα του είχε μερέψει ο πόνος.

Την άλλη μέρα η εφημερίδα έγραφε:

«Θλιβερόν επεισόδιον έλαβεν χώραν εις τον προσφυγικόν καταυλισμόν (έλεγε ένα όνομα) ότε ο έντιμος Γερουσιαστής κύριος Τάδε ήτο έτοιμος να προσφωνήση τους εκτοπισθέντας˙ εις παράφρων γέρων ούρησεν ενώπιον τούτου προκαλέσας ούτω αναστάτωσιν… Εκφράζομεν την λύπη μας προς τον κύριον Γερουσιαστήν και καταδικάζομεν μετ’ αποτροπιασμού την πράξιν ταύτην…»

Όταν το διάβασε, ένοιωσε μια βαθειά, ασήκωτη θλίψη για όλον τον κόσμο!…

«Νέα Εποχή», Νιόβρης – Δεκέμβρης 1976, τ.χ.121

 

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy