Γραμμές

Λαίμαργα

Φώτης Αποστολίδης, Στέλλα Βοσκαρίδου-Οικονόμου, Χριστίνα Βραχίμη, Ελένη Ιωαννίδου, Παναγιώτης Λάρκου, Αυγή Λίλλη, Ρωξάνη Νικολάου, Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου και Μαρία Τζιαούρη- Χίλμερ, Βάλια Τσιριγώτη.

Εκδόσεις Ακτίς 2019

Παρουσιάζεται την Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου στις 19.30, στον εκθεσιακό χώρο ΓΚΑΡΑΖ στη Λευκωσία. Για το βιβλίο θα μιλήσει ο Αντώνης Πετρίδης, Αναπληρωτής Καθηγητής στο Ανοιχτό Πανεπιστημίο Κύπρου. Αποσπάσματα θα διαβάσουν  συγγραφείς του βιβλίου

Επίσης στις 17 Μαρτίου στο Παλιό Ξυδάδικο στη Λεμεσό στις 19:30 σε μορφή σκηνοθετημένου αναλογίου (σκηνοθεσία Μαρία Καυκαρίδου) στο πλαίσιο του theYard.Residency.19

 

Η μηλόπιτα

Την Παρασκευή το βράδυ, στη συμβολή των δρόμων Παραδείσου και Επικούρου, ο Αδάμ και η Εύα έπεσαν ο ένας πάνω στον άλλον, 22 χρόνια μετά το τελευταίο τους βράδυ. Η Εύα φορούσε φτηνό μασαζοκαλσόν, πράγμα που την έκανε να θέλει να ξυστεί σαν να μην υπάρχει αύριο. Ο Αδάμ είχε ακόμα όλα του τα μαλλιά και φορούσε πράσινο πουκάμισο ελαφρώς φλοράλ με μικρές διακλαδώσεις. Δεκαπέντε λεπτά και τρεις τυπικές κουβέντες αργότερα βρέθηκαν, χωρίς να το καταλάβουν, ο ένας απέναντι στον άλλον, μέσα στο φτηνό κοντινό εστιατόριο της οδού Χαρμολύπης, ξοδεύοντας χρόνο να ξεφυλλίσουν ένα σκονισμένο πλαστικοποιημένο μενού, μη μπορώντας να θυμηθούν ποιος  απ’ τους δυο δεν τρώει κρεμμύδι και ποιος σιχαίνεται το σκόρδο, πρότερη γνώση που εξαφανίστηκε σαν μην είχε υπάρξει ποτέ. Παλιά περηφανεύονταν οι δυο τους πως μαζί έμοιαζαν με πίνακα του Ντύρερ. Τώρα τα σώματά τους είχαν ραγίσει και τα χώριζαν ορεκτικά.

Η Εύα ξεκίνησε πρώτη. Ήταν αποφασισμένη απόψε να τα πει όλα.  Περίμενε αιώνες.

«Αν σ’ άκουγε ο πατέρας σου να μιλάς για τον Δαρβίνο, θα σε είχε αποκληρώσει και δεύτερη φορά».

«Αχ, βρε Εύα, ακόμα του κρατάς κακία;»

Οι διπλανοί τους μιλούσαν για την μπάλα, κάποιος ούρλιαζε για μια μεταγραφή και μια τηλεόραση έπαιζε ένα ναυάγιο με νεκρούς στα ανοιχτά της Μεσογείου.

«Όχι, Αδάμ. Δεν του το κρατάω του πατέρα σου. Έμαθα με τα χρόνια να λυπάμαι τους ανθρώπους που νομίζουν πως είναι Θεοί και πως τα τέκνα τους είναι δημιούργημα κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν. Άλλωστε, αν δεν υπήρχε αυτός, δεν θα γνώριζα εσένα. Αυτός με διάλεξε».

Άπλωσε με πίκρα το χέρι της αμήχανα, προς την τελευταία φέτα ψωμί. Χώρισε την κόρα από την ψίχα και άρχισε να σχηματίζει με τα χέρια της μικρά στρογγυλά ψωμένια μπαλάκια. Έπειτα συνέχισε με φόρα. «Βέβαια, για εκείνον ήμουν πάντα η γυναίκα. Αναγκαίο κακό, για να μην ψοφήσεις μόνος σου, που, αν περνούσε από το χέρι του, θα έκανε τα πάντα να σε κρατήσει αιώνια φυλακισμένο στην άνευ όρων ευγνωμοσύνη σου απέναντί του, να ζήσεις την αιωνιότητα που σου κανόνισε, να μοιραστείτε τη μοναξιά του κήπου του, εσύ να σκαλίζεις κι αυτός να φτιάχνει πήλινα ανθρωπάκια. Και αλήθεια, ρε Αδάμ, τόσο χρόνων μαντραχάλος και συνεχίζετε να παίζετε πως φύτρωσες μέσα στις αγουρίδες; Στα αλήθεια, δεν αναρωτήθηκες ποτέ ποια διάολο είναι η μάνα σου;»

Τώρα το ήξερε πως το είχε παρακάνει, στα αλήθεια. Όχι, δεν μετάνιωνε. Περίμενε χρόνια να πέσει πάνω του στη συμβολή δυο δρόμων.

Ο σερβιτόρος μάζεψε τα κυρίως πιάτα. Είχαν τελειώσει.

«Μην είσαι άδικη μαζί μου», της είπε.

«Ξέρεις μονάχα τι σου χρεώνω», του απάντησε.

«Ξέρω. Τον Άβελ».

«Όχι. Τον Κάιν.»

Ο σερβιτόρος επέστρεψε με το επιδόρπιο.

«Εύα» της είπε.

«Εύα, όλα αυτά τα χρόνια που είσαι μακριά μου, νιώθω να λείπει ένα κομμάτι από τα σπλάχνα μου».

Εκείνης γυάλισαν τα μάτια της. Βούτηξε το κουτάλι της μέσα στη μηλόπιτα. Το πρόταξε μπροστά στο στόμα του. Και ο Αδάμ άνοιξε το στόμα του και το έφαγε.

Βάλια Τσιριγώτη

 

ΛΑΙΜΑΡΓΑ

Νύχτα που είναι

θα κάτσω να φάω

τις σκληρές μου λέξεις

τα μαλακά τους σημεία

τα μικρά τους φτερά

τα πελώρια αγκάθια

τις ζωηρές τους ουρές και όλα

τα σημεία στίξης και όλα ανεξαιρέτως

τα σημεία τήξης τα

μελαμψά περιστέρια τους και τα ύψη

των περιστάσεών τους

τις μυτερές μου λέξεις

και τις καμπύλες που πέταξαν

μυτερά κλωνιά

με τη ρώσσικη στέπα τους

με τα δέλτα των Νείλων τους και

των ώριμων φρούτων την ανεξίτηλη

ορθογραφία

με τους ξένους φθόγγους της ζωής

και τις αποτζιατούρες του θανάτου

τις τυφλές μου λέξεις με το μάτι

πότε του Κύκλωπα και πότε

του κυκλώνα

με το έλκος του Λόρκα στη λήγουσα

και τη χρωματιστή τους

διάρκεια φορτωμένη με

χαίρε ύψος δυσανάβατον χαίρε

βάθος δυσθεώρητον τις παγωμένες μου λέξεις

μα πού

να γυρνάω τέτοια ώρα και μάτια και λόγια

ποιανού να ζητώ

νύχτα που είναι

θα κάτσω να φάω

τις σκληρές μου λέξεις

και ποιου να γυρεύω τα χέρια και

την ανεξίκακη

θερμοκρασία

ποιανού να ζητώ

νύχτα που είναι

λαίμαργα

θα κάτσω να φάω

τις σκληρές

σκληρές μου λέξεις τα

απόκοσμα

παξιμάδια.

Στέλλα Βοσκαρίδου Οικονόμου

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy