45 χρόνια από τη δολοφονία του Κώστα Μισιαούλη από τους πραξικοπηματίες

Τους ανάγκαζαν να φωνάζουν «Ζήτω ο Νικόλαος Σαμψών, Ζήτω η Ένωσις»

Του Γιάννη Κακαρή

Ο Κώστας Μισιαούλης καταγόταν από το χωριό Άγιος Επιφάνιος, της ημιορεινής επαρχίας Λευκωσίας. Ο Κώστας μετοίκησε στο Τσέρι αφού παντρεύτηκε τη Χρυστάλλα Κ. Μισιαούλη. Ήταν μηχανοτεχνίτης στο επάγγελμα και το 1974 ήταν 24 ετών. Ήταν μέλος του ΑΚΕΛ και της ΕΔΟΝ.

Ήταν 11 παρά τέταρτο περίπου στις 17 Ιουλίου, αναφέρει η γυναίκα του ήρωα, όταν χτύπησε η πόρτα του σπιτιού του Κώστα Μισιαούλη, στο Τσέρι. Την πόρτα άνοιξε η γυναίκα του Χρυστάλλα, αφού πρώτα είπαν ότι είναι αστυνομικοί. Προτεινόμενος ο ένας από τους πραξικοπηματίες, προς τη γυναίκα του, της είπε ότι «γνωρίζω τον άνδρα σου, είναι ένα πολύ καλό παιδί, θα τον πάρουμε και θα τον φέρουμε πίσω». Πρόσθεσε ότι έχουν υποψία πως κατέχει όπλα «αν δεν έχει θα τον φέρουμε πίσω. Θα τον ανακρίνουμε μόνο. Τίποτα άλλο».

Ακολούθως, συγκέντρωσαν όλους όσους είχαν συλλάβει εκείνη τη νύχτα, έξω από το οίκημα του ΘΟΪ Τσερίου. Εκεί άρχισε η κατατρομοκράτησή τους. Υπό την απειλή των όπλων τούς ανάγκαζαν να φωνάζουν «Ζήτω ο Νικόλαος Σαμψών, Ζήτω η Ένωσις» και άλλα παρόμοια. Και οι ίδιοι οι πραξικοπηματίες έριχναν ριπές στον αέρα με αυτόματα όπλα για να εκφοβίσουν τον κόσμο.

Όπως αφηγείται η σύζυγος του Κώστα, στο «Χρονικό της Σύγχρονης Κυπριακής Τραγωδίας», μετά από λίγο «άκουσα τα αυτοκίνητα που ξεκίνησαν. Επρόκειτο για τα αυτοκίνητα πάνω στα οποία φόρτωσαν αυτούς που συνέλαβαν και τράβηξαν έξω από το χωριό. Όταν τα αυτοκίνητα έφτασαν 1 περίπου μίλι έξω από το χωριό, σταμάτησαν και σε λίγο άκουσα έναν πυροβολισμό και μετά ακόμη έναν. Έτσι εξελίχθηκαν τα τραγικά γεγονότα της δολοφονίας του ανδρός μου».

Την επομένη, όπως αναφέρει η κα Χρυστάλλα, μια νοσοκόμα την ειδοποίησε εμπιστευτικά για το τι είχε συμβεί και της είπε «να πάμε να δώσουμε αίμα για τον Κώστα που ήταν (όπως είπε, για να την καθησυχάσει) απλώς πληγωμένος».

«Αμέσως τρέξαμε όλη η οικογένεια για να τον βρούμε στο κρεβάτι των φρικτών του πόνων. Εγώ μόνο κατόρθωσα και μπήκα στο Νοσοκομείο Λευκωσίας και κατόπιν πολλών ταλαιπωριών κατόρθωσα να δώσω αίμα, όμως δεν μου επέτρεψαν να δω τον άνδρα μου, γιατί δήθεν του έκαμναν εκείνη τη στιγμή κάποιαν επέμβαση. Την Πέμπτη το απόγευμα ξαναπήγα στο νοσοκομείο, αλλά οι στρατιωτικοί που τρομοκρατούσαν το νοσοκομείο δεν μας επέτρεψαν να δώσουμε άλλο αίμα, παρ’ όλη τη συνεχιζόμενη αιμορραγία που είχε. Μας έδιωξαν κακήν κακώς. Την Κυριακή το μεσημέρι μπόρεσα να τον ξαναδώ. Με ρώτησε με μεγάλη δυσκολία αν άκουσα γιατί τον πυροβόλησαν. Εγώ παρατήρησα ότι μας είπαν πως πρόκειται για ατύχημα και πως ο Σαμψών είχε πει ότι θα σε στείλει στο εξωτερικό για να γίνεις καλά. ”Όχι, μου είπε κατηγορηματικά. Με πυροβόλησαν ξεπίτηδες”. Το έμαθα πολύ αργότερα ότι είχε πεθάνει τη Δευτέρα 22 Ιουλίου στις 11 και 30 π.μ. Ο φίλος μας ο νοσοκόμος είχε τηλεφωνήσει 2 φορές στο κοινοτικό τηλέφωνο ζητώντας μας για να μας το αναγγείλει. Όμως οι πραξικοπηματίες που καθόντουσαν στο Θ.Ο.Ι. και έπαιρναν τα τηλεφωνήματα, έλεγαν ψέματα ότι θα μας το διαβιβάσουν και δεν μας το έλεγαν. Δεν ετολμούσαν καν να μας δουν στα μάτια. Τέλος, μάθαμε την αλήθεια. Πήγε τότε ο συμπέθερός μας ο Γεώργιος Πίσσης και με αγώνα ολόκληρο κατόρθωσε να αποσπάσει τον νεκρό από τα χέρια τους. Η ταφή έγινε στο χωριό μας στο Τσέρι. Εκείνοι που ευθύνονται για το θάνατό του μας επρότειναν να κάμουν εκείνοι την κηδεία με τιμές, αλλά εμείς το απορρίψαμε με αηδίαν και περιφρόνηση. Στην κηδεία παρευρέθηκαν, παρ’ όλη την τρομοκρατία που επικρατούσε εκείνες τις μέρες στο χωριό μας, τα τρία τέταρτα του χωριού. Όλοι έκλαψαν και εξέφρασαν τη λύπη τους για το χαμό του Κώστα Μισιαούλη».

«Ο Κώστας Μισιαούλης ήταν παραπάνω από αδερφός μου»

«Είχαν τόση λύσσα για τους αριστερούς που νόμιζαν ότι θα τους φαν με το κουτάλι»

Η βαρβαρότητα του Ιούλη του 1974 μένει ανεξίτηλη σε όσους έζησαν το πραξικόπημα. Μέσα από την πιο κάτω μαρτυρία καταδεικνύεται το μένος κατά των ΑΚΕΛιστών, καθώς και η απανθρωπιά αυτών που κατέλυσαν τη δημοκρατία.

Η κυρία Αντρούλλα διηγείται μέσα από τα δικά της βιώματα τα γεγονότα του πραξικοπήματος, που εκτυλίχθηκαν γύρω από τη δολοφονία του αδερφικού της φίλου Κώστα Μισιαούλη, στο Τσέρι. Η ίδια έζησε από πολύ κοντά τα γεγονότα αφού ο άντρας της, Γιώργος Κυριάκου Πίσσης, ήταν ένας από τους συγκρατούμενους του Κώστα Μισιαούλη.

Τη νύχτα της Δευτέρας 15 Ιουλίου που πραγματοποιήθηκε το πραξικόπημα, οι πραξικοπηματίες διέταξαν το σβήσιμο των φώτων, ενώ από το φόβο και την αναστάτωση δεν βγήκαμε από το σπίτι, αναφέρει η κα Ανδρούλλα, ενώ την ίδια ώρα οι ΕΟΚΑβητατζήδες έπιναν καφέδες και λεμονάδες, σε φίλους και συγχωριανούς. Εν τω μεταξύ, το πραξικόπημα βρήκε τον Μισιαούλη στη δουλειά του και δεν μπορούσε να έρθει Τσέρι, αφού οι δρόμοι ήταν κλειστοί. Αφού μέχρι την Τετάρτη 17 Ιουλίου δεν είχε φανεί ο Κώστας, δημιουργήθηκε μεγάλη αναστάτωση από τους συγγενείς και φίλους οι οποίοι τον έψαχναν. Τελικά το απόγευμα της ίδια ημέρας είχε καταφέρει να πάει σπίτι και έτσι όλοι καθησυχάστηκαν.

Την Τετάρτη τη νύχτα, κατά τις 12, χτύπησε η πόρτα του σπιτιού με τον σύζυγο της κας Αντρούλλας να ανοίγει. Τότε οι πραξικοπηματίες του έβαλαν το όπλο στην πλάτη και τον έβαλαν στο δωμάτιο για να ντυθεί για να τον πάρουν μαζί τους. Στο δωμάτιο βρισκόταν και η κα Αντρούλλα. Έτσι έβγαλαν και τους δύο έξω στη βεράντα και από κάτω στέκονταν 5-6 ΕΟΚΑΒητατζήδες. Ο ένας από αυτούς ξεκίνησε να διαβάζει μια λίστα από ονόματα. Στην ερώτησή της γιατί της διαβάζει αυτά τα ονόματα, ο πραξικοπηματίας απάντησε πως είναι «για να ξέρεις ότι θα συλληφθείτε όλοι. Τωρά θα πάμε και να έρτουμε και να σε πιάμε και εσένα». Ακολούθως ξαναζήτησε η κα Αντρούλλα να μάθει το λόγο που συλλαμβάνουν τον άντρα της, με την απάντηση να είναι «το λόγο θα τον μάθεις όταν συλληφθείς και εσύ».

Έτσι οδήγησαν τον Γιώργο Πίσση, όπως και τους άλλους που συνέλαβαν από το Τσέρι, έξω από τα Θρησκευτικά Ορθόδοξα Ιδρύματα (ΘΟΪ) Τσερίου. Μετά από λίγη ώρα, όπως αφηγείται η κα Αντρούλλα, τους έβαλαν μέσα στο αυτοκίνητο. «Ζήτημα αν πέρασαν 2-3 λεπτά, άκουσα τις ριπές που τους έπεξαν», αναφέρει, ενώ τα χαράματα πήγε σε ένα γείτονα που είχε ταξί και του ζήτησε να την πάρει μαζί του στον Στρόβολο όπου είχε συγγενείς ο άντρας της.

«Ήξερα ότι μπορούσαν να με βοηθήσουν. Με πήραν στο αρχηγείο της Αστυνομίας για να μάθουμε τι έγινε. Έτσι μάθαμε ότι τους είχανε στον Αστυνομικό Σταθμό της Δευτεράς». Εν τω μεταξύ, προσθέτει, οι χωριανοί μας πραξικοπηματίες έκαναν περίπατο στο σταθμό, «περισσότερο από τους κυρίαρχους της Κύπρου».

Όταν τους άφησαν ελεύθερους να επιστρέψουν σπίτι, ο Γιώργος ανέφερε στην κα Αντρούλλα ότι σκότωσαν τον Μισιαούλη. Έτσι νόμιζε αφού τον είχαν πυροβολήσει στην αρτηρία που υπάρχει στα δεξιά, κάτω από την κοιλιά. Ωστόσο αργότερα έμαθαν ότι βρισκόταν ζωντανός στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας.

Την επομένη της εισβολής η κα Αντρούλλα πήγε στο νοσοκομείο και είδε τον Κώστα Μισιαούλη. Αναφέρει: «Στο νοσοκομείο μπήκα από την πίσω πόρτα στην κύρια είσοδο, είχε εκεί Εοκαβητατζήδες και δεν μας αφήναν να μπούμε μέσα. Μόλις βγήκα πάνω με παρέλαβε ένας νοσοκόμος. Μου είπε ”τι γυρεύκεις δαμέσα τζαι ήρτες; Θα σε σκοτώσουν δαμέσα”. Τότε εγώ του είπα ότι θέλω να δω τον Κώστα Μισιαούλη. Μου εξήγησε πώς να πάω και έφυγε».

Ήταν γυμνοί, ξαπλωμένοι στο πάτωμα

«Πριν να βγω όμως στον όροφο που ήταν ο Κωστής», προσθέτει, «ήταν ένα δωμάτιο στο οποίο οι περισσότεροι ήταν τίτσιροι, άλλοι εφορούσαν εσώρουχο, άλλοι τίποτε τζαι είχαν οι παραπάνω από έναν ορό στο χέρι. Τίποτε άλλο. Άλλοι είχαν ένα μουσιαμμά τζαι ήταν ππεσούμενοι πάνω, άλλοι τίποτε, ήταν χαμέ. Πέρασα σαν φάντασμα. Άμμαν τους είδα, αν μου έμπηες μασαιρκά δεν έφκαλλα γαίμα», κλαμουρίστηκε. Θωρώ τα ως σήμερα τούντα πράματα, έσηει 45 χρόνια.

Μισιαούλης: Φκάλε με που δαμέσα, αφήκαν με να πεθάνω

Έφκηκα πάνω, πήγα εκεί που μου εξήγησε ο νοσοκόμος, αλλά δεν τον έβρισκα. Από μακριά είδα έναν που του έμοιαζε. Όταν πλησίασα και με είδε, μου ένεψε να πάω κοντά. «Ήταν όπως τον τοίχο, άσπρος σιόνι, δεν εκαταλαβαίνετουν ότι ήταν ο Κωστής. Ήταν με το εσώρουχο και διμμένο όλο του το πόδι με γάζες. Τίποτε άλλο. Λαλεί μου έφκαρμε που δαμέσα αν ειμπόρεις γιατί θα πεθάνω. Αφήκαν με να πεθάνω, φρόντισε όσο μπορείς να φκω… Έπιαε το σιέρι μου τζαι δεν το εξαπόλαν… Δεν μπορώ να σου πω πώς ένιωσα τζείνη την ώρα. Αν ήταν μωρό θα τον έπιαννα στον ώμο μου τζαι να βουρώ. Αλλά δεν μπορούσα να τον σηκώσω. Λαλεί μου πήεννε Αντρούλλα μου ό,τι θέλεις κάμε, το μόνο που θέλω ένει να φκω που δαμέσα. Ο Κωστής ήταν παραπάνω που τον αρφό μου…»

Ο Κώστας Μισιαούλης ξεψύχησε στο νοσοκομείο τη Δευτέρα 22 Ιουλίου. Έτσι ο Γιώργος Πίσσης μαζί με ακόμα ένα χωριανό πήγαν στο νοσοκομείο αμέσως και τον έφεραν στο Τσέρι. Ενήργησαν άμεσα, αφού όπως τους πληροφόρησαν έπρεπε να προλάβουν «πριν πάει αυτοκίνητο να τους πιάσει για να τους πετάξει».

Δεν στήνεται κάποιος σε εκτελεστικό απόσπασμα κατά λάθος

Σχετικά με αυτά που λέγονται ότι πυροβόλησαν και σκότωσαν τον Μισιαούλη κατά λάθος, η κα Αντρούλλα ανέφερε κατηγορηματικά ότι «το να τους κατεβάζεις από το αυτοκίνητο και να τους στήνεις σε εκτελεστικό απόσπασμα δεν είναι κατά λάθος».

«Τα όπλα τζείνοι τα είχαν, ήμασταν αριστεροί»

Όπως έλεγαν, αναφέρει η κα Αντρούλλα, ο λόγος που τους συνέλαβαν ήταν ότι κρατούσαν όπλα. Ωστόσο σημειώνει: «Τα όπλα πού τα ήβραμε εμείς; Ο πραγματικός λόγος ήταν ότι ήμασταν αριστεροί. Τα όπλα τζείνοι τα είχαν. Είχαν τα πας την Κότσιηνη (περιοχή στο Τσέρι). Επήεννα τζαι εσήναα πάμια τζαι εθώρουν τα. Είσιε ένα λούκκο που τα είχαν μέσα, βουνάρι. Πουπάνω είχαν κονναρκές, αλλά εφένουνταν ακόμα. Επηένναν τζαι επιθεωρούσαν αν ήταν τζιαμαί».

«Τέτοια βαρβαρότητα που έζησα τζείνη τη νύχτα (17 Ιουλίου) ήταν το κάτι άλλο. Στη ζωή μου δεν την ξεχάννω. Ήταν απάνθρωποι, είχαν τόση λύσσα για τους αριστερούς που νόμιζαν ότι θα τους φαν με το κουτάλι», είπε η κα Αντρούλλα, ευχόμενη να μη ζήσουν τέτοιες καταστάσεις οι νέες γενιές.

Επίσης σημείωσε ότι δεν μπορούν να είναι ξεχασμένα ούτε συγχωρεμένα. «Τους έχω στο στομάσι. Ώσπου να πεθάνω δεν το συγχωρώ σε κανέναν».

Τον ανάγκασαν να γλείψει τα αίματα του Κώστα

Ο συγκρατούμενος και στενός φίλος του Κώστα Μισιαούλη, Γιώργος Κυριάκου Πίσσης, αναφέρει για τα γεγονότα: «Επιάν μας διότι ήμασταν αριστεροί. Αφού μας έβαλαν μέσα στο ΘΟΪ και εκάτσαμε χαμέ και επαίζαν σιηπεθκές πάνω που την τζεφαλή μας». Στη συνέχεια τους έβαλαν μέσα σε ένα αυτοκίνητο για να τους μεταφέρουν στη Δευτερά, ωστόσο σε κάποια στιγμή τους κατέβασαν από το αυτοκίνητο.

Όπως διηγείται, «τα φώτα του λαντρόβερ ήταν αναμμένα, στο καπό καθόταν ένας ένοπλος που διέταξε τον Μισιαούλη να παραδώσει τα όπλα που είχε. Εκείνος δεν απάντησε. Τότε άνοιξαν πυρ. Αυτός που ήταν πάνω στο καπό έριξε μια ριπή πάνω από τα κεφάλια μας. Μια λάμψη πήγαινε κατά πάνω του Μισιαούλη. Τον είδα να πέφτει κάτω. Ο ένας ένοπλος τον διέταξε να σηκωθεί, αλλά αυτός δεν ανταποκρινόταν. Ρώτησε τους άλλους ένοπλους ποιος πυροβόλησε. Εγώ, απάντησε ένας από αυτούς. Γύρισε τον Μισιαούλη και είδε ότι τον είχαν πετύχει στην κοιλιά, ενώ το αίμα είχε ήδη σχηματίσει λίμνη γύρω του. Έδωσαν οδηγίες να τον πάρουν στο νοσοκομείο. Πριν φύγουν υποχρέωσαν έναν άλλον κρατούμενο να σκύψει και να γλείψει το αίμα του Μισιαούλη».

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy