49 χρόνια από την εξέγερση του Πολυτεχνείου

Του Μιχάλη Μιχάηλ

Πολυτεχνείο, μετά από 49 χρόνια κι οι μνήμες είναι ακόμα νωπές.

Όσοι έζησαν την ταραγμένη εκείνη εποχή θυμούνται καθαρά το σκοτεινό ξημέρωμα της 17ης Νοέμβρη κι όσοι δεν έζησαν τον μεγάλο ξεσηκωμό των φοιτητών τον διάβασαν από τις διηγήσεις των ανθρώπων που βρέθηκαν εκεί.

Όσοι βρέθηκαν εκεί ξέρουν. Ξέρουν τι έγινε. Όπως ξέρουν και την προσπάθεια απαξίωσης του Πολυτεχνείου από τους κύκλους της χουντικής αντίδρασης αλλά και της… συμπαθούσας Δεξιάς!

Προσπαθούν να πείσουν ότι το Πολυτεχνείο ήταν μια οργανωμένη ενέργεια του Δ. Ιωαννίδη για να… ρίξει τον Γ. Παπαδόπουλο.

Άλλοι λένε ότι το Πολυτεχνείο ευθύνεται για την ανατροπή του Παπαδόπουλου από τον Ιωαννίδη.

Άλλοι ισχυρίζονται ότι στο Πολυτεχνείο δήθεν δεν υπήρξαν νεκροί. Αυτό είναι αλήθεια. Δεν υπήρξαν επιβεβαιωμένοι νεκροί μέσα στο Πολυτεχνείο. Υπήρξαν όμως τραυματίες. Επιβεβαιωμένοι νεκροί υπήρξαν έξω από το Πολυτεχνείο και λόγω του Πολυτεχνείου. Όσοι ισχυρίζονται ότι επειδή δεν υπήρξαν νεκροί μέσα στο Πολυτεχνείο, άρα το Πολυτεχνείο δεν είχε νεκρούς, τότε θα πρέπει να ρωτηθούν κατά πόσον όσοι το 1974 σκοτώθηκαν μακριά από τα πεδία της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, δεν πρέπει να θεωρούνται νεκροί της εισβολής; Ανόητες θεωρήσεις που στοχεύουν στην απαξίωση αυτής της μεγάλης εξέγερσης.

Δεν θα σχολιάσουμε το άλλο ανοητολόγημα, ότι η γενιά του Πολυτεχνείου κατέστρεψε την Ελλάδα. Διότι περί ανοητολογήματος πρόκειται.

Εκεί στο Πολυτεχνείο βρέθηκαν χιλιάδες «ανώνυμοι» άνθρωποι της καθημερινότητας. Άνθρωποι που ένιωθαν την καταπίεση της χούντας, την καταπιεσμένοι από τον καιρό του εμφυλίου, με φυλακίσεις, εξορίες, βασανιστήρια…

Οι άνθρωποι του Πολιτισμού στο πλευρό των φοιτητών

Εκεί ήταν και «επώνυμοι» όπως ο Γιάννης Ρίτσος. Βρισκόταν εκεί, στις 15 Νοεμβρίου, στις πρώτες σειρές της μεγάλης διαδήλωσης που άρχισε από το Πολυτεχνείο και έφτασε ως την πλατεία Κλαυθμώνος. Τις επόμενες ημέρες άκουσε με ενδιαφέρον τις εκπομπές του παράνομου ερασιτεχνικού σταθμού που έχει στηθεί στο Μετσόβειο. Με ταραχή και οργή άκουσε την επίθεση στους συγκεντρωμένους με δακρυγόνα και έπειτα με σφαίρες. Μετά με τανκ. Ο ποιητής έφυγε για τον Κάλαμο, αρχίζοντας το «Ημερολόγιο μιας εβδομάδας».

Εκεί ήταν και ο Νίκος Ξυλούρης. Βρέθηκε μέσα στο Ίδρυμα και τις τρεις ημέρες της κατάληψης. Και δεν κρύφτηκε. Βγήκε μπροστά, ανάμεσα στους φοιτητές, κάνοντας το σήμα της νίκης με τα δάκτυλά του. Τραγούδησε. Τραγούδησε τα ριζίτικα, αλλά και την «Ξαστεριά» και ξεσήκωσε τους συγκεντρωμένους.

Εκεί ήταν και ο Γιάννης Μαρκόπουλος και πάρα πολλοί άλλοι από τον χώρο του Πολιτισμού.

 

Οι ζωντανές μαρτυρίες

Στη συνέχεια σταχυολογούμε κάποιες μαρτυρίες από ανθρώπους που ήταν εκεί, όπως παρουσιάστηκαν σε διάφορα αφιερώματα εφημερίδων και εκπομπών στην Ελλάδα.

 

Ο Αριστοτέλης Σαρηκώστας ήταν από τους λίγους Έλληνες  φωτορεπόρτερ που βρέθηκαν στον τόπο των γεγονότων και αποτύπωσε με τον φωτογραφικό του φακό στιγμές ανεξίτηλες. Πριν από τέσσερα χρόνια είχε μιλήσει στο «ΕΘΝΟΣ» των Αθηνών και είχε θυμηθεί: «Κατά τη διάρκεια της 14ης Νοέμβρη ομάδες από 500 με 800 άτομα εξαπέλυαν επιθέσεις με πέτρες εναντίον αστυνομικών. Οι αστυνομικοί απαντούσαν με σφαίρες καουτσούκ και δακρυγόνα. Σε ένα από αυτά τα μπες – βγες μέσα στο Πολυτεχνείο ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων μπήκε μέσα και έκλεισε τις πόρτες. Η αστυνομία περικύκλωσε το Πολυτεχνείο. Οι φοιτητές δεν μπορούσαν να βγουν και από εκεί αρχίζει η κατάληψη. Έχω φωτογραφήσει έναν οικοδόμο να έχει φάει φωτοβολίδα στο χέρι εξ’ επαφής από έναν αστυνομικό. Αυτό συνέβη στην πλατεία Ομονοίας και όταν τον ρώτησα γιατί δεν πας στο νοσοκομείο μου απάντησε “δεν είναι τίποτα”», λέει ο φωτορεπόρτερ περιγράφοντας ένα στιγμιότυπο από επεισόδιο εκείνης της περιόδου.

«Πυροβολούσαν με σφαίρες καουτσούκ. Αυτή η σφαίρα μπορεί να σε τραυματίσει αλλά πολύ δύσκολα θα σε σκοτώσει. Το βράδυ που χαμήλωναν τα φώτα υπήρχαν αστυνομικοί ακροβολισμένοι σε ταράτσες και σε μπαλκόνια και πυροβολούσαν με σφαίρες κανονικές.

Ανάμεσα στους αστυνομικούς διακρίναμε αρκετούς προβοκάτορες οι οποίοι, χωρίς λόγο, με ξύλα χτυπούσαν τον κόσμο για να δημιουργήσουν εντάσεις. Το αποκορύφωμα ήταν την τελευταία βραδιά. Τότε,  οι αύρες της αστυνομίας κυνηγούσαν τον κόσμο. Οι φοιτητές άναβαν φωτιές σε όλη την Πατησίων. Δεν μπορώ να ξεχάσω την οργή και το μίσος των αστυνομικών. Ο στρατός πυροβολούσε στον αέρα αλλά το μίσος των αστυνομικών ήταν πρωτόγνωρο. Κάτι το ανεξήγητο. Έχω καλύψει αρκετούς πολέμους, έχω δει πολλά, αλλά αυτό με εντυπωσίασε. Είναι τελείως διαφορετικό να φωτογραφίζεις μέσα στη χώρα σου, τα συναισθήματα είναι τελείως διαφορετικά».

 

Ιωάννα Καρυστιάνη, συγγραφέας

Η Ιωάννα Καρυστιάννη , τότε φοιτήτρια Νομικής αφηγείται: «Θυμάμαι, λοιπόν, επειδή ήταν πρόσφατο το αιματοκύλισμα στη Χιλή, δεν το θεωρούσαμε και απίθανο να συμβεί το ίδιο και στην Ελλάδα. Δεν θέλαμε να σκοτωθούμε – παιδιά ήμασταν – αλλά μερικές φορές νιώθεις ότι δεν γίνεται διαφορετικά. Ίσως, επειδή η στρατιωτική δικτατορία είχε αποδειχτεί τόσο αηδιαστική, τόσο προσβλητική στην ανθρώπινη ύπαρξη, τόσο ανενδοίαστη, τόσο επικίνδυνη, νιώθαμε ότι δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά[…] Οπότε δεν γινόταν να μην πάμε στο Πολυτεχνείο. Εμένα δεν μου πέρασε ποτέ απ’ το μυαλό να καθίσω στ’ αυγά μου, κι ας είχα διαλυθεί ψυχολογικά στην ΕΣΑ. Ήταν πια πολύ ντροπιαστική κατάσταση η Δικτατορία. «Κυλώνειον Άγος».

[…] Μετά μας μετακομίσανε σ’ ένα διαμέρισμα που είχε φως- το τέταρτο κρησφύγετο-, της οικογένειας Κομνηνού με τη δίχρονη κόρη τους Τατιάνα. Οι Κομνηνοί ξεσπιτώθηκαν. Μια φορά είχανε φέρει μια Σουηδέζα δημοσιογράφο με δεμένα μάτια στο υπόγειο- νύχτα- και μας πήρε συνέντευξη, δεν θυμάμαι λεπτομέρειες ίσως μαγνητόφωνο. Γράφαμε ανταποκρίσεις για τη «Φωνή της Αλήθειας» και την Ντόιτσε Βέλε κι ερχόταν και τις έπαιρνε ο σύνδεσμος, ο σεμνός Βασίλης ο Κολώνιας, που μας έφερνε εφόδια, λίγα τρόφιμα και κυρίως φάρμακα από τη φαρμακαποθήκη όπου δούλευε ο Γιάννης Κομνηνός.
[…] Υπήρχαν πάρα πολλοί άνθρωποι που κάνανε τα αδύνατα δυνατά να βοηθήσουν παιδιά γιατί και μετά το Πολυτεχνείο και μετά το χτύπημα του Φλεβάρη ήταν εκατοντάδες παιδιά που ήταν καταζητούμενα… Όταν έπεσε η Χούντα, η ΚΝΕ με «ξεκλείδωσε» τρεις μέρες μετά. Όλη η Ελλάδα ήταν στους δρόμους κι εγώ ακόμα κλειδωμένη. Και με το που βγήκα, παίρνω τηλέφωνο τους δικούς μου στην Κρήτη (τους πρώτους τρεις μήνες νόμιζαν ότι έχω πεθάνει)».

 

Η συμβολή των Γιατρών

Όπως περιγράφει στον συλλογικό τόμο «Εκ των υστέρων 19+1» (εκδόσεις Λιβάνη, με επιμέλεια του Δημήτρη Παπαχρήστου), ο υπεύθυνος του ιατρείου, φοιτητής Ιατρικής τότε, Γιώργος Παυλάκης: «Το πρώτο βράδυ έγιναν και μερικοί τραυματισμοί σε συμπλοκές με τραμπούκους. Δώσαμε τις πρώτες βοήθειες και σκέφτηκα ότι με τόσο κόσμο και τις αναμενόμενες συμπλοκές χρειαζόμασταν ένα οργανωμένο ιατρείο. Πήρα μια μεγάλη αίθουσα στην Αρχιτεκτονική και αρχίσαμε να οργανώνουμε με τον Χαντάτ και τον Καπερώνη ένα στοιχειώδες ιατρείο».

Και η φοιτήτρια τότε Φαρμακευτικής, Μέλπω Λεκατσά: «Στο κτίριο Αβέρωφ φτιάξαμε τα έδρανα σαν κρεβάτια και απλώσαμε πάνω χαρτοβάμβακα ή σεντόνια που είχαμε φέρει ώστε να είναι καθαρά. Από το απόγευμα της Παρασκευής 16 Νοεμβρίου οι συγκρούσεις και οι αναταραχές φουντώνουν, τα δακρυγόνα πληθαίνουν και η ατμόσφαιρα γίνεται όλο και πιο αποπνικτική. Στο ιατρείο καταφθάνουν όλο και περισσότεροι τραυματίες. Από το πρωί της Παρασκευής και ιδιαίτερα το απόγευμα, το Πολυτεχνείο έπαψε να είναι μία φοιτητική διαμαρτυρία. Μετατρεπόταν σε λαϊκή διαμαρτυρία και εξέγερση, με αίτημα να φύγει η χούντα. Αυτό έγινε γιατί ο κόσμος της Αθήνας ανταποκρίθηκε, γιατί η πλειοψηφία ένιωθε σαν και μας, αν και είχε παραμείνει σιωπηλή για χρόνια».

«Δώσαμε φωνή στους Έλληνες και πολλοί βγήκαν στους δρόμους. Ο ραδιοσταθμός βοήθησε φοβερά, ήταν η πρώτη ελεύθερη φωνή στην Αθήνα έπειτα από χρόνια. Την ίδια ώρα ξέραμε ότι το χουντικό καθεστώς θα αντιδράσει, όπως και έκανε, πρώτα με την Αστυνομία και μετά κατεβάζοντας τα τανκς», σημειώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Δρ. Γιώργος Παυλάκης.

Οι γιατροί που στελέχωναν το ιατρείο χρησιμοποιούσαν ό,τι μέσα είχαν στη διάθεσή τους για να σταματήσουν τις αιμορραγίες. Η προσέλευση μέσα στο χώρο ήταν συνεχής. «Έρχονταν άνθρωποι με εκδορές που φαινόταν ότι είχαν πυροβοληθεί. Δεν είχα δει ξανά στη ζωή μου τόσο τραυματισμένους ανθρώπους. Άρχισα να τρελαίνομαι. Άρχισα να ειδοποιώ τους άλλους φοιτητές στη συντονιστική επιτροπή ότι κάτι συμβαίνει έξω, και ότι θα χρειαστεί να μεταφέρουμε κόσμο από το Πολυτεχνείο. Όλα κυλούσαν με τόσο γρήγορους ρυθμούς που δεν προλαβαίναμε να περιθάλψουμε τον ένα και αμέσως μετά ερχόταν άλλος. Η κατάσταση ήταν εμπόλεμη κι εμείς οι φοιτητές απροετοίμαστοι να δεχθούμε ότι εκείνη την ώρα συνέβαινε αυτό το πράγμα», διηγείται η κ. Λεκατσά.

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy