Γραμμές/ Ορίζοντας/Φωτογραφία: Ρωξάνη Νικολάου

Ποιήματα της Ρωξάνης Νικολάου

Γεννήθηκα μόλις σήμερα
στο μέσο παγωμένης στέπας.
Γκρίζος ορίζοντας
ακατανόητος ουρανός
λύκοι ουρλιάζουν.
Φτιάχνω ένα σπαθί
από λάσπη (αίμα και όνειρο)
προχωρώ.

*

Κοιμήσου αγάπη μου τον ύπνο μου

αγρυπνώ το ακίνητο νερό της φωνής σου.

*

Παιδί ήταν ο κόσμος τ’ όνειρο, σήμερα είμαι εγώ το δικό του.

 

Στο προσκέφαλό σου μητέρα

Στο προσκέφαλό σου

οι νύχτες ανακτούν το θρόνο τους

στα παγωμένα τζάμια πλησιάζουν

παραμύθια, τραγούδια, σχολικά ποιήματα

και το παλικάρι με τους σαράντα δράκους.

Θ’ ανακτήσουν κι οι μέρες τ’ όνομά τους

θα ξαναβρούν τον ύπνο τους

 

Προϊστορία ή Ανάγνωσμα νυχτός

Ήταν οι άνθρωποι τότε λίγοι, ίσως μόνο εσύ κι εγώ, τ’ άγρια ζώα και τα αρπαχτικά πουλιά πλησίαζαν στη φωτιά μας χωρίς να φοβούνται ή εμείς να τα φοβόμαστε μονάχα που καμιά φορά μας κοιτούσανε ώρα πολλή ακίνητα κι η σκοτεινιά λίμναζε μέσα στο νου.

Με είχα μόλις μαζέψει από τα δόντια του παραθυριού, μεσάνυχτα όπως πάντα όταν φάνηκες ακολουθούμενος από το δρόμο που θα ‘φευγες

ίχνη πυκνών φιλημάτων αναπηδούσαν μέσα απ’ τα φωτίσματά σου, χειλιών που ήπιαν το ξύδι και τη χολή του κόσμου προτού να χαλαστούν, προτού γίνουν ίχνη αχνά, δυσδιάκριτα σε σκόνη παλαιού ίσως κι ανύπαρχτου εικονίσματος.

Η μύγα

Η μύγα κάθισε στο χέρι του
ύστερα περπάτησε όπως περπατούν οι μύγες
σ’ όλο το πλάτος της παλάμης
κι αφού ο συνήθης απότομος αέρας δεν τη διέκοψε
συνέχισε την περιπλάνησή της
πέταξε μέχρι το πρόσωπο,
κάθισε στα χείλη, στα βλέφαρα, στα φρύδια,
στη μύτη, στα μαλλιά.

“Μια στις τόσες φορές συμβαίνει
πλήρης απουσία αντίδρασης”
σκέφτηκε η μύγα.

 

Όραση

-Λίγο γλυκό για τα πικρά σου δάκρυα

-Είσαι βέβαιος πώς πέθανε;

– Ηταν θνητός, δεν του φαινόταν.

Ένα σαμιαμίδι πέφτει στον ώμο μου

κατεβαίνει αργά

στο ακίνητο μου πόδι

περπατά μικρή αράχνη

κατεβαίνει στην κοιλιά

στο μηρό, στη γάμπα

τρώει τη μικρή αράχνη.

Σκοτεινά νερά

παφλάζουν στην εξώπορτα

γυαλιά καρφιά

το λιγοστό μου

πάτωμα

κάποιος τα σπρώχνει

-ας τον πούμε άνεμο –

ολοένα πιο μπροστά

στην όραση.

Αϋπνία

Θυμήθηκα την κραυγή της Ρίτας τα μεσάνυχτα, πριν πεθάνει την άλλη μέρα. Την είχε πάρει ο ύπνος σε όχθη ορμητικού ποταμού ενώ έσφιγγε πάνω της ένα σώμα που είχε φύγει πριν από χρόνια.

Κάθιδρη ξανακάθομαι. Ακούω τα φύλλα που γεννιούνται, θροΐζουν, μαραίνονται, σαπίζουν. Ίσως κι εκείνα ν’ ακούν εμένα.

 

Υπάρχει μια αριθμητική τρυφερότητας

Βαδίζω σε διαστέλλοντα δρόμο

απροσάρμοστο στη γη των ανθρώπων

κάθομαι σ’ ένα παγκάκι απαρηγόρητη

από αγιάτρευτη ξενιτειά

όταν το ευειδές ρομπότ που σερβίρει ποτά

στην πλατεία με καλεί με τ’ όνομά μου

και πλησιάζοντας, μου ψιθυρίζει:

“μπορούμε αν θέλεις να πεθάνουμε μαζί”

Η θέα μειώνει την έντασή της

ίσως αντέξω άλλα χίλια

δυο χιλιάδες χρόνια.

Φαντασμαγορία

Αυτός που φτιάχνει το σκοινί κι αυτός που το ρίχνει κι αυτός που το γραπώνει για να βγει έξω κι αυτός που τον σπρώχνει για να πέσει κι αυτός που πέφτει κι αυτός που σκάβει στα τοιχώματα γυρεύοντας τ’ όνομά του κι αυτός που το θάβει κι αυτός που ο ρόγχος του καθώς σβήνει αντιφεγγίζει στο σώμα του διπλανού κι αυτός που ονειρεύεται ότι μακριά, πέρα από το λάκκο, υπάρχει η φαντασμαγορία της μέρας και της νύχτας.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy