Πυξίδα/Ορίζοντας

Σημειώσεις για τον κινηματογράφο στην Κύπρο

  1. Αποφεύγω τον όρο «Κυπριακός Κινηματογράφος». Όχι γιατί θεωρώ ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει ή αν αποτελεί ή όχι κομμάτι ενός άλλου «εθνικού κινηματογράφου», με την αναφορά να γίνεται σε αυτή την περίπτωση στον Ελληνικό Κινηματογράφο, αλλά επειδή αποφεύγω γενικά τους «εθνικούς κινηματογράφους». Πρόκειται για ένα ιδεολογικό ‐πολιτικό ζήτημα που εντάσσεται μέσα στο πλαίσιο της γενικότερης συ‐ ζήτησης για το «έθνος και το κράτος», τις συλλογικές και ατομικές ταυτότητες και την ιεράρχησή τους μέσα στις ιδιόμορφες συνθήκες της Κύπρου και την ταξικότητα της διαδικασίας της τέχνης ως μιας από τις πιο σημαντικές ανθρώπινες δραστηριότητες. Πρόκειται για μια συζήτηση που άνοιξε στα χρόνια μετά το 1974, που κορυφώθηκε στη δεκαετία του 1990 και εκφράστηκε μέσα από μια σειρά από ταινίες που δημιουργήθηκαν στην Κύπρο εκείνη την περίοδο, ίσως και λίγο μετά.
  2. Όλα αυτά μοιάζουν συχνά να ανήκουν στη σφαίρα μιας ιδεολογικής ρητορικής που στις καλύτερες στιγμές της έδωσε μερικές πολύ καλές και ειλικρινείς ταινίες, ενώ στις πιο φτηνιάρικες εκδοχές της προσομοίαζε τη συζήτηση για το «χαλλούμι» και την προέλευσή του.
  3. Από την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, για τη νέα γενιά Κύπριων δημιουργών του κινηματογράφου η συζήτηση αυτή άρχισε να εξασθενεί και να περιθωριοποιείται σε βαθμό μάλιστα που σήμερα έχει παραμεριστεί σχεδόν εντελώς από το κέντρο της συζήτησης. Ταυτόχρονα στις ταινίες που δημιουργούνται από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 αρχίζει να παρατηρείται μια ξεκάθαρη, αλλά σταθερή απομάκρυνση από τις θεματικές που απασχολούσαν τους σκηνοθέτες της προηγούμενης γενιάς: η Κύπρος, το εθνικό, η εισβολή και κατοχή, η συνύπαρξη των κοινοτήτων ή μη, οι εθνοτικές διαμάχες, ο εθνικισμός.
  4. Αυτό συμπίπτει με μια περίοδο όπου γίνονται τεράστιες αλλαγές στην τεχνολογία του κινηματογράφου και με το πέρασμα από το αναλογικό μέσο στην ψηφιακή τεχνολογία και τον σχετικό εκδημοκρατισμό της κινηματογραφικής παραγωγής. Συνέπεσε επίσης με την υποχώρηση της αναλογικής τηλεόρασης, την ανάπτυξη του διαδικτύου, τη διάχυση των οπτικοακουστικών παραγωγών μέσα από τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, την υποχώρηση της κινηματογραφικής αίθουσας για άλλη μια φορά μετά την κρίση του «βίντεο» της δεκαετίας του 1980 και με τη δημιουργία παγκόσμιων κοινοτήτων θεατών – καταναλωτών οπτικοακουστικού έργου. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, δύσκολα υπάρχει χώρος για ένα «εθνικό κινηματογράφο». Αντίθετα οι σύγχρονες οπτικοακουστικές παραγωγές απευθύνονται στον παγκόσμιο θεατή. Αυτή είναι μια πραγματικότητα που δύσκολα μπορεί κανείς να αγνοήσει με όσα αρνητικά και θετικά φέρνει μαζί της.
  5. Όλα αυτά καθώς το βίωμα του 1974 απομακρύνεται στο βάθος της ιστορίας και τα μεγάλα σχέδια των ιδεολογιών των περασμένων δεκαετιών ξεφτίζουν. Οι νέοι κινηματογραφιστές της Κύπρου, κυρίως μέσα από τη μικρού μήκους ταινία θα εκφράσουν τις αγωνίες και αναζητήσεις της δικής τους εποχής. Όπως και σε άλλους τομείς της καλλιτεχνικής δημιουργίας αναπτύσσεται σιγά – σιγά η τάση προς μια μεταδραματική κινηματογραφική αφήγηση με όλες τις ευχάριστες εκπλήξεις όταν αγγίζει με τόλμη ευαίσθητα κοινωνικά ζητήματα, όμως από την άλλη και τους κινδύνους μιας ναρκισσιστικής αυτοαναφορικότητας που εμπεριέχει το εγχείρημα. Το σημαντικό είναι ότι στις πλείστες των περιπτώσεων είναι ότι κανείς διαισθάνεται την ειλικρίνεια για επικοινωνία πίσω από κάθε ταινία, κάτι που οφείλω να ομολογήσω ότι συχνά αισθανόμουν ότι έλειπε από αρκετές ταινίες των προηγούμενων δεκαετιών. Και ειλικρίνεια σημαίνει βίωμα. Σημαίνει η ίδια η δημιουργός να είναι παρούσα στο καλλιτεχνικό έργο.
  6. Εξαιρετικής σημασίας είναι ότι στην περίοδο αυτή κάνουν πλέον έντονη την παρουσία τους οι γυναίκες σκηνοθέτες, καθώς και σε άλλες ειδικότητες του κινηματογράφου, καλλιτεχνικές και τεχνικές. Θεωρώ ότι αυτή είναι και η στιγμή που η κυπριακή κινηματογραφική δημιουργία αρχίζει να αντιμετωπίζει τον εαυτό της και τον θεατή στον οποίο απευθύνεται με περισσότερη ειλικρίνεια και αμεσότητα.
  7. Μια σημαντική μορφή έκφρασης αυτής της ειλικρίνειας είναι και η χρήση της διαλέκτου στους διαλόγους αντί της Κοινής Νέας Ελληνικής όταν οι ταινίες δημιουργούνται μέσα στα πλαίσια ενός ‐ας μου επιτραπεί ο αδόκιμος όρος‐ «κυπριακού κοινωνικού ρεαλισμού». Αυτό συμβαίνει για πρώτη φορά έξω από το πλαίσιο αυτοσαρκασμού της διαλέκτου του παραδοσιακού τηλεοπτικού ή ραδιοφωνικού «κυπριακού σκετς» ή της επιθεώρησης όπου η διάλεκτος χρησίμευε κυρίως ως εργαλείο παραγωγής χιούμορ και μάλιστα σε βάρος της. Η τηλεοπτική παραγωγή ακολουθεί το κινηματογραφικό παράδειγμα και στις αρχές του 2000 έχουμε και τις πρώτες τηλεοπτικές σειρές όπου χρησιμοποιείται αποκλειστικά η διάλεκτος. Σήμερα και άλλες μορφές τέχνης, όπως στο τραγούδι και το θέατρο, στρέφονται προς τη διάλεκτο με μια διάθεση να «αποκατασταθεί» η σπουδαιότητά της ως η γλώσσα της ψυχής. Υποψιάζομαι ότι κάτι ανάλογο άρχισε να συμβαίνει και στην ελάχιστη, πλην όμως σημαντική, κινηματογραφική παραγωγή της τουρκοκυπριακής κοινότητας.
  8. Σαφέστατα η χρήση της γλώσσας δεν μπορεί να αποτελεί «δόγμα». Το ζητούμενο είναι πάντα η επικοινωνία μέσα από την τέχνη του κινηματογράφου και μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο κάθε δημιουργός να επιλέγει τα εκφραστικά του μέσα. Είναι όμως χαρακτηριστικό το ότι ο νέος κινηματογραφιστής που θέλει να δημιουργήσει ρεαλιστικούς χαρακτήρες που ζουν και αναπνέουν σε ένα κυπριακό περιβάλλον, δύσκολα δεν θα τους βάλει να μιλήσουν πια την Κυπριακή Ελληνική (ή και Κυπριακή Τουρκική) διάλεκτο. Αυτό το ζήτημα υπήρξε ένα θέμα ταμπού για τους κινηματογραφιστές της προηγούμενης γενιάς παρ’ όλο που υπήρξαν και ταινίες που γυρίστηκαν στα Αγγλικά για λόγους διανομής (η ελπίδα ότι μια αγγλόφωνη ταινία θα έβρισκε διεθνή διανομή). Όχι όμως στη διάλεκτο. Ήταν θεμιτό οι Κύπριοι χαρακτήρες να μιλούν Αγγλικά ή μια πρότυπη Κοινή Νέα Ελληνική, όχι όμως τη διάλεκτο.
  9. Σήμερα το ζήτημα της γλώσσας αντιμετωπίζεται από τους νέους κινηματογραφιστές εντελώς αντιδογματικά. Μια μερίδα Κύπριων κινηματογραφιστών αποφασίζουν να χρησιμοποιήσουν την Αγγλική ή την Κοινή Νέα Ελληνική γιατί με αυτήν έχουν μάθει να εκφράζονται. Άλλους δεν φαίνεται να τους αφορά ιδιαίτερα το ζήτημα ποια γλώσσα θα χρησιμοποιήσουν αν αισθάνονται ότι αυτό εξυπηρετεί αυτό που θέλουν να πουν. Δεδομένου του ότι ένα μεγάλο κομμάτι της θεματολογίας αγγίζει τη σύγχρονη «πολυπολιτισμική» κοινωνία, η γλώσσα των διαλόγων παίρνει συχνά εντελώς διαφορετικές κατευθύνσεις προς άλλες γλώσσες και ακούσματα.
  10. Παρακολουθώντας κανείς τις κινηματογραφικές ταινίες των τελευταίων χρόνων που έχουν δημιουργηθεί στην Κύπρο θα μπορούσε παρακινδυνευμένα ίσως να ξεχωρίσει τις εξής βασικές τάσεις, κυρίως ανάμεσα στις ταινίες μικρού μήκους μυθοπλασίας που αποτελούν και τον κύριο όγκο της κυπριακής κινηματογραφικής παραγωγής:
‐ «Κοινωνικός ρεαλισμός»: Μια μεγάλη μερίδα κινηματογραφιστών ασχολείται με το μεταναστευτικό ως ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα της εποχής μας, μέσα σε ένα συνήθως ρεαλιστικό δραματουργικό πλαίσιο. Παρατηρείται μια ιδιαίτερη πολιτική και κοινωνική ευαισθησία στην αντιμετώπιση του ζητήματος. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο οι κοινωνικές και οι διαπροσωπικές σχέσεις αποτελούν ‐όπως αποτελούσαν πάντα‐ επίσης μια ξεκάθαρη τάση. Ταινίες που εκφράζουν αγωνίες, αλλά και άποψη ξεκάθαρα πολιτική. Ελάχιστες ταινίες γίνονται με θέμα την πολιτική κατάσταση και το διαχωρισμό στην Κύπρο, ενώ έχουμε και παραδείγματα αντιμετώπισης της παρούσας πολιτικής κατάστασης μέσα από το χιούμορ ‐κάτι επίσης αδιανόητο για τους κινηματογραφιστές της προηγούμενης γενιάς.
‐ «Μεταδραματικές φόρμες»: Ταινίες μικρού μήκους που δεν ακολουθούν τις «παραδοσιακές» μορφές τόσο σε επίπεδο κινηματογραφικής αφήγησης όσο και επίπεδο δραματουργίας. Μη γραμμική αφήγηση, ειρωνεία, συγκερασμός περιόδων, έμφαση στη γλώσσα ως υλικό, μη ύπαρξη κεντρικού χαρακτήρα, χωρίς ειδολογική καθαρότητα και άλλα χαρακτηριστικά των μεταδραματικών μορφών. Υπάρχουν επίσης ταινίες που μπορούν να περνούν άνετα ή λιγότερο άνετα από τη μυθοπλασία στο ντοκιμαντέρ θολώνοντας τα μέχρι προ τινός αυστηρά όρια ανάμεσα στα δύο είδη. Πρόκειται για μια παγκόσμια τάση. Οι θεματικές αυτών των ταινιών ασχολούνται κυρίως με ζητήματα ταυτότητας, σεξουαλικότητας, ζητήματα φύλου, υπαρξιακές ανησυχίες, το περιβάλλον, την κλιματική αλλαγή, αλλά κάποτε αγγίζουν και τις σχέσεις μεταξύ των παραδοσιακών και όχι μόνο κοινοτήτων της Κύπρου με κάποια πολύ ενδιαφέροντα αποτελέσματα. Ενίοτε όμως καταλήγουν σε ταινίες αυτοαναφορικές και αδιάφορες.
‐ Μια ιδιαίτερη «κατηγορία» είναι οι κυπριακές ταινίες που επιχειρούν να αναπαραγάγουν εξόφθαλμα και συνειδητά κινηματογραφικά genre, όπως το «κυπριακό θρίλερ», το «κυπριακό φιλμ νουάρ», της ταινίας μεταφυσικού περιεχομένου. Αυτό κάποτε συμβαίνει μέσα από μια σκωπτική ματιά ή και σκόπιμης υπερβολής. Παρατηρείται ακόμα και μια τάση ξεκάθαρης αναφοράς σε ταινίες, ήρωες, υπερήρωες και αγαπημένους δημιουργούς ταινιών.
‐ Ελάχιστα παραδείγματα έχουμε κωμωδίας ή ακόμα και γενικότερα του κωμικού στοιχείου. Υπάρχει μια γενικότερη υποχώρηση της «καθαρής κωμωδίας» στον κινηματογράφο για λόγους που είναι αντικείμενο μιας τεράστιας συζήτησης.
  1. Έχω την αίσθηση ότι ο κινηματογράφος στην Κύπρο περνά από ένα στάδιο αναζήτησης και σταδιακής ωρίμανσης. Για να μπορέσει όμως να γίνει αυτό, είναι σημαντικό να γίνει συνειδητή η κοινωνική αναγκαιότητα της τέχνης ως του αίματος που κρατά ζωντανή μια κοινωνία, του κινηματογράφου και των οπτικοακουστικών μορφών τέχνης γενικότερα ως του κατεξοχήν τρόπου να δεις τον κόσμο μέσα από τα μάτια του άλλου.

Άδωνης Φλωρίδης

Το άρθρο αναδημοσιεύεται από το περιοδικό Νέα Εποχή τεύχος 347, Χειμώνας 2021

 

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy