Στις 9 Μαΐου 1945, λίγες µέρες µετά την ανύψωση της κόκκινης σηµαίας µε το σφυροδρέπανο στο Ράιχσταγκ, η ναζιστική Γερµανία συνθηκολογεί άνευ όρων κάτω από τη θριαµβευτική προέλαση του Κόκκινου Στρατού.
Του Άντρου Ιωάννου
Σήµερα θυµόµαστε τους 20.000.000 νεκρούς του σοβιετικού λαού αλλά και όλων των άλλων χωρών που έχασαν τη ζωή τους στον αγώνα για απαλλαγή της ανθρωπότητας από το ναζιστικό κτήνος. Θυµόµαστε τη βαρβαρότητα που γέννησε τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και το Ολοκαύτωµα.
Μνηµονεύουµε µε περηφάνια τους χιλιάδες Κύπριους εθελοντές -Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους- που έδωσαν τη ζωή τους στα πεδία του πολέµου.
Πέραν τούτου, όµως, η 9η του Μάη αποτελεί ηµέρα στοχασµού και υπενθύµισης ότι οι όροι και οι συνθήκες που ευνόησαν την άνοδο και επικράτηση των φασιστικών µορφωµάτων δεν έπαψαν να ισχύουν.
Το βιβλίο «Φασισµός και Κοινωνική Επανάσταση», του Ρ. Πάλµε Ντατ, ηγετικής φυσιογνωµίας του Κοµµουνιστικού Κόµµατος Βρετανίας και στελέχους της Κοµµουνιστικής ∆ιεθνούς, αποτελεί πολύτιµο εργαλείο στα χέρια της εργατικής τάξης. Αν και πρωτοδηµοσιεύτηκε το 1934, εξακολουθεί να είναι επίκαιρο, αποκαλύπτοντας το πραγµατικό πρόσωπο του φασισµού.
Οι εµπιστευτικές επιστολές στους ηγέτες του Γερµανικού Κεφαλαίου
Ο φασισµός αποτελεί μία μορφή της δικτατορίας του Κεφαλαίου που επιστρατεύεται έτσι ώστε να εδραιώνει την εξουσία του και να τσακίζει την εργατική τάξη.
Αποκαλυπτική είναι η µελέτη µε θέµα «Η κοινωνική επανασταθεροποίηση του καπιταλισµού», η οποία συντάχθηκε από την Οµοσπονδία Γερµανικών Βιοµηχανιών και κυκλοφόρησε εµπιστευτικά στους ηγέτες του κεφαλαίου, µέσω επιστολών, τον Σεπτέµβριο του 1932. Πρόκειται για ένα άκρως κυνικό σύγγραµµα, που καταδεικνύει την πραγµατική υπόσταση του φασισµού αλλά και τον βρόµικο ρόλο που διαδραµατίζει η σοσιαλδηµοκρατία στην εδραίωση του καπιταλιστικού συστήµατος, ειδικά όταν αυτό απειλείται.
Για τη σοσιαλδηµοκρατία µπορεί να γραφτούν πολλά για την περίοδο πριν από την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, ωστόσο οι Γερµανοί βιοµήχανοι φρόντισαν να αποκαλύψουν πλήρως την ύπουλη στάση της έναντι της εργατικής τάξης.
Γράφουν λοιπόν: «Το πρόβληµα της σταθεροποίησης του αστικού καθεστώτος στη µεταπολεµική Γερµανία καθορίζεται εν γένει από το γεγονός ότι η κυρίαρχη αστική τάξη, η οποία έχει τον έλεγχο της εθνικής οικονοµίας, έχει ελαττωθεί κατά πολύ ώστε να κρατηθεί µόνη της στην εξουσία. Για να διατηρήσει την κυριαρχία της απαιτείται, εάν δεν επιθυµεί να βασιστεί στην άκρως επικίνδυνη χρήση της ωµής στρατιωτικής βίας, µια συµµαχία µε στρώµατα που δεν ανήκουν κοινωνικά σε αυτή, αλλά θα της παρέχουν την αναγκαία υπηρεσία για την εδραίωση της εξουσίας της στο λαό, και συνεπώς θα την καθιστούν τον πραγµατικό και τελικό φορέα αυτής της εξουσίας. Αυτός ο τελευταίος ή “έσχατος φορέας” της αστικής κυριαρχίας ήταν, κατά την πρώτη περίοδο της µεταπολεµικής σταθεροποίησης, η σοσιαλδηµοκρατία».
Όταν ο εθνικο-σοσιαλισµός χρησιμοποιείται για να διασπάσει την εργατική τάξη
«Η διαδικασία µετάβασης στην οποία βρισκόµαστε σήµερα, λόγω της αναγκαίας ακύρωσης αυτών των κατακτήσεων από την οικονοµική κρίση, περνάει το στάδιο του οξυµένου κινδύνου, καθώς µε την εξαφάνισή τους ο µηχανισµός διάσπασης της εργατικής τάξης, ο οποίος βασίζεται σε αυτές, θα πάψει να λειτουργεί, µε αποτέλεσµα η εργατική τάξη να αρχίσει να στρέφεται στην κατεύθυνση του κοµµουνισµού και η αστική κυριαρχία να βρεθεί αντιµέτωπη µε την αναγκαιότητα της οργάνωσης ενός στρατιωτικού πραξικοπήµατος. Αυτό το στάδιο θα σηµατοδοτήσει την αρχική φάση της ανίατης ασθένειας της αστικής κυριαρχίας. Καθώς το παλιό τεχνητό φράγµα δεν µπορεί πλέον να αποκατασταθεί επαρκώς, η µόνη πιθανή σωτηρία της αστικής εξουσίας από την άβυσσο είναι να υλοποιήσει τη διάσπαση της εργατικής τάξης και να την προσδέσει στον κρατικό µηχανισµό µε άλλους, πιο άµεσους τρόπους. Εδώ ακριβώς εδράζονται οι δυνατότητες και τα καθήκοντα του εθνικοσοσιαλισµού».
Το «περιορισµένο κοινωνικό σύνταγµα»
«Ένα αστικό καθεστώς, το οποίο εδράζεται σε φιλελεύθερο αστικό σύνταγµα, δεν πρέπει να είναι µόνα κοινοβουλευτικό. Πρέπει να υπολογίζει στη στήριξη της σοσιαλδηµοκρατίας και να της επιτρέπει να έχει ικανοποιητικές κατακτήσεις. Ένα αστικό καθεστώς, το οποίο καταστρέφει αυτές τις κατακτήσεις, πρέπει να θυσιάσει τη σοσιαλδηµοκρατία και τον κοινοβουλευτισµό, να δηµιουργήσει ένα υποκατάστατό της και να µεταπηδήσει σ’ ένα περιορισµένο κοινωνικό σύνταγµα».
Οι καπιταλιστές λοιπόν, σηµειώνουν ξεκάθαρα ότι όταν η σοσιαλδηµοκρατία αδυνατεί να εξασφαλίσει την κυριαρχία του εκµεταλλευτικού τους συστήµατος, η λύση είναι ο φασισµός και το «περιορισµένο κοινωνικό σύνταγµα».
Όπως σηµειώνει και ο Μπατ «…ο φασισµός αποτελεί αποκλειστικά µεθοδολογική τακτική του χρηµατιστικού κεφαλαίου -όπως ακριβώς η υποστήριξη όλων των µορφών δηµοκρατίας και των σοσιαλδηµοκρατικών κυβερνήσεων ήταν επίσης µια µεθοδολογική τακτική, η οποία στήριζε πότε τη µια, πότε την άλλη, ανάλογα µε τις εκάστοτε συνθήκες- ώστε να ηττηθεί η προλεταριακή επανάσταση, να διασπαστεί ο εκµεταλλευόµενος πληθυσµός και συνεπώς να διατηρήσει ο καπιταλισµός την κυριαρχία του».
Το γεγονός ότι ο φασισµός λειτούργησε ως προπύργιο εναντίον του κοµµουνισµού επιβεβαιώνεται και από επίσηµες αναφορές αξιωµατούχων.
Συγκεκριµένα, τον Σεπτέµβριο του 1933 ο Λόιντ Τζορτζ Ντέιβιντ, Πρωθυπουργός του Ηνωµένου Βασιλείου (1916-1922) και αρχηγός του Φιλελεύθερου Κόµµατος (1926-1931), δήλωνε ότι «αν οι δυνάµεις κατάφερναν να ανατρέψουν το ναζισµό στη Γερµανία, τι θα ακολουθούσε; Όχι ένα συντηρητικό, σοσιαλιστικό ή φιλελεύθερο καθεστώς, αλλά ο ακραίος κοµµουνισµός. […] Η κοµµουνιστική Γερµανία θα ήταν απείρως πιο τροµακτική από την κοµµουνιστική Ρωσία».
Στο ίδιο µήκος κύµατος, ο πρώην πρέσβης των ΗΠΑ στο Βερολίνο, Τζ. Ου. Τζέραρντ, τον Οκτώβριο του 1933 εξυµνούσε τον Χίτλερ για την πάταξη του κοµµουνισµού, την προστασία του «δικαιώµατος» στην ιδιοκτησία και τη χαλιναγώγηση του κοινοβουλευτισµού!
«Ο Χίτλερ κάνει πολλά για τη Γερµανία. Έχει ενοποιήσει το γερµανικό έθνος, έχει καταπνίξει τον κοµµουνισµό, εγκυµνάζει τους νέους, έχει δηµιουργήσει ένα σπαρτιατικό κράτος το οποίο ενθαρρύνει τον πατριωτισµό, χαλιναγωγεί την κοινοβουλευτική διακυβέρνηση, τόσο αταίριαστη µε το χαρακτήρα των Γερµανών, προστατεύει το δικαίωµα στην ιδιοκτησία και όλα αυτά είναι καλά. Κι έπειτα ό,τι κάνουν οι Γερµανοί στο έδαφός τους είναι δική τους δουλειά. Με µια µόνο εξαίρεση, τη δίωξη των Εβραίων», έγραφε ο πρώην πρέσβης.
Οι σχέσεις του φασισµού µε τους εκπροσώπους του κεφαλαίου
Όπως τονίζει ο Ντατ, ο φασισµός χρησιµοποίησε αντικαπιταλιστικά συνθήµατα και µέσω της δηµαγωγίας επιχείρησε να εξαπατήσει την εργατική τάξη.
Ωστόσο, οι σχέσεις του ναζισµού µε την κυρίαρχη ελίτ αποκαλύπτονται πλήρως και από τη σύνθεση του διορισµένου από τη ναζιστική κυβέρνηση Προσωρινού Ανώτατου Οικονοµικού Συµβουλίου. Στα κορυφαία µέλη βρίσκονταν ονόµατα που παραπέµπουν σε µεγάλους κολοσσούς που δραστηριοποιούνται µέχρι και σήµερα. Συγκεκριµένα, στο Συµβούλιο συµµετείχαν οι:
– Krupp von Bohlen, βασιλιάς των στρατιωτικών εξοπλισµών: ιδιωτική περιουσία 6.000.0000 λίρες, εκπρόσωπος κεφαλαίου 15.000.000 λιρών.
– Fritz Thyssen, βασιλιάς του χάλυβα: ιδιωτική περιουσία 6.000.000 λίρες, εκπρόσωπος κεφαλαίου του Γερµανικού Τραστ Χάλυβα 540.000.000 λιρών.
– F.C. Von Siemens, βασιλιάς στα ηλεκτρικά είδη: ιδιωτική περιουσία 6.500.000 λίρες, εκπρόσωπος κεφαλαίου 12.500.000 λιρών.
– Karl Bosch, Τραστ Χρωστικών Ουσιών: ιδιωτική περιουσία 2.000.000 λίρες, εκπρόσωπος κεφαλαίου 55.000.000 λιρών.
– A. Vogler, Γερµανικό Τραστ Χάλυβα: ιδιωτική περιουσία 6.000.000 λίρες, εκπρόσωπος κεφαλαίου 40.000.000 λιρών.
– A.Diehn, Εµπορική Κοινοπραξία Ποτάσας: εκπρόσωπος κεφαλαίου 10.000.000 λιρών.
και άλλοι, µεταξύ των οποίων και σειρά τραπεζιτών.
«Αυτός ο απαστράπτων γαλαξίας των ηγετών του γερµανικού χρηµατιστικού κεφαλαίου αποτελεί επαρκή απόδειξη των σχέσεων των ναζί µε το χρηµατιστικό κεφάλαιο», τονίζει εύστοχα ο Ντατ.

Την ίδια ώρα, ο ίδιος δείχνει το δρόµο της οριστικής ήττας του φασισµού, ο οποίος δεν είναι άλλος από την εξάλειψη των πολιτικών, οικονοµικών και κοινωνικών όρων που τον ενθαρρύνουν.
«Ο φασισµός δεν είναι αναπόφευφκτος. Ο φασισµός καθίσταται αναπόφευκτος µόνο όταν η εργατική τάξη ακολουθεί τη γραµµή του ρεφορµισµού, της εµπιστοσύνης στο καπιταλιστικό κράτος… Αν όµως η εργατική τάξη ακολουθήσει τη γραµµή του ενιαίου µετώπου, της µαζικής εξέγερσης, της οικοδόµησης του δικού της Κοµµουνιστικού Κόµµατος και της µαχητικής µαζικής οργάνωσης µέχρι την τελική νίκη της επάναστασης και την εγκαθίδρυση της δικτατορίας των εργατών… αυτός είναι ο δρόµος για να ηττηθεί ο φασισµός».
Ευρωπαϊκή Ένωση, αντικοµµουνισµός και παραχάραξη της Ιστορίας
Σήµερα, 78 χρόνια από το τσάκισµα του φασισµού, οι προσπάθειες παραχάραξης της Ιστορίας εντείνονται, µε την Ευρωπαϊκή Ένωση να αναδεικνύει τον αντικοµµουνισµό ως επίσηµη ιδεολογία της.
Σε αυτό το πλαίσιο, ανακήρυξε την 9η Μαΐου ως «Ηµέρα της Ευρώπης», σε µια απροκάλυπτη προσπάθεια να θολώσει την ιστορική πραγµατικότητα, ενώ επιστρατεύει και την απαράδεκτη θεωρία των «δύο άκρων» επιχειρώντας να εξισώσει ό,τι πιο φρικτό γνώρισε η ανθρωπότητα µε τον κοµµουνισµό.
Χαρακτηριστική είναι και η «ανησυχία» της Ευρωπαϊκής Ένωσης για «τη συνεχιζόµενη χρήση των συµβόλων των ολοκληρωτικών καθεστώτων σε δηµόσιους χώρους και για εµπορικούς σκοπούς, υπενθυµίζοντας ότι «διάφορες ευρωπαϊκές χώρες έχουν απαγορεύσει τη χρήση των ναζιστικών και των κοµµουνιστικών συµβόλων».
Την ώρα λοιπόν που επιχειρείται η ποινικοποίηση της κοµµουνιστικής ιδεολογίας, η Ευρωπαϊκή Ένωση κλείνει το µάτι και στηρίζει απροκάλυπτα νεοναζιστικά µορφώµατα.
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι ακροδεξιά κόµµατα έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο σε µια σειρά από χώρες της ΕΕ, όπως η Ουγγαρία, η Γαλλία, η Ιταλία και αλλού.
Έχοντας αυτά κατά νου, είναι εξαιρετικής σηµασίας να θυµόµαστε τον Μπέρλοχτ Μπρεχτ.
«Μη χαίρεστε που σκοτώσατε το κτήνος. Η σκύλα που το γέννησε ζει και είναι πάλι σε οργασµό».
