90 χρόνια από την εξέγερση των Οκτωβριανών (1931)

Μέρος Β’

Με τον ερχομό τους στην Κύπρο οι Βρετανοί είχαν ως πρώτο μέλημά τους την εδραίωση και ισχυροποίηση της παρουσίας τους στην Ανατολική Μεσόγειο. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο φρόντισαν να αναπτύξουν ένα νέο πλαίσιο σχέσεων με τους Κυπρίους, ενώ το 1925 ανακήρυξαν την Κύπρο επίσημα ως Αποικία του Στέμματος1.

Αυτή η αλλαγή οδήγησε στην ανάγκη να γίνουν κάποιες τροποποιήσεις στον τρόπο διακυβέρνησης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο Ύπατος Αρμοστής, που ήταν ο διοικητής της Κύπρου, αντικαταστάθηκε από τον Κυβερνήτη. Παράλληλα, ικανοποιώντας σε κάποιο βαθμό το αίτημα των Ελλήνων της Κύπρου για περισσότερο διευρυμένη και αναλογική εκπροσώπησή τους στα όργανα διοίκησης, αύξησαν τον αριθμό των μελών του Νομοθετικού Συμβουλίου, γεγονός που αποσκοπούσε στη φαινομενική δημιουργία ενός κλίματος στενότερης συνεργασίας με τους τοπικούς φορείς του νησιού. Στο πλαίσιο των αλλαγών ο Ύπατος Αρμοστής αντικαταστάθηκε από τον Κυβερνήτη της αποικίας. Παρά ταύτα υπήρχε το αγκάθι ότι η αποικιακή κυβέρνηση διατηρούσε την πλειοψηφία των εδρών του Νομοθετικού Συμβουλίου και έλεγχε τη λειτουργία του μέσω της συμμετοχής σε αυτό των σύνοικων εθνοτικών και κοινωνικών ομάδων της Κύπρου.

Οι βρετανικοί στόχοι

Την ίδια περίοδο κάνουν την εμφάνισή τους στην Κύπρο και τα πρώτα πολιτικά κόμματα2, σε αντιδιαστολή με την προηγούμενη περίοδο της Αγγλοκρατίας, κατά την οποία εμφανίστηκαν ορισμένες τάσεις «κομματικού διαχωρισμού», κυρίως στις αρχές του 20ού αιώνα. Όμως το πολιτικό σκηνικό μονοπωλούσαν αυτόνομοι (ανεξάρτητοι) πολιτευτές που εκπροσωπούσαν διάφορες τάσεις της κοινωνικοοικονομικής ελίτ και των δύο μεγάλων εθνικών κοινοτήτων της Κύπρου. Ήταν ουσιαστικά εκπρόσωποι της αστικής τάξης και της διοικούσας κυπριακής Εκκλησίας3.

Επίσης πρέπει να σημειωθεί ότι στη μεγάλη τους πλειονότητα οι βουλευτές, μέλη του Νομοθετικού Σώματος της εποχής, ήταν ταυτόχρονα και δανειστές χρημάτων (τοκογλύφοι). Δεδομένου ότι η σχέση μεταξύ ψηφοφόρου και υποψηφίου ήταν πελατειακή, οι δανειστές χρημάτων, ασκώντας τον έλεγχό τους πάνω σε μεγάλο αριθμό αγροτών, αποτελούσαν την τάξη εκείνη η οποία, κατά κανόνα, έστελνε τους περισσότερους βουλευτές στο Νομοθετικό Συμβούλιο4.

 

Περίπου εκείνη την περίοδο ιδρύθηκαν και τα πρώτα κόμματα, όπως το «Αγροτικό Κόμμα», με ηγέτη τον Κυριάκο Π. Ρωσσίδη, το «Κομμουνιστικό Κόμμα Κύπρου – Κ.Κ.Κ.» και το «Λαϊκό Κόμμα» του Γεώργιου Χατζηπαύλου5.

Ο στόχος των Βρετανών ήταν να πείσουν τους τοπικούς ηγέτες για την ανάγκη της επιβολής φόρων και να δεχθούν περισσότερο έλεγχο χάριν της «προόδου», σημειώνει ο Τζον Ντάργουιν, και προσθέτει ότι «θα έπρεπε ακόμα να αφομοιωθούν μέσα στο έργο της αποικιακής διοίκησης και να αποδεχθούν τα νέα συστήματα αξιών τα οποία υιοθετούσαν οι κυρίαρχοί τους. Ενστικτωδώς, αλλά όχι παράλογα, οι Βρετανοί είχαν επινοήσει νέες μορφές πολιτικής εκπροσώπησης, με τις οποίες οι ντόπιοι προύχοντες θα διεύρυναν τους ορίζοντες της σκέψης τους και θα αποκτούσαν μια νέα αίσθηση ευθύνης. Αυτό θα σήμαινε τη σύναψη μιας νέας συμφωνίας. Στους εκπροσώπους των αποικιακών λαών θα παραχωρείτο περισσότερη εξουσία για τη διαχείριση των εσωτερικών τους υποθέσεων, δεδομένου ότι θα υιοθετούσαν τα κοινωνικά και οικονομικά προγράμματα που θα τους ανατίθεντο, δηλαδή να φορολογούν τους συμπατριώτες τους με ενθουσιασμό»6.

Το ιδιόμορφο ενωτικό κίνημα

Στην εξέλιξη των πραγμάτων το ενωτικό κίνημα στην Κύπρο παρουσίαζε ιδιομορφίες. Στο προηγούμενο σημείωμα αναφερθήκαμε στις πτέρυγες αυτού του κινήματος και στις οργανώσεις του.

Οι Βρετανοί ωστόσο επιδίωξαν και πέτυχαν συνεργασία με όλους τους εκπροσώπους τους, οι οποίοι πολιτεύονταν με γνώμονα την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους.

Ο Κώστας Γραικός σημειώνει ότι «το κίνητρο των πολιτικών ζυμώσεων είναι ο αγώνας εξουσίας μεταξύ των τσιφλικάδων, της ανερχόμενης αστικής τάξης και του κλήρου. Όλοι τους χρησιμοποιούν ως ισχυρό όπλο τη συνθηματολογία για την ένωση και ανάλογα με τα συμφέροντά τους τροποποιούν και τα συνθήματα. Βέβαια το κυριότερο πρόβλημα της εποχής για τη λαϊκή μάζα δεν είναι το σύνθημα της ένωσης, αλλά η αντιμετώπιση των πιεστικών οικονομικών προβλημάτων που οδηγούν καθημερινά το λαό σε χειρότερη εξαθλίωση και φτώχεια»7.

Ενδιαφέροντα είναι και όσα καταγράφει ο Ρολάνδος Κατσιαούνης, ο οποίος σημειώνει ότι οι Βρετανοί επιδίωξαν συνεργασία με τον ελληνικό εθνικιστικό χώρο του νησιού, ο οποίος στα πρώτα στάδια της Αγγλοκρατίας είχε μια ιδιόμορφη ηπιότητα. «Ενώ ο εθνικισμός των Ελληνοκυπρίων υποστήριζε την αποχώρηση της Κύπρου από τη Βρετανική Αυτοκρατορία, δεν είχε ταυτόχρονα και αντιβρετανικό χαρακτήρα. Οι παραδοσιακοί ηγέτες των Ελληνοκυπρίων, δηλαδή ο κλήρος και οι αστοί πολιτευτές, έχοντας ως δεδομένη την εξάρτηση της Αθήνας από το Λονδίνο, πίστευαν ότι η Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα θα ήταν δυνατό να επιτευχθεί στα πλαίσια συνεννόησης με την προστάτιδα αυτή δύναμη του Ελληνισμού στην Ανατολική Μεσόγειο. Ιδιαίτερα όμως σε ό,τι αφορούσε στην αστική τάξη των Ελληνοκυπρίων, η ήπια στάση απέναντι στο καθεστώς ήταν απόρροια της συνειδητοποίησης ότι οι κυρίαρχοι, οι οποίοι είχαν διαδεχθεί τους Οθωμανούς, ανήκαν στο πιο πλούσιο και ανεπτυγμένο έθνος της εποχής. Η εγκαθίδρυση στην Κύπρο συνταγματικών θεσμών, η κατάργηση της δυσμενούς μεταχείρισης των Ελλήνων στην απονομή της δικαιοσύνης, η ανάπτυξη της δημόσιας διοίκησης, στην οποία μάλιστα προσλαμβάνονταν και οι Έλληνες, η κατασκευή οδικού δικτύου και έργων κοινής ωφελείας και τα επικερδή συμβόλαια κατά την ανάληψή τους συγκριτικά υπερείχαν από τη διεφθαρμένη οθωμανική διοίκηση.

Ο εθνικισμός των Ελληνοκυπρίων, βέβαια, μπορεί να ήταν γενικά φιλοβρετανικός, αλλά ήταν πάντοτε ελληνικός και στραμμένος προς την Αθήνα και όχι το Λονδίνο. Η Εκκλησία ιδίως, ως η κυρίαρχη πολιτική δύναμη στο νησί, με ιστορία, παράδοση και τεράστια κτηματική περιουσία και οικονομική ισχύ, αποτελούσε πόλο συσπείρωσης των Ελλήνων της Κύπρου, σε βαθμό που να βάζει σε σκέψεις τους Βρετανούς αξιωματούχους από την πρώτη περίοδο της βρετανικής κατοχής. Τον πρωτεύοντα ρόλο της Εθναρχούσας Εκκλησίας αναγνώριζαν και οι ιθύνοντες αστοί, οι οποίοι και εκπροσωπούσαν τους Ελληνοκυπρίους στο Νομοθετικό Συμβούλιο»8.

Η κάθοδος του σερ Ρόναλντ Στορς και ο Νέος Ποινικός Κώδικας

Στα τέλη Οκτωβρίου του 1926 διορίστηκε ως νέος Κυβερνήτης του νησιού ο Ronald Storrs, ο οποίος φημιζόταν για την αγάπη του προς την κλασική αρχαιότητα και τα «φιλελληνικά» του αισθήματα. Σε σύντομο χρονικό διάστημα κατόρθωσε να επιτύχει την κατάργηση του λεγόμενου «φόρου υποτελείας»9, που είχε επιβληθεί προς τον κυπριακό πληθυσμό από την αρχή της περιόδου της Αγγλοκρατίας στο νησί. Η κατάργηση του φόρου αυτού τέθηκε τελικά σε ισχύ από τις αρχές του 1928, δημιουργώντας αισθήματα ανακούφισης και αισιοδοξίας προς τους κατοίκους του νησιού, οι οποίοι φαίνεται ότι αντιμετώπιζαν, σε αρκετά μεγάλο βαθμό, με ευνοϊκή διάθεση την (μέχρι εκείνη τη στιγμή) περίοδο της διακυβέρνησης του Στορς10.

Όμως τα αισθήματα των Κυπρίων άλλαξαν όταν στις 17 Οκτωβρίου 1928 ο Στορς θεσμοθέτησε με Βασιλικό Διάταγμα τον νέο Ποινικό Κώδικα της Κύπρου, ο οποίος προέβλεπε αυστηρές και πρωτόγνωρες ποινές και κυρώσεις, ακόμη και για μικρής σημασίας αδικήματα, παρακάμπτοντας αυταρχικά τον κοινοβουλευτικό ρόλο του Νομοθετικού Συμβουλίου11.

Το γεγονός αυτό προκάλεσε έντονες αντιδράσεις μεταξύ των Ελλήνων βουλευτών της Κύπρου, οι οποίοι διαισθάνονταν ότι ο ρόλος τους στα διοικητικά όργανα του νησιού συχνά καταστρατηγούταν μέσω των απολυταρχικών τακτικών που εφάρμοζε η τοπική αποικιακή κυβέρνηση, η οποία, σε αρκετές περιπτώσεις, επεδίωκε να εισαγάγει νέα νομοθετικά μέτρα μέσω της έκδοσης Βασιλικών Διαταγμάτων, θεωρώντας ότι η σύνθεση και η λειτουργία του Νομοθετικού Συμβουλίου σε αρκετές περιπτώσεις ήταν επισφαλής για την προώθηση των βρετανικών συμφερόντων.

Ο Κ. Γραικός σημειώνει επιπλέον ότι με την εφαρμογή Νέου Ποινικού Κώδικα το 1930 η Δεξιά διασπάστηκε ακόμη περισσότερο από τις αποτυχίες της ενωτικής παράταξης στις διάφορες αποστολές της στο εξωτερικό για προώθηση της ένωσης12.

Και ο Ρ. Κατσιαούνης συμπληρώνοντας την εικόνα αναφέρει ότι «μέχρι τα πρώτα χρόνια του Μεσοπολέμου δεν ετίθετο θέμα οι Κύπριοι αγρότες και εργαζόμενοι, ανεξάρτητα από τον τρόπο που οι ίδιοι βίωναν την καθημερινή πραγματικότητα, να διαμορφώσουν διαφορετική πολιτική απέναντι στην αποικιακή εξουσία.

Αυτό οφειλόταν βασικά στην ολοκληρωτική ιδεολογική και πολιτική υπεροχή των ιθυνόντων της αστικής τάξης και του κλήρου, οι οποίοι έλεγχαν όλες τις εκφάνσεις της οργανωμένης ζωής της ελληνικής κοινότητας: θρονικές και εκκλησιαστικές επιτροπές, εμπορικά επιμελητήρια, πολιτιστικά, αθλητικά και φιλανθρωπικά σωματεία και συνδέσμους παλαιών πολεμιστών και αποφοίτων διαφόρων σχολών»13.

1 Χάιντς Α. Ρίχτερ, «Ιστορία της Κύπρου», τόμος πρώτος (1878 – 1949).

2 Γιάννος Ν. Κατσουρίδης, Το κομματικό σύστημα στην Κύπρο 1878 – 1931 (διδακτορική διατριβή).

3 Αθανάσιος Γ. Βουδούρης «Το Εκκλησιαστικό ζήτημα της Κύπρου κατά την περίοδο 1933-1947» (διδακτορική διατριβή), σελ. 65.

4 Ρολάνδου Κατσιαούνη «Διασκεπτική 1946 – 1948», σελ. 20.

5 Βλ. Γ. Βουδούρης σελ. 66.

6 Κατσιαούνη, παραπομπή στον John Darwin, “The End of the British Empire”, σελ. 18.

7 Κώστα Γραικού «Τα Οκτωβριανά και το Κ.Κ.Κ.», σελ. 5 και Μαχλουζαρίδης «Αστυνομικά Χρονικά», σελ. 73-76.

8 Κατσιαούνης, σελ. 19, 20.

9 Χάιντς Α. Ρίχτερ «Ιστορία της Κύπρου», τομ. Α’, σελ. 332 – 341.

10 Ρίχτερ, σελ. 321 – 428.

11 Ρίχτερ, σελ. 352 – 357.

12 Γραικός σελ. 6.

13 Κατσιαούνης, σελ. 21.

 

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy