Ανοιχτός ορίζοντας/ Ορίζοντας

Αδέρφια ανθρώποι σας χαρίζω κλωνάρι ελιάς από ψηλά

Για τον Μιχάλη Πασιάρδη

[…] Μεγάλος τεχνίτης του λόγου, του ήρεμου και πειστικού, με σπάνιο συγγραφικό ταλέντο και άριστο χειρισμό της γλώσσας, μιλά κατευθείαν στην καρδιά και την ψυχή των ανθρώπων.  Δε ζωγραφίζει με έντονα και φανταχτερά χρώματα τους στίχους του. Τα χρώματα του είναι γήινα, απαλά, έχουν το φυσικό  χρώμα της πέτρας, γι’ αυτό είναι γνήσια, σαγηνευτικά, αυθεντικά. Ο Μιχάλης Πασιαρδής όντας άριστος γνώστης της ιστορίας και των παραδόσεων μας,  επιδιώκει συνεχώς να  επιστρέφει στις ρίζες μας, αντλώντας γνώσεις δύναμη και αισιοδοξία από τις φωτεινές στιγμές της ιστορίας μας. Όταν έγραψε το θεατρικό έργο «Τα Αλώνια μας στους Πάνω Μαχαλλάες», είχε δηλώσει πως « Είναι ακόμα μια προσπάθεια αναγνώρισης και διείσδυσης μέσα στον κόσμο της Κύπρου, κόσμο πανάρχαιο και εν πολλοίς ανεξερεύνητο». Είναι όμως και άριστος  μελετητής των σύγχρονων δεδομένων, έτοιμος σαν από καιρό να δώσει καινούργια δείγματα γραφής.

Στο έργο του Μιχάλη Πασιαρδή, η Κύπρος είναι στην κορυφή της προτεραιότητας του:

«Μα, κοιτάξτε μόνο το γεωγραφικό σχήμα της Κύπρου… Δεν είναι σαν μουσικό όργανο; Της περνάς χορδές, κι αμέσως βγάζεις ήχο… Το πρωταρχικό μου είναι η αγάπη μου για τον τόπο μου! Στον οποίο άξιζε καλύτερη τύχη. Κρίμα γι’ αυτό που συνέβηκε και γι’ αυτό που συμβαίνει”.

Ξεχωριστή θέση στην ποίηση του κατέχουν οι συμβολισμοί, τα άψυχα και έμψυχα όντα. Τα πουλιά, τα δέντρα, το φεγγάρι, τα άστρα, ο Ήλιος, όλα έχουν  φωνή και ψυχή για να διαλαλούν τον μεγάλο πόθο της ελευθερίας  και της ελπίδας, πως μια μέρα θα τερματιστεί αυτό το μαρτύριο και θα επικρατήσει η  ειρήνη, η αγάπη, ο έρωτας, η χαρά  και η ευτυχία:

 «Σαν ήτανε παιδί, αγάπαγε πολύ,/ με μια παράξενη λαχτάρα, τα κοχύλια./ Τα κοχύλια έλεγε, μιλούν την πιο/ βαθιάν ανθρώπινη φωνή. Σα μεγαλώσω/ θα χτίσω ένα σπίτι από κοχύλια»./ Όταν μεγάλωσε, τα χρόνια ήταν/ σκληρά, και τα κοχύλια δε μιλούσαν/ πια.»

«Όταν πέθανε ανοίξανε τη διαθήκη του και/ βρήκαν τη ζωγραφιά κάποιου πουλιού/ έτσι ονειρεύτηκε να ζήσει, και δεν έζησε».

O κύριος Πασιαρδής, χωρίς ίχνος ανωτερότητας, επιδιώκει  να ακούει με απόλυτο σεβασμό  και ισοτιμία τον συνομιλητή του. Ιδιαίτερη σχέση έχει και με τη νέα γενιά: Μεταξύ άλλων γράφει «Ο κάθε άλλος είναι ένας καθρέφτης/ ν’ αναγνωρίσεις τον εαυτό σου». Λόγο πικρό δεν λέει για κανένα. «Δε σχολιάζω ποτέ πρόσωπα. Μόνο καταστάσεις». «Από το λόγο τον πικρό μαύρο δεντρό βλασταίνει/ που το γαλάζιο τ’ ουρανού πίνει και δεν χορταίνει».

Δεν παραλείπει επίσης να εκφράζει την αγωνία του για την  κοινή μοίρα των ανθρώπων της γης: « Αδέρφια ανθρώποι σας χαρίζω/ κλωνάρι ελιάς από ψηλά/ την κοινή μοίρα σας θυμίζω/ και τα έργα μας τ’ αυριανά»

Ο Μιχάλης Πασιαρδής θλίβεται και συμπάσχει μαζί με τον κυπριακό λαό για  τα τραγικά γεγονότα του 1974.

Στις 15 Ιουλίου του 1974 γράφει το Ποίημα «Λευκωσία, βράδυ 15.7.74*»

 «Δεν είναι η Λευκωσία απόψε

η πόλη του γλυκού καλοκαιριού,

 του δειλινού π’ άναβε τ’ άστρα,

αυτή που ξέραμε ως εχτές

 που πίναμε σ’ ένα ποτήρι τη δροσιά της.

Απόψε στα στενά παίζουν τον θάνατο

 κάθε γωνιά φωτιά κι αγώνας.

 Η Λευκωσία απόψε πολεμά

και πέφτει.»

Αργότερα γράφει τα ιστορικά πια ποιήματα-τραγούδια που περιλαμβάνονται στο δίσκο « Ήλιε Μεγάλε-Τραγούδια για την Κύπρο», με συνθέτη τον Νάσο Παναγιώτου. Τα τραγούδια αυτά είναι: «Πενταδάκτυλος», «Δεν Ξεχνώ», «Την Κύπρο ζώσαν οι καημοί», « Φέτο πουλί Νερό μην πιεί» και «Σταυροί».

Χαρακτηριστικοί και χιλιοτραγουδημένοι οι στίχοι:

 «Βουνό μου Πεντάδακτυλε/με το πλατύ σου χέρι /πικρός βοριάς που φύσηξε /και το κακό έχει φέρει».

«Θεέ μου τη Βαρυχειμωνιά/Τον Αύγουστο και τον Ιούλη/ Ζώσαν τον τόπο τα θεριά/Βροντάει του Χάρου το νταούλι»

«Δεν ξεχνώ αυτούς που αδράξανε τις πύλες και τις ανοίξαν στον εχθρό/Δεν ξεχνώ αυτούς που χάθηκαν/ δεν ξεχνώ τους σκοτωμένους/ Δεν ξεχνώ όλο το κλάμα και τον ξεριζωμό».

Είναι επίσης  χαρακτηριστικό της εποχής αυτής  το ποίημα «Ο ποιητής μας στέλνει τη φωνή του», το οποίο είναι αφιερωμένο στον ποιητή Θοδόση Πιερίδη με αφορμή την έκδοση του Β’ τόμου των Απάντων του. Η αφορμή δίνεται όταν πραξικοπηματίες της ΕΟΚΑ Β εισβάλλουν σε σύλλογο του ΑΚΕΛ στο Τσέρι και πυροβολούν τη φωτογραφία του Θοδόση Πιερίδη. Γράφει ο Μιχάλης Πασιαρδής:

«Ο ποιητής μας στέλνει τη φωνή του-/ πέρα απ’ τον τάφο/ σαν το ξερό κλαδί που ξανάνθισε/. Μας στέλνει τη φωνή/ και την αγάπη του/ περπατεί ακόμα στους δρόμους του κόσμου/ στους δρόμους μας.»

Αλλά και η Ελλάδα και ο ελληνικός λαός είναι ψηλά στις προτεραιότητες του Μιχάλη Πασιαρδή: «Η Ελλάδα: Άνοιξη Αμάραντη, καλοκαίρι για πάντα Αι Γιώργη αθλοφόρε, ο σταυρός που νικά και πονάει», «Η Ελλάδα: Καραϊσκάκης στο άλογο, προδομένη αγάπη, οι φίλοι σωπαίνουν, τα παιδιά σου περασμένα στα σίδερα». Παρά τη μεγάλη αγάπη που τρέφει για την Ελλάδα και τον ελληνικό λαό, εντούτοις δεν έχει αναστολές να στιγματίσει τα κακώς έχοντα: Τη Χούντα των Αθηνών και τα ανδρείκελα της που συνέβαλαν στην καταστροφή της Κύπρου. Πιο χαρακτηριστικός είναι ο στίχος «Είμαστε Έλληνες, δεν περιμένουμε από την Αθήνα τίποτε», εννοώντας βέβαια τη Χούντα των Αθηνών.

Γράφει επίσης για τη δικτατορία στην Ελλάδα:

«Τρέχεις αθώο νεράκι και χάνεσαι./Στους δρόμους της Αθήνας  Πνίγομαι./ Είναι αυγή κρυμμένη στην πατρίδα./Ο μαύρος σκύλος αλυκτά/ Τα άσπρα χειρόκτια του Διονύσιου».

Είναι επίσης χαρακτηριστικός ο διάλογος του στρατηγού Μακρυγιάννη με ένα πουλί στο ποίημα ΑΠΡΙΛΗΣ ’67:

 «- Αυτό το μαύρο σύγνεφο που λέεις Μακρυγιάννη/ πλάκωσε κάμπους και βουνά,- / σαν τι βροχή θα πέσει!./ Και πριν τελειώσει το πουλί, έκλαιγε ο Μακρυγιάννης».

Όπως για κάθε άνθρωπο, ο έρωτας είναι καθοριστικος παράγοντας στη ζωή του, έτσι και για τους ποιητές μας ο έρωτας με την ευρεία του έννοια, είναι  αναπόσπαστο μέρος της δημιουργίας τους. Ο Μιχάλης Πασιαρδής γράφει εξαιρετικούς στίχους για την Αγάπη και τον Έρωτα, τόσο στην κοινή ελληνική όσο και στη κυπριακή διάλεκτο. Ο ίδιος αντιλαμβάνεται τον Ερωτα «σαν την πόρτα της ζωής, από την οποία εισχωρείς στα έγκατα των ουσιών και στα πεδία των αξιών».

« Σιύβκω που πάνω της καρκιάς μου τζιαί λαλώ της

Είσαι καλά τωρά που ήρτεν η αγάπη;

Τζιαι τζιείνη κάμνει μ’ ούσσου μανιχά

Ούσσου, λαλεί, τζι είμαι καλά»

 « Μανά ‘ ννά φύω, να στραφώ

με σπέρνω με θερίζω

αφού η κόρη π’ αγαπώ

εμ μάλιν πον το ρίζω»

 «Εξέβην το τριαντάφυλλο που την αβλήν σου  έξω

Ασταθητζιεν μες το στενόν, τζι αξάμωσεν τα αγκάθκια του,

μεμ πα τζαι πω να ρέξω».

 «Εκείνος τη φίλησε. Αυτή χαμήλωσε τα μάτια. Τ’ αγέρι που φύσηξε ανάδεψε τα μαλλιά και πάγωσε τα χέρια τους. Λύγισαν τα κορμιά. Σ’ αυτή τη στάση έμειναν αιώνες».

 « Αγαπημένη, αν μπορούσα

Θα χτένιζα το φεγγάρι στα μαλλιά σου

Και θαδενα φιόγκο τον αυγερινό».

Κώστας Κώστα, Επικεφαλής του Πολιτιστικού γραφείου της Κ.Ε. ΑΚΕΛ                              Απόσπασμα από ομιλία σε τιμητική εκδήλωση για τον Μιχάλη Πασιαρδή στον Ορφέα Λευκωσίας

 

 

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy