Αφήγημα – Τα χαμένα κομμάτια του Πάζλ

(Σαράντα ένα χρόνια μετά)

Στην πατρίδα μου την τόσο δα μικρή
όπου κανείς και να’θελε
δε θα μπορούσε να χαθεί
ποιος να ταυτοποιήσει τα λείψανα
των παιδικών ονείρων που αγνοούνται;

Της ξεχασμένης νειότης τις πληγές
ποιος τάχα με ακρίβεια να μετρήσει;

20 Ιουλίου 1974

“Σηκωθείτε γλήορα! ΄Ηρταν οι Τούρτσιοι…Πρέπει να βιαστούμε!! ”

Η φωνή της μητέρας εκείνο το μοιραίο πρωί ήχησε στ’ αυτιά μας βραχνή, αλλόκοτη κι οι λέξεις σκορπίστηκαν απειλητικά στο μισοσκότεινο δωμάτιο σαν αιχμηρά θραύσματα ανέλπιστης χιονοστιβάδας… Σηκωθήκαμε αλαφιασμένοι απ’ τα κρεβάτια μας και μόνο τα μικρά αδέλφια, τρία αγόρια από πέντε χρονών μέχρι δώδεκα, ρωτούσαν κλαίγοντας «τι ήρταν να κάμουν μάμμα οι Τούρτσιοι; Για είντα πράμα πρέπει να βιαστούμε; »

O πατέρας και ο μεγαλύτερος αδελφός- μόλις είχε αποφοιτήσει από το πρώτο Γυμνάσιο Αμμοχώστου – προσπαθούσαν να τους καθησυχάσουν ενώ εμείς κοιτούσαμε αμήχανα και απορημένες περιμέναμε να μας αποκαλύψουν τα κακά μαντάτα που εδώ και μια βδομάδα απ’όταν έγινε το πραξικόπημα εναντίον του Μακάριου όλοι τα συζητούσαν, τα προμάντευαν αλλά κανείς δεν υπολόγιζε ότι όλα θα συνέβαιναν τόσο γρήγορα, τόσο μεθοδευμένα!!

Ανήσυχη η μητέρα μας , κρατώντας το βλέμμα ανέκφραστο, προσπαθούσε να συγκρατηθεί, να μη μας μεταδώσει το συναίσθημα του φόβου, αλλά την πρόδιδαν τα τρεμάμενα χέρια της και οι διακεκομμένες λέξεις που με δυσκολία προσπαθούσε να αρθρώσει σαν τελευταίες οδηγίες σε μάχη εξ’ υπαρχής χαμένη…

« Να είστε έτοιμοι… μπορεί να χρειαστεί να φύγουμε ή να κατεβούμε στο πρόχωμα… Μόλις ακούσετε αεροπλάνο να σφυρίζει να τρέξετε όλοι εκεί κάτω γρήγορα και ψύχραιμα …και να έχετε το νου σας στους μικρούς… !!»

Σε κάποιες αυλές των σπιτιών ή στην πλησιέστερη αλάνα , βρισκόταν σκαμμένο κάποιο υπόγειο καταφύγιο, κατάλοιπο μάλλον ενός παλαιότερου τρόμου από τις διακοινοτικές ταραχές του’ 63 με τον βομβαρδισμό της Τηλλυρίας. Από μωρά παιδιά, απ’όταν ανακαλύψαμε αυτό το… «πρόχωμα», όπως το έλεγαν, το χρησιμοποιούσαμε σαν ιδανικό χώρο παιχνιδιού, που άλλοτε γινόταν η κρυψώνα μας, άλλοτε ο μαγικός χώρος των παραμυθιών μας, συχνά για τα κορίτσια το σπιτάκι όπου παίζαμε τις κουμπάρες με τις κούκλες αγκαλιά, ενώ για τ’ αγόρια το «κρησφύγετο» όπου έπαιζαν πόλεμο με ψεύτικα αυτοσχέδια « όπλα» κι ότι άλλο… «βαρύ πυροβολικό» επινοούσε το ευφάνταστο μυαλό τους !

΄Ομως τη μέρα εκείνη, ήταν η πρώτη φορά που αυτό το κατά τα άλλα οικείο κατασκεύασμα φάνταζε στα μάτια μας σαν το υπόγειο του τρόμου, σαν κάτι πρωτόγνωρο για εμάς …Ξαφνικά μες στο μυαλό μας μεταμορφώθηκε, πήρε τις αληθινές του διαστάσεις και την πραγματική χρηστική του αξία, δηλαδή σαν ένα καταφύγιο σωτηρίας από τις βόμβες των αεροπλάνων και από τη θηριωδία των Τούρκων εισβολέων!!

Στα στενά δρομάκια του χωριού, έξω απ’ τα φτωχικά πλινθόκτιστα σπίτια τα διάσπαρτα στον κάμπο της Μεσαορίας, από κείνη την ημέρα είχε πέσει βουβαμάρα, αλλόκοτη σιωπή, λες και είχε εκκενωθεί το χωριό, λες και ερήμωσε η μικρή πλατεία που συνήθως βοούσε απ’ τα χαράματα με τις πρώτες καλημέρες και τους διαλόγους των χωρικών καθώς ξεκινούσαν για τις δουλειές και τον καθημερινό μόχθο της επιβίωσης, με τους ήχους των τρακτέρ, την κόρνα του πρώτου λεωφορείου που μετέφερε τους εργάτες κι άλλους επιβάτες στο Βαρώσι, τον πλανώδιο μικροπωλητή να διαλαλεί την πραμάτεια του, κάποιο φορτωμένο γάϊδαρο να γκαρίζει, τις ξύλινες καρέκλες των δύο «αντίπαλων» καφενέδων να αραδιάζονται θορυβωδώς και επιδεικτικά στις βεράντες τους και όλα εκείνα που με το πρώτο ξημέρωμα χρωμάτιζαν το σκηνικό, αφυπνίζοντας ευχάριστα τις αισθήσεις των ανθρώπων…

Εκείνο το πρωί κόπασε όλη αυτή η πολυφωνία. Τίποτα δεν άκουγες, τίποτα δεν έβλεπες… ΄ Ηχοι, χρώματα, εικόνες, όλα είχαν σβηστεί απ’ την σκηνή , σαν ένα μαγικό σατανικό χέρι να έκλεισε απρόσμενα την αυλαία !!

Στις πρωτόγνωρες σκηνές που ακολούθησαν πρωταγωνιστούσε μόνο ο αδυσώπητος φόβος που μας καθήλωσε για μέρες ενώ συνεχίζαμε να καταφεύγουμε στο πρόχωμα μόλις ακούγαμε το χαρακτηριστικό σφύριγμα του αεροπλάνου και ευτυχώς που δεν είχε σκάσει βόμβα ακόμα στο χωριό!! Μάλλον οι Τούρκοι στα μέρη μας έκαναν μέχρι εκείνη τη στιγμή μόνο εκφοβισμό, σίγουρα όμως έριχναν στοχευμένα, σε άλλα σημεία, διότι ακούγαμε τους τρομακτικούς ήχους από κοντινές εκρήξεις, και βλέπαμε τις φωτιές στο βάθος του κάμπου και στις απόμακρες παρυφές του βουνού, του Πενταδάχτυλου… Μόλις ηρεμούσαν τα πράγματα ανεβαίναμε ξανά στο φως, όχι για τις συνήθεις ασχολίες ή την καθημερινή συνεύρεση με τους φίλους και τους γείτονες , αλλά για να κλειστούμε ο καθένας σπίτι του ήσυχα, μουλωχτά, μέχρι να ξημερώσει η επόμενη μέρα, με ένα βαρύ προαίσθημα για τα κακά που προμηνύονταν στο εξής αν και δεν είχαμε ακόμη πλήρη επίγνωση του πόσο κοντά βρισκόμασταν στα δόντια του θηρίου και πως ελάχιστα χιλιόμετρα πιο κάτω παραμόνευε η φρίκη του θανάτου!!

Το συνοφρυωμένο πρόσωπο της μάνας και η σκοτοδίνη στο βλέμμα του πατέρα , μας έδιναν την αίσθηση πως κάτι φοβερό και καταστροφικό πλησίαζε από ώρα σε ώρα !!
Στο μεταξύ, το Ραδιοφωνικό Ιδρυμα Κύπρου-ο μοναδικός ραδιοσταθμός που υπήρχε τότε εξακολουθούσε να μεταδίδει εμβατήρια ως απόηχο της «επανάστασης» της ΕΟΚΑ Β΄, δηλαδή της πραξικοπηματικής κατάλυσης της Δημοκρατίας, μόνο που τώρα συνοδεύονταν και με διθυραμβικά σχόλια και έκτακτα ανακοινωθέντα για την… « ετοιμότητα και την υπεροχή των ενόπλων δυνάμεων της εθνικής φρουράς έναντι των Τούρκων εισβολέων» και για τη δήθεν κατάρρευση Τουρκικών αεροσκαφών από τα ανύπαρκτα στην ουσία αντιαρματικά μας όπλα!! Μέρα τη μέρα, η ψυχή μας αγρίευε… θαρρείς πως έσβηνε σιγά-σιγά στο βλέμμα μας η παιδική αθωότητα!!

Αρχίσαμε ήδη να σκεφτόμαστε πόσο αφελώς όλα τα προηγούμενα χρόνια ακούγαμε τα ψέματα και τα παραμύθια και σαν παιδιά που ήμασταν εύκολα είχαμε μετατραπεί σε ανυποψίαστα θύματα της παραπληροφόρησης καθώς έφταναν στα αυτιά μας μόνο οι μισές αλήθειες!! Μ’ αυτές εφησυχάζαμε, άλλοτε ακουμπώντας στις διδαχές των παντός καιρού τσαρλατάνων «διαφωτιστών»- δασκάλων παπάδων, πολιτικών – και άλλοτε προσπαθώντας να ερμηνεύσουμε τους ψιθύρους για κάποιες απροσδιόριστες «φασαρίες» όπως αποκαλούσε συχνά πυκνά ο απλός κόσμος τις πολιτικές και τις διακοινοτικές ταραχές…

Πολλές εξηγήσεις για όλ’ αυτά δε μας έδιναν, ενώ όλοι οι λογής… « πεφωτισμένοι πατριώτες» αναβίωναν οράματα για τη μητέρα πατρίδα και δημιουργούσαν την ψευδαίσθηση στους αδαείς πως θα’ρθει τάχα, στην ανάγκη, να μας σκεπάσει στοργικά…
« Ελλάς-Ελλάς σκέπασε κι εμάς» και φυσικά «Ελλάς- Κύπρος ΄Ενωσις»

Συχνά μας παραμύθιαζαν για κάποιες άλλες, πιο μακρινές χαμένες πατρίδες της Ανατολής, καλλιεργώντας στις ψυχές μας σιγά-σιγά την ψευδαίσθηση πως ο Ελληνισμός θα αξιωνόταν κάποτε, κάποια ευλογημένη μέρα , να τις ελευθερώσει κι αυτές ενώ στην πραγματικότητα οι δύσμοιρες χάθηκαν για πάντα, θυσιάστηκαν το πάλαι ποτέ και αφανίστηκαν ξεκληρίζοντας μαζί ολόκληρες γενιές ανθρώπων!!

Κατά κάποιο υποσυνείδητο τρόπο εκείνο το πρωί, μέσα από εύλογους συνειρμούς σκέψης , νιώθαμε πως η ιστορία από δω κι εμπρός θα κατέγραφε κι εμάς ως θύματα παρόμοιου μεγαλοϊδεατισμού με την ίδια πάντα θλιβερή πλάνη… «πάλι με χρόνια με καιρούς…»
Ανατριχιάσαμε στην ιδέα πως ήδη αποτελούσαμε την παράπλευρη ίσως όμως και την άμεση απώλεια ενός ακόμη εθνικού αμοραλισμού και πως τώρα έφτασε η σειρά μας να βιώσουμε το δικό μας Γολγοθά, απροσδιόριστου χρόνου και διάρκειας ή να καταθέσουμε ακόμη και φόρο αίματος μετά την απογύμνωση των απατηλών «οραμάτων» , των δήθεν πατριωτικών φανφάρων, που άλλοτε κατέληγαν σε εξάρσεις φανατισμού και βίας και άλλοτε σε άκρατο εθνικιστικό παραλήρημα!!

Το πιο σίγουρο ήταν πως μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσε κανένας να προβλέψει μέχρι πού θα σταματούσαν οι συνέπειες της δικής μας καταστροφής, σε πόσα χρόνια και σε πόσους καιρούς θα επουλώνονταν οι νέες πληγές, καθώς γινόταν ολοένα και πιο ξεκάθαρο πως θα υπήρχαν για άλλη μια φορά τραγικές συνέπειες και μάλιστα ανυπολόγιστες για τη μικρή πατρίδα μας και για τον καθένα μας ξεχωριστά.

Μέχρι τότε, η παιδική μας περιέργεια προσπαθούσε να αντλήσει απ’ τους μεγάλους κάποιες πληροφορίες, για το τι πραγματικά συνέβαινε κατά καιρούς στο πρόσφατο ή στο πιο μακρινό παρελθόν , κρυφακούοντας τις μισές κουβέντες που σιγοψιθύριζαν μεταξύ τους και νιώθοντας πως όλο και κάποια περίεργα κι ακατανόητα κυκλοφορούσαν σαν σκιές ανάμεσα μας, προτού μας βρει το μεγάλο κακό!! Κάθε λοιπόν που αυτοί ανασκάλιζαν τις μνήμες , εμείς βλέπαμε στο σκοτεινό τους βλέμμα πόσο πολύ έτρεμαν στην ιδέα του πολέμου. Αφουγκραζόμασταν αυτό το βαρύ συναίσθημα καθώς κλέβαμε τα μυστικά τους λέξη-λέξη, άλλοτε μέσα απ’ τις παραστατικές αφηγήσεις στα καφενεία και στις γειτονιές, άλλοτε απ’ τους ψιθύρους των γυναικών στα καλντερίμια των σπιτιών και στις κρυφές γωνιές των μαχαλάδων, κι έτσι συνηθίζαμε σιγά-σιγά κι εμείς στην ιδέα ότι κάποια νέα πολεμική σύρραξη θα ξεσπάσει στον τόπο μας σε ανύποπτο χρόνο!!

Σ’ αυτά τα φευγάτα συναπαντήματα, οι ψίθυροι στη δική μας εμφάνιση έμεναν μετέωροι, κομμένοι στη μέση κι έτσι το αυτί μας άρπαζε μόνο τα μισόλογα που ακολούθως η φαντασία μας τα συναρμολογούσε, τα διόγκωνε δεόντως και τα μεταδίδαμε ό ένας στον άλλο διανθισμένα με όσο το δυνατό πιο υπερβολικές και «ανατριχιαστικές» λεπτομέρειες!!
΄Οσα ακούγαμε αφορούσαν φρικαλέα πράγματα που συνέβαιναν κατά καιρούς αν και δεν καταλαβαίναμε ποιοι ακριβώς ήταν οι θήτες και ποια τα θύματα… ποια αποτρόπαια έγιναν… πού… πότε… γιατί συνέβαιναν και ποια παρόμοια να περιμένουμε ότι θα συμβούν στο εξής!!

Διακρίναμε όμως ανεπαίσθητα πως όλ’ αυτά δε λειτουργούσαν σε όλους τους αφηγητές με τον ίδιο τρόπο. Οι περισσότεροι τα ανασκάλιζαν με θυμό και αποτροπιασμό, σε ορισμένους πάλι λειτουργούσαν σαν ερινύες που τους κυνηγούσαν και προσπαθούσαν να τις εξευμενίσουν με ελαφρυντικά που σκαρφίζονταν οι ίδιοι προφανώς για δική τους απενοχοποίηση και για άλλους σαν εθνικοπατριωτικά παραληρήματα χωρίς ίχνος συμπόνιας, ανθρώπινης ευαισθησίας ή τουλάχιστον απλής αίσθησης δικαίου… Σίγουρα η όλη περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής εκείνης έδινε την ευχέρεια στην απλοϊκή σκέψη των παιδιών να δίνει τις δικές της ερμηνείες μια και κανείς έτσι κι αλλιώς δεν θα μας αποκάλυπτε τα γεγονότα στις πραγματικές τους διαστάσεις…

Δίπλα σ’ αυτά λοιπόν μεγαλώναμε, συναρμολογώντας ένα περίεργο πάζλ και φτιάχνοντας απ’ τα χαμένα κομμάτια του τους δικούς μας μύθους, προσαρμοσμένους ανάλογα στο πώς κατανοούσε ο καθένας μας τα βιώματα των μεγάλων από όσα φρικαλέα είδαν, άκουσαν ή έζησαν, άλλοτε σαν αυτόπτες μάρτυρες, άλλοτε σαν θύματα στημένων παιγνιδιών και μερικές φορές πρωταγωνιστώντας οι ίδιοι στα γεγονότα!!

Βέβαια, όλ’ αυτά, εν αγνοία μας ακόμη πως η κατακλείδα , η κορυφή του παγόβουνου , ήταν πάντα ίδια. Να πληρώνουν βαρύ τίμημα αθώοι , ανυποψίαστοι άνθρωποι κάθε κοινότητας ή παράταξης, ως εξιλαστήρια θύματα του μίσους και της μισαλλοδοξίας!! Τίμημα σκληρό, με την ίδια πάντα επωδό. Πόνος… δυστυχία… θάνατος…

Τις θλιβερές εκείνες μέρες του πραξικοπήματος και της εισβολής, το συναίσθημα του φόβου, του πανικού, δεν μπορούσε άλλο να κρύβεται, όμως αυτή τη φορά τα λόγια τους ήταν αλλιώτικα, έβγαιναν απ’ το βάθος της ψυχής και έδιναν την αίσθηση πως είχαν τελειώσει οριστικά τα παραμύθια και τα κρυμμένα μυστικά τους…

– Εφτάσαν Τούρτζικα πλοία στην Τζιερύνεια…Εν φορτωμένα με πάνοπλους στρατιώτες…
– εκατεβήκασι στο Πέντε Μίλι τζιαι ππέφτουν τζιαι με αλεξίπτωτα…
– Τα αεροπλάνα βομβαρδίζουν ούλλη την επαρχία …που τον Πενταδάχτυλο ως την Χώρα… Οπου νάσαι έρκουνται κατά δά ….Αλλοίμονο μας!!
-Κακό χρόνο νάχουν τζιείνοι που μας τους εφέραν…
Και οι πιο «διαβασμένοι»…
– Για φαντάσου! Πόλεμος ξανά! Πάνω που νομίζαμε πως ήταν πια ξεδοντιασμένο τούτο το θεριό και καταχωνιασμένο για πάντα στο χρονοντούλαπο της ιστορίας…
– Μα είντα που λαλείς δάσκαλε; Ετο εγελαστήκαμεν πάλε τζιαι επιάσαν μας στον ύπνο!! Μα τωρά πιον εν αργά. Το θερκόν εποτυλίχτηκεν τζιαι τρίζει πάλε τα δόντια του μετά που τόσα που ετραβήσαμεν εξαιτίας του ως τωρά… Εν επροφτάσαμεν πιλέ (τουλάχιστο) να σταθούμεν στα πόθκια μας… αθυμάστε τότε…

Κι έτσι σπασμωδικά, αυθόρμητα, με τρεμάμενα χείλη, άρχιζαν ν΄’ αναδιπλώνονται οι σκόρπιες μνήμες από παλιότερες ταραχές… οι χρονολογίες να μπερδεύονται … ν’ ανακατεύονται τα γεγονότα, ν’ αλλάζεται η σειρά τους, να πηγαίνουν τα μπρος πίσω και αντίστροφα, μέσα σε συγκεχυμένες πληροφορίες για… «φασαρίες», για σκοτωμούς, μέχρι να φτάσουν στο πιο σίγουρο και επιβεβαιωμένο ορόσημο ,το σήμερα και το τώρα…
«Είντα που κάμνουμεν τωρά; ΄Οτι πάθουμεν εν που τον νου μας τζιαι το αγύριστον κεφάλι ορισμένων…»

« Τζιαι καλάν εμείς …Τα παιθκιά … τα εγγόνια μας; Είντα που φταίν τζιαι είντα έχουν να τραβήσουν άραγε που δαμαί τζιαι δά; ( από δω κι εμπρός;)»
« Oι στρατιώτες μας; Ξέρουμε που είναι τούντη στιγμή; Ποιος εμπιστεύεται τους συνταγματάρχες της χούντας…,τζιείν’ τους καλαμαράδες πους μας επουλήσαν… μα τζιαι ποιος εν φοάται τους δικούς μας, τους αθεόφοβους… τους πραξικοπηματίες;

Εμείς λουφάζαμε και ακούγαμε…Κάπου-κάπου έφτανε στ’ αυτιά μας το μοιρολόϊ των γυναικών που τα παιδιά τους, τ’ αδέλφια τους, οι άντρες ,οι συγγενείς τους είχαν επιστρατευτεί κι ούτε που γνώριζε κανένας σε ποια κατεύθυνση τους είχαν αποστείλει… κι όταν για λίγο έπνιγαν το κλάμα ξεσπούσαν σε ένα μπερδεμένο παραλήρημα…

– πουλημένα τομάρκα…!! Σιγά μεν κάτσουν τούτοι να υπερασπιστούν την πατρίδα… άλλους πάλε εν να ρίξουν μπροστά …Να δεις που ένας ένας να μεν σου πω τζιαι ούλλοι μαζί εν να γινούν άφαντοι…Εν να την κοπανήσουν σαν τους λαγούς…

-Φοούμε πολλά πως τζιαι τούτην την φορά εμείς εν να την πληρώσουμε , τζιαι τα παιθκιά μας που τα εστείλαν στην πρώτη γραμμή σαν τα πρόβατα στη σφαγή…

Για να καταλήξουν στο τέλος σε ξόρκια, προσευχές και κατάρες…

-Άη Γιώρκη μου αν εν κακό τζιαι’ ξόριστω.
-Παναγία μου τζιαι έσσιεπε τους ( προστάτεψε τους)
– Aς όψονται οι αίτιοι!!

Αυτή η μικρή συνοπτική φράση θαρρείς πως στοίχειωνε χρόνο με το χρόνο και περιφερόταν ανάμεσα μας, ευχή και κατάρα ταυτόχρονα , για τους υπαίτιους της τραγωδίας. Τα πρώτα χρόνια, εκείνα τα πέτρινα της προσφυγιάς, ακουγόταν να πλανάται τριγύρω μας σαν η μόνη τιμωρία στην ύβρη, η μόνη δικαίωση- έστω και ψευδής- ίσως για να παρηγορεί το συλλογικό ένστικτο που προμάντευε τη διαιώνιση της ατιμωρησίας… Σήμερα, σαράντα ένα χρόνια μετά, τούτη η αυτοεκπληρούμενη προφητεία ακόμη στοιχειώνει τις συνειδήσεις , μια και οι υπαίτιοι της τραγωδίας ποτέ δεν καταγράφηκαν, δεν κατονομάστηκαν, ούτε τιμωρήθηκαν όπως τους άρμοζε! Αντίθετα, με την πάροδο των χρόνων ξεχάστηκαν ή ακόμη χειρότερα, ορισμένοι επιβραβεύτηκαν με αξιώματα και δημόσιες θέσεις διάγοντας έκτοτε ευδαίμονα βίο με λαμπρές καριέρες και που σίγουρα δε διστάζουν να κάνουν διαρκώς και καινούργια θαύματα σε βάρος του φτωχού κοσμάκη σε πιο σύγχρονες αλλά το ίδιο βάρβαρες εκδοχές , με διαφορετικά πλέον δεδομένα, αφού το παρελθόν μέρα τη μέρα ξεθωριάζει και οι ευθύνες παραγράφονται…

Αύγουστος 1974 Δεύτερη εισβολή

Καθώς ο μήνας συνέχιζε την πορεία του καυτός, τρομακτικός, λες κι από μόνος του είχε σκίσει τα ημερολόγια και μετρούνταν πια οι ζωές μας σε ώρες ή καλύτερα σε στιγμές που βάραιναν τις ψυχές συνθλίβοντας τες ίδια με το μολύβι που έπεφτε καυτό κι ανελέητο απ’ τις κάννες των όπλων… των τανκς… των αεροπλάνων , έσκασε και πάλι η είδηση σαν βόμβα: Οι Τούρκοι παραβίασαν την εκεχειρία και προελαύνουν ακάθεκτοι… Αρχίζει ο δεύτερος γύρος της εισβολής με προέλαση του Τουρκικού στρατού… άγνωστο μέχρι ποιου σημείου!!

Και δεν έφταναν όλ’ αυτά, η εθνικιστική υστερία δεν έλεγε να κοπάσει…

Ούτε το μεγάλο κακό που βρήκε τον τόπο στάθηκε ικανό να συνεφέρει τους φανατικούς εθνοκάπηλους που συνέχιζαν απτόητοι να κάνουν σεργιάνι στις γειτονιές οπλισμένοι, να φυλάνε δήθεν «Θερμοπύλες» στα μετόπισθεν , αφήνοντας όμως στην προμετωπίδα τις κερκόπορτες ορθάνοικτες να προελαύνουν οι Τούρκοι ανενόχλητοι λεηλατώντας, βιάζοντας, σκοτώνοντας άμαχο πληθυσμό, αλλά και στρατιώτες, όσοι βέβαια απόμειναν να αντιστέκονται ακόμη και να υπερασπίζονται την πατρίδα!!

Το χωριό μας μικρό, αγροτικό, μια κουκκίδα μεσ’ τον κάμπο όπως τα περισσότερα της Μεσαορίας…. Το Πραστειό της Αμμοχώστου….

΄Ηταν τότε κοινό μυστικό σε όλα τα χωριά, πως η κάθε γειτονιά ήταν χρωματισμένη ανάλογα … δεξιοί ή αριστεροί, Μακαριακοί ή γριβικοί και είχε το δικό της στίγμα που σχετιζόταν με τις οικογενειακές καταβολές του καθενός, την ταξική του προέλευση ή τη δράση του, την ιδεολογία του, την κομματική και πολιτική του τοποθέτηση…

Στη γειτονιά μας στο Πάνω Πραστειό όπως λεγόταν, κατοικούσαν νέες οικογένειες που στην πλειοψηφία τους δεν είχαν καμιά σχέση με τους κτηματίες, τους προύχοντες, τους τσιφλικάδες ή τους απογόνους των τοκογλύφων που εξακολουθούσαν να ηγούνται και ενίοτε να δυναστεύουν τις μικρές αγροτικές κοινότητες όχι μόνο στο χωριό μας αλλά σ’ όλη την Κύπρο , να προΐστανται παντού , διορισμένοι τοποτηρητές της άρχουσας τάξης!!

Οι δικές μας οικογένειες ήταν στην πλειοψηφία τους άνθρωποι του μεροκάματου ή φτωχοί αγρότες, άλλοι πάλι δούλευαν εργάτες στα εργοστάσια και στις οικοδομές του Βαρωσιού ή της Λευκωσίας- της χώρας- όπως λέγαμε όλοι την πρωτεύουσα του νησιού μας… ΄Αλλοι πάλι μικροεπαγγελματίες, μικροκτηματίες, τεχνίτες, οι πιο πολλοί φίλοι μεταξύ τους, γείτονες ή συγγενείς … Έτυχε και ήταν συγκεντρωμένοι στην ίδια γειτονιά οι περισσότεροι Μακαριακοί , οι δημοκρατικοί και οι αριστεροί με πρωτοπόρο τον πατέρα μας που είχε ενεργό δράση στο εργατικό κίνημα και ρόλο καθοδηγητή στο χωριό . Βέβαια αυτό εκείνες τις ώρες για εμάς λειτουργούσε πλέον σαν κατάρα και μας δημιουργούσε την αίσθηση πως αποτελούσαμε πια εύκολο στόχο στο μένος των οπλισμένων πραξικοπηματιών καθώς συχνά βλέπαμε κάποιο στρατιωτικό τζίπ να τριγυρίζει στη γειτονιά ή κάποιες σκοτεινές σκιές να μας κατασκοπεύουν από απόσταση… Την ίδια ώρα, από στόμα σε στόμα, έφταναν πληροφορίες πως ήταν πια θέμα χρόνου να κάνουν προέλαση οι Τούρκοι προς τα δικά μας μέρη!!

΄Εκείνες τις στιγμές, εκτός από το φόβο και την απόγνωση, κρυφόκαιγαν στις ψυχές κι άλλα ανάμειχτα συναισθήματα μια και δεν μπορούσαμε να προσδιορίσουμε ποιος ήταν ο πιο επικίνδυνος εχθρός… Οι τρομοκράτες πραξικοπηματίες, που μόλις πριν λίγο καιρό ανατίναζαν δημόσια κτίρια και αστυνομικούς σταθμούς σκορπώντας τον τρόμο με τις κουκούλες μες τα σκοτάδια και που στη συνέχεια οδήγησαν τα τανκς στο προεδρικό και την Αρχιεπισκοπή, ισοπέδωσαν, τρομοκράτησαν, σκότωσαν ακόμη και παιδιά ή οι Τούρκοι εισβολείς που ολοένα και πλησίαζαν, συνθλίβοντας τα πάντα στο πέρασμά τους; Ζούσαμε μέσα στον εφιάλτη της προέλασης των Τούρκων, όμως για εμάς πιο ορατή και εξίσου επικίνδυνη ήταν η τρομοκρατία εκ των έσω από τους πραξικοπηματίες και τους εντολοδόχους της Χούντας των Αθηνών!!

Βέβαια το θέμα των δολοφονιών των ανθρώπων της αριστεράς και γενικά των αντιστασιακών κατά το πραξικόπημα της15ης του Ιούλη του 74, παρέμεινε μέχρι και σήμερα κλειδωμένο στα συρτάρια σαν μια από τις πολλές αθέατες πλευρές που δεν μπορεί κανένας να αγγίξει… Τις πλευρές εκείνες που η ιστορία δεν καταγράφει συνήθως, αναμένοντας την παραγραφή τους με την πάροδο του χρόνου, μέχρι που φτάσαμε σήμερα σιγά-σιγά στην πλήρη διαστρέβλωση της αλήθειας που ο πανδαμάτωρ χρόνος, άλλοτε την παραχαράσσει άλλοτε τη θολώνει ή ακόμη τη σβήνει εντελώς όταν οι μνήμες εξασθενούν, όταν δεν διατηρούνται ανόθευτες στις συνειδήσεις των ανθρώπων!!

Σιγά-σιγά νιώθαμε σαν να χάναμε την αίσθηση του χρόνου καθώς δεν ξέραμε τι θα ξημέρωνε την επαύριον… Η σκέψη μας έμενε κολλημένη εκεί, στο τι μας περίμενε την άλλη μέρα, για ποιους και για πόσους θα ανέτελλε το φως αν και γνωρίζαμε ότι για πολλούς είχε σβήσει ήδη… Για τους στρατιώτες που μάχονταν στην πρώτη γραμμή, για τους γέροντες και τους ανήμπορους που δεν είχαν τρόπο διαφυγής, όλους τους άμαχους που είχαν εγκλωβιστεί στα χωριά τους, άλλοι μέσα στα ίδια τους τα σπίτια, άλλοι σε ορμάνια την ώρα της άταχτης φυγής ή κρυμμένοι στις στάνες … στα καλύβια… στα λαγούμια, με ελάχιστες ελπίδες διαφυγής, γιατί πάνοπλοι Τούρκοι είχαν εισβάλει αλαλάζοντας στις κατοικημένες περιοχές και ρήμαζαν χωριά , σπίτια, εκκλησιές κι ότι άλλο έβρισκαν στο πέρασμα τους !! Εικόνες παλιών σκοτεινών εποχών, κι όμως τόσο όμοιες μεταξύ τους, με τον εισβολέα να μετατρέπεται σε κτήνος, σε διάβολο, σε φορέα βαναυσότητας και θηριωδίας, χάνοντας κάθε ίχνος ανθρωπιάς και συμπόνιας !!

Εικόνες που μόνο ο χρωστήρας ενός Πικάσο στην Γκουέρνικα θα μπορούσε να αναπαραστήσει καθώς απεικονιζόταν μέρα τη μέρα, ώρα την ώρα, σ΄όλο της το μεγαλείο η φρικαλεότητα του πολέμου, του θηρίου αυτού που διαχέει μεσ’ τις ψυχές αυτούσιο το συναίσθημα του πανικού… του τρόμου …της απόγνωσης!!

Εκείνες τις μέρες γινόταν μπροστά στα έκπληκτα μάτια μας η αποκάλυψη αυτού του τέρατος που δεν πρόκειται να αλλάξει στους αιώνες όσες μεταμορφώσεις κι αν επιχειρήσουν να του δώσουν οι εμπνευστές και θιασώτες του!!

Ήταν οι πιο τραγικές στιγμές της ζωής μας, όπου βιώναμε κι εμείς, σαν παιδιά, τη φρίκη σ’ όλο της το μεγαλείο και όπου ο χρωστήρας της μοίρας κατέγραφε στις ζωές μας τη δικής μας « Γκουέρνικα»…

Προτού προλάβουμε να κατανοήσουμε τα πράγματα, να αφομοιώσουμε τα γεγονότα, μας έρχονταν νέες απανωτές πληροφορίες που έπεφταν η μια μετά την άλλη καταιγιστικά, εξελίσσονταν βίαια και ηχούσαν στ’ αυτιά μας σαν θέατρο του παράλογου ή σαν ταινία τρόμου…

Τα αφηγούνταν τα μπουλούκια των προσφύγων της πρώτης εισβολής που κατέφθαναν στο χωριό πανικόβλητοι, διωγμένοι απ’ τα σπίτια τους απ’ το Βόρειο μέρος του νησιού και τα χωριά που είχαν ήδη εγκαταλειφτεί με την προέλαση των Τούρκων. Κατάκοποι, σαστισμένοι, ευχαριστούσαν τους χωριανούς που τους φιλοξενούσαν όπου ήταν δυνατό, σε πρόχειρα καταλύματα, στο σχολείο, στο κοινοτικό ιατρείο, στην αίθουσα του κατηχητικού ή και στα σπίτια που άνοιγαν δειλά-δειλά να τους φιλοξενήσουν, γνωρίζοντας πως όπου νάνε, θα έφτανε και η δική μας η σειρά…

Ακούγαμε έντρομοι τις αφηγήσεις τους, πως κάποιοι πιάστηκαν αιχμάλωτοι και μεταφέρονταν στοιβαγμένοι σε καμιόνια ή σε καράβια για άγνωστο προορισμό, οι πιο πολλοί στην Τουρκία, στα Άδανα, μες’ τα μπουντρούμια άλλοι πάλι δολοφονούνταν εν ψυχρώ μέσα στα σπίτια τους, στα χωράφια ή καταμεσής του δρόμου και κάποιοι, νέοι οι περισσότεροι , έπεφταν μαχόμενοι σε προδομένες μάχες… Έφταναν στ’ αυτιά μας κι άλλα τρομακτικά πράγματα για κορίτσια και γυναίκες κάθε ηλικίας που δεν πρόλαβαν να διαφύγουν και έπεφταν θύματα κακοποίησης και βιασμού από τους εξαγριωμένους στρατιώτες του Αττίλα και το πιο τρομαχτικό, οι ψίθυροι για ομαδικούς ενταφιασμούς!!

Εμείς, τα παιδιά, σαστισμένα αναμέναμε τη συνέχεια για όσα θα ακολουθούσαν και που θα ανέτρεπαν ίσως για πάντα τη μέχρι τότε ήρεμη απλή ζωή μας- όπως τη βιώναμε ως τότε – νωχελική , μονότονη, φαινομενικά ειρηνική, παρόλες τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε ο περισσότερος κόσμος από το μόχθο της επιβίωσης και το πάντα ταραγμένο πολιτικό κλίμα!!
Στο μεταξύ, σε ανύποπτο χρόνο μας έφερε τα μαντάτα ένας πανικοβλημένος φαντάρος που ξέκοψε μόνος του πάνω στη άταχτη οπισθοχώρηση της μονάδας που υπηρετούσε…

«Φύγετε…Μη κάθεστε άλλο… Θα σας σφάξουν όλους..΄Εφτασαν πολύ κοντά…» Εμείς σαν τσουβάλια, σαν τροφή προς βρώσιν, στοιβαχτήκαμε κυριολεκτικά στην κάσα ενός φορτηγού που έφερε την επιγραφή «Ζωοτροφές Προβήτα» ακουμπώντας ο ένας στον ώμο του αλλουνού και σφίγγοντας τα χέρια μέχρι να πονέσουν τα δάχτυλα, ενώ μετρούσαμε πανικόβλητοι τις φορές που είχε περάσει το Τουρκικό βομβαρδιστικό βολίδα πάνω από τα κεφάλια μας και μας ανάγκαζε κακήν κακώς να πηδήξουμε για να κρυφτούμε κάτω από ένα γεφύρι ή ένα χαντάκι ή το υπόστεγο μιας μάντρας, να προφυλαχτούμε απ’ τον θάνατο… όταν ανεβαίναμε ξανά στην κάσα του φορτηγού μέναμε όλοι ακίνητοι… σιωπηλοί … μέχρι που πάγωνε η ψυχή μας νιώθοντας πως βρισκόμασταν πολύ κοντά στην παγερή ανάσα του θανάτου!! …Μόνο που όλο γυρόφερναν στη σκέψη οι νωπές μνήμες από τα εγκληματικά λάθη… το φανατισμό… το μίσος και όλ’ αυτά πού τελικά μας είχαν οδηγήσει μέχρι εκεί!!

Εκείνες όμως τις στιγμές, ένα ήταν το σίγουρο… Το ότι όλοι φοβούνταν για τα ίδια πράγματα και με τον ίδιο τρόπο και έδειχναν σαν να ήθελαν επιτέλους να κάνουν την απολογία τους , να παραδεχτούν πως το παιχνίδι τελειώνει εδώ, χωρίς κανένα νικητή αλλά με όλη την πατρίδα ηττημένη…!!

Βέβαια, πολύ κρίμα που αυτή η παραδοχή δεν έγινε έγκαιρα, αλλά ούτε και στην ουσία έγινε ποτέ μέχρι σήμερα, έτσι που με τον καιρό να αναιρείται και να χάνεται μέσα σε σωρούς από καινούργιους μύθους… καινούργια κατασκευασμένα ψέματα και παραμύθια εμπλουτισμένα με πιο σύγχρονες εκδοχές παραπλάνησης και συνειδησιακής φθοράς…

Πάντως την ώρα εκείνη της άταχτης φυγής , η παραδοχή της ήττας φάνταζε εντελώς αναπόφευκτη.. ψυχαναγκαστική, ίσως όμως και απλά να ήταν μια παρόρμηση της στιγμής, επιβεβλημένη πλέον από την επίγνωση του πραγματικού κινδύνου για την ίδια τη ζωή μας, το οδυνηρό συναίσθημα του φόβου για τον θάνατο ή τον επερχόμενο πλήρη αφανισμό της πατρίδας μας χωρίς καμιά δυνατότητα αντίστασης , ούτε ελπίδα διαφυγής!! –

΄Εξοδος

Στην έξοδο όλο βουλιάζανε τα βήματα μας μήπως και μας προλάμβανε
το μέρος της ζωής που έμεινε πίσω
μήπως και συγκρατούσαμε στα τρεμάμενα δάχτυλα
τις μισοτελειωμένες εκκρεμότητες ….
Το μισοψημένο ψωμί στον πυρωμένο φούρνο,
το προζύμι να ξεκουράζεται αμέριμνο μέσ’ τη ξυλένια σκάφη
προσμένοντας την άλλη μέρα…
Τη μισοκαμένη ελιά στο καπνιστήρι να κρατά τη βασκανία κλειδωμένη ερμητικά
προτού προλάβει να διωχτεί απ’το ξόρκι
Το αλφαβητάρι του παιδιού που έμεινε ανάστροφα ριγμένο
Το άραφτο ακόμη νυφικό στον πάγκο της μοδίστρας..
στον κάμπο το ατρύγητο τ’ αμπέλι…
κι εμείς… εμείς να φεύγουμε με απλωμένες τις παλάμες
και όλα μικραίνανε καθώς γλιστρούσαν αργά-αργά
μέσ’ απ’ τα δάχτυλα σαν άμμος και χάνονταν
αφήνοντας τα όνειρα μετέωρα
και τις μικρές διάφανες ψηφίδες να αιωρούνται
όπως ελευθερώνει η τεφροδόχος τη στάχτη ενός λειψάνου
προτού χαθεί για πάντα μέσ’ στη θολή γραμμή των οριζόντων…

Νίκη Χατζημιχαήλ

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy