Ανάγκη για στοχευμένες παρεμβάσεις και εμπλοκή στενού κύκλου στην ενημέρωση για εμβόλια

Βασικός είναι ο ρόλος που διαδραματίζουν τα ανθρώπινα κοινωνικά δίκτυα στη διαμόρφωση των αντιλήψεων και στάσεων απέναντι στους εμβολιασμούς. Μεγαλύτερη μάλιστα επιρροή φαίνεται να έχουν το οικογενειακό περιβάλλον και οι φίλοι παρά οι συνάδελφοι, οι γείτονες, οι πάροχοι υγειονομικής περίθαλψης και οι πολιτικοί. 

Του Ειρηναίου Πίττα 

Το πιο πάνω συμπέρασμα εξάγεται μέσα από μια νέα έρευνα από ερευνητές του Εργαστηρίου ACThealthy: Κλινικής Ψυχολογίας και Συμπεριφορικής Ιατρικής του Τμήματος Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου, της Σχολής Οικονομικών Επιστημών και Διοίκησης του Πανεπιστημίου Κύπρου, του Πανεπιστημίου Yale και ΜΙΤ στην Αμερική και του Πανεπιστημίου UCL στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Η μελέτη διεξήχθη στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος “Tackling anti-vaccination: Mapping the Social Transmission of beliefs and attitudes (SAFEST)” (EXCELLENCE/0918/0115), το οποίο συγχρηματοδοτείται από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης και την Κυπριακή Δημοκρατία μέσω του Ιδρύματος Έρευνας και Καινοτομίας (ΙδΕΚ).

Στη συστηματική ανασκόπηση της βιβλιογραφίας, η οποία δημοσιεύθηκε στο έγκριτο επιστημονικό περιοδικό Vaccines και με τίτλο «Μετάδοση των στάσεων και των συμπεριφορών για τους εμβολιασμούς με βάση τη Θεωρία της Κοινωνικής Μετάδοσης: Συστηματική ανασκόπηση της βιβλιογραφίας», συμπεριλήφθηκαν 11 μελέτες, οι οποίες εξέταζαν πώς μεταδίδονται στα κοινωνικά δίκτυα οι αντιλήψεις και οι στάσεις έναντι των εμβολιασμών.

Η ανασκόπηση, αφού υπογραμμίζει το ρόλο των κοινωνικών δικτύων ενός ατόμου στη μετάδοση και υιοθέτηση μίας στάσης, προτρέπει τους αρμόδιους και τις Αρχές δημόσιας υγείας που θέλουν να μειώσουν τα ποσοστά διστακτικότητας για εμβολιασμό να προσαρμόσουν τις παρεμβάσεις ανάλογα με τον εκάστοτε πληθυσμιακό στόχο και κυρίως να εμπλέξουν την οικογένεια και τους φίλους των ατόμων στις ενημερωτικές εκστρατείες και προσπάθειες, έτσι ώστε να οδηγηθούν σε θετικότερα αποτελέσματα.

Αλληλεπίδραση διαφόρων παραγόντων 

Ειδικότερα, φαίνεται πως οι συμμετέχοντες είχαν πιο θετικές στάσεις για τον εμβολιασμό και συνεπώς μεγαλύτερη πιθανότητα να εμβολιαστούν οι ίδιοι, ή ακόμα και να εμβολιάσουν το παιδί τους, όταν εκτίθενται συχνά σε θετικές στάσεις υπέρ του εμβολιασμού και συζητούν για σχετικά με την οικογένεια ή και τους φίλους τους. Παρατηρήθηκε επίσης ότι η πιθανότητα εμβολιασμού μειώνεται όταν οικογένεια και φίλοι δίσταζαν να εμβολιαστούν. Σημειώνεται δε, ότι με την απλή έκθεση ή συζήτηση των εμβολιασμών με άλλους δεν σημαίνει απαραίτητα ότι ένα άτομο θα υιοθετήσει την ίδια συμπεριφορά και στάση, καθώς, όπως τονίζεται, η μετάδοση και υιοθέτηση του μηνύματος είναι μια σύνθετη διαδικασία που περιλαμβάνει τις γνώσεις, τις δεξιότητες, τα κίνητρα και τις γενικότερες στάσεις ενός ατόμου. Επισημαίνεται περαιτέρω ότι ακόμα κι αν ένα άτομο αντιληφθεί το εμβόλιο ως αποτελεσματικό και ασφαλές, εάν τα μέλη του κοινωνικού δικτύου του δεν ταυτίζονται με αυτή την άποψη ή δεν έχουν εμβολιαστεί, είναι πιθανό και το ίδιο το άτομο να διστάζει να εμβολιαστεί, παρά τις προσωπικές του αντιλήψεις.

Φάνηκε ακόμα ότι τα άτομα μπορεί επίσης να ωθηθούν προς εμβολιασμό ως αποτέλεσμα των «κοινωνικών κανόνων». Δηλαδή, προκειμένου να γίνουν κοινωνικά αποδεκτοί ή και να ενταχθούν στο κοινωνικό σύνολο, είναι πιθανό να προχωρήσουν με εμβολιασμό, ακόμα και εάν η στάση τους προς τα εμβόλια δεν είναι θετική.

Ως εκ τούτου, επισημαίνεται ότι ο εμβολιασμός πρέπει να θεωρείται από τους αρμόδιους, αλλά και όσους αναλαμβάνουν ενημερωτικές εκστρατείες, όχι μόνο κάτι που αφορά μεμονωμένα το άτομο, αλλά ως μια αλληλεπίδραση διαφόρων παραγόντων που αφορούν και το κοινωνικό δίκτυο του εκάστοτε ατόμου.

Όπως φαίνεται από την έρευνα, η οικογένεια και οι φίλοι έχουν μεγαλύτερη επιρροή στη στάση των ατόμων για εμβολιασμό από άλλα μέλη του δικτύου ενός ατόμου, όπως οι πάροχοι υγειονομικής περίθαλψης και οι γείτονες. Αυτό, σημειώνεται, δεν πρέπει να θεωρείται παράξενο, καθώς η ποιότητα της σχέσης και η συχνότητα της επικοινωνίας μπορεί να είναι πιο κρίσιμα από την εμπειρογνωμοσύνη, την εξουσία και τη γνώση.

Επιπλέον, οι παρεμβάσεις ή οι ενημερωτικές εκστρατείες για εμβολιασμό θα μπορούσαν να προσαρμοστούν στους πληθυσμιακούς στόχους, ειδικά όταν έχουμε να κάνουμε με εθνοτικές μειονότητες, οι οποίοι μπορούν να έχουν συγκεκριμένες πεποιθήσεις ή και εμπόδια στην απόφαση για εμβολιασμό και ενδέχεται να μην επηρεάζονται από άτομα που ανήκουν σε άλλες πληθυσμιακές ή εθνοτικές ομάδες. Οι προσαρμοσμένες παρεμβάσεις είναι προτιμότερες από τα άτομα, καθώς μπορούν να συσχετιστούν με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα, ειδικά σε θέματα υγείας.

Στοχευμένες παρεμβάσεις και κράχτες 

Η πιο πάνω έρευνα μπορεί να αποτελέσει «φάρο» για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει οι Αρχές να προσεγγίσουν όσους ακόμα εμφανίζονται διστακτικοί για εμβολιασμό. Όπως φαίνεται, πρέπει να γίνει στροφή στην επικοινωνιακή πολιτική του Υπουργείου Υγείας και της κυβέρνησης, οι οποίοι ανέθεσαν το βάρος της ενημέρωσης κυρίως σε πολιτικά πρόσωπα ή την επιστημονική κοινότητα. Με βάση την έρευνα, όσοι παραμένουν ακόμα ανεμβολίαστοι πρέπει να προσεγγιστούν στοχευμένα, με προσαρμοσμένη ενημέρωση «στα μέτρα τους» και «χρησιμοποιώντας» άτομα που έχουν εμβολιαστεί ή και χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης στον κύκλο τους, οι οποίοι θα αποτελέσουν τους κράχτες για αύξηση της εμβολιαστικής κάλυψης εντός της κοινότητας.

Όπως ανέφερε ο επικεφαλής της έρευνας, Δρ Άγγελος Κασσιανός, «τα δεδομένα από τη βιβλιογραφία μπορούν να βοηθήσουν στο σχεδιασμό πιο στοχευμένων παρεμβάσεων και επί της ουσίας να καταδείξουν τις συχνότερες διόδους διάχυσης τόσο θετικών όσο και αρνητικών αντιλήψεων για τους εμβολιασμούς».

Στην έρευνα εκ μέρους του Πανεπιστημίου Κύπρου συμμετείχαν οι Δρ Άγγελος Κασσιανός, ειδικός επιστήμονας Έρευνας και Marie Skłodowska Curie Fellow στα Τμήματα Ψυχολογίας (ACT healthy lab) και Πληροφορικής (eHealth lab), κα Πηνελόπη Κωνσταντίνου, διδακτορική φοιτήτρια Κλινικής Ψυχολογίας και Ερευνητική Συνεργάτης στο Τμήμα Ψυχολογίας, Δρ Μαρία Καρεκλά, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Τμήμα Ψυχολογίας, κα Κατερίνα Γεωργίου, βοηθός έρευνας στο Τμήμα Ψυχολογίας, Δρ Μαρία Κυπριανίδου, ερευνητικός συνεργάτης στο Τμήμα Ψυχολογίας και Δρ Χρήστος Νικολαΐδης, επίκουρος καθηγητής Διοικητικής Επιστήμης στο Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων και Δημόσιας Διοίκησης.

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy