Ανάγκη τα κόμματα να επανασυνδεθούν με την κοινωνία

Τρεις επιστήμονες αναλύουν στη «Χ» τα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών και το νέο πολιτικό σκηνικό που έχει δημιουργηθεί, υπογραμμίζοντας πως η μικρή αύξηση της τάξεως του 1,02% που σημειώθηκε στο ποσοστό αποχής των εκλογών της περασμένης Κυριακής (34,28%), σε σύγκριση με αυτό του 2016, δεν κρίνεται ως αρνητική, λαμβάνοντας υπόψιν τις ιδιαίτερες συνθήκες κάτω από τις οποίες διεξήχθησαν οι εκλογές.

 

Του
Κωστή Πιτσιλλούδη

Ως ιδιάζουσες μπορούν να χαρακτηριστούν οι βουλευτικές εκλογές της 30ής Μαΐου, για μία σειρά λόγων, έχοντας ως αποτέλεσμα τα τρία μεγαλύτερα κόμματα του τόπου να σημειώσουν μείωση στα ποσοστά τους της τάξης του 3%.

Η πανδημία και οι επιπτώσεις που προκάλεσε, τόσο στην οικονομία όσο και στην κοινωνία, φαίνεται ότι διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο και υπήρξαν η κινητήριος δύναμη για τη δημιουργία πολλών μικρών εξωκοινοβουλευτικών κομμάτων και την κάθοδο αρκετών ανεξάρτητων υποψηφίων, που έλαβαν στο σύνολό τους το διόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό του 14,56%.

Φαίνεται επίσης ότι η σωρεία παντός τύπου σκανδάλων που είδαν το φως της δημοσιότητας, τα οποία περιστρέφονται γύρω από την κυβέρνηση Αναστασιάδη-ΔΗΣΥ, να μην προκάλεσαν το εκλογικό κόστος που θα ανέμενε κανείς στο κυβερνών κόμμα.

«Η ετυμηγορία των ψηφοφόρων διαγράφει παράξενη γενική εικόνα στην κατανομή της ψήφου, ενώ την ίδια στιγμή υποδεικνύει δύο βασικά συμπεράσματα», ανέφερε στη «Χαραυγή» ο πολιτικός αναλυτής Χριστόφορος Χριστοφόρου.

Επεσήμανε ότι παρ’ όλο που δεν είχε στο μυαλό οποιαδήποτε συγκεκριμένη προσδοκία ή πρόβλεψη για τον τρόπο κατανομής της ψήφου, εκ πρώτης όψεως εκπλήσσει η μεγάλη πτώση του ΑΚΕΛ.

Αυτή η πτώση, πρόσθεσε, που είναι συνέχεια της προηγούμενης σημαντικής απώλειας ψήφων, το 2016, θέτει κρίσιμα ερωτήματα για την εξέλιξη του κόμματος.

Τόνισε ότι, στη συνολική εικόνα, το κύριο συμπέρασμα είναι πως τα τέσσερα κόμματα που κυριάρχησαν στο κομματικό και πολιτικό σκηνικό εισέπραξαν την αδυναμία τους να ερμηνεύσουν τα αποτελέσματα του 2016.
Ανέφερε πως όφειλαν να αντιληφθούν την απαρέσκεια σημαντικής μερίδας των πολιτών να εργαστούν για το κοινό καλό, να προσφέρουν λύσεις.

Σύμφωνα με τον κ. Χριστοφόρου, τα τρία εξ αυτών δεν παρουσίασαν καν προτάσεις, ένα πρόγραμμα που να απαντά στις ανάγκες της κοινωνίας, ενώ ουδένα μπόρεσε να πείσει πως έχει όραμα για την Κύπρο, το οποίο μάλιστα να μπορεί να υλοποιήσει.

Ανέφερε ότι το αποτέλεσμα παραπέμπει σαφώς σε μία «απειλή» πως τα τέσσερα πρώην κυρίαρχα κόμματα, οφείλουν να επανασυνδεθούν ουσιαστικά με την κοινωνία, να ανταποκριθούν στις ανάγκες της να αντιμετωπίσει πραγματικά προβλήματα, αν θέλουν να αποφύγουν κίνδυνο μεγαλύτερης συρρίκνωσης ή και κατάρρευσης.

Ερωτηθείς για τους λόγους σταθεροποίησης των ποσοστών της αποχής, ο κ. Χριστοφόρου απάντησε ότι υπήρχαν δύο σημαντικοί παράγοντες που συνήθως συμβάλλουν στην αύξηση της αποχής, γνωστοποιώντας παράλληλα ότι ανέμενε η αποχή να αυξανόταν περισσότερο.

Ο πρώτος, εξήγησε, είναι οι κρίσεις και στη συγκεκριμένη εκλογή, η κρίση λόγω κορονοϊού και οι οικονομικές επιπτώσεις εξαιτίας της, σε οικογένειες και επιχειρήσεις. Πρόσθεσε πως άτομα που αντιμετωπίζουν ανεργία, δυσκολίες επιβίωσης, νιώθουν αποκλεισμένοι από την κοινωνία και δεν μετέχουν σε εκλογές.

Τόνισε ότι ήταν σαφές πως η ποιότητα και το περιεχόμενο της προεκλογικής εκστρατείας έκαναν τους πολίτες διστακτικούς να μετέχουν.

Γνωστοποίησε ότι υπήρξε όμως πολύ μεγάλη κινητοποίηση κομματικών μηχανισμών, η οποία έγινε μετά το κλείσιμο των καλπών το μεσημέρι, και λίγο πριν το τέλος, προπάντων από τον ΔΗΣΥ, κάτι που εξηγεί τον περιορισμό των απωλειών του.

«Αν δούμε τη ροή στα ποσοστά προσέλευσης θα δούμε παράξενες τάσεις σε σχέση με προηγούμενες εκλογές», παρατήρησε.

Εξήγησε ότι σημαντικός λόγος προσέλευσης στις κάλπες φαίνεται να είναι η παρουσία πολλών κομμάτων, μερικά από τα οποία παρουσίασαν μονοθεματικό πρόγραμμα, με δεκάδες χιλιάδες να ψηφίζουν νέα κόμματα, αντί να απέχουν, όπως δείχνει το 14% των κομμάτων που δεν κέρδισαν έδρα.

Αυτό δείχνει, πρόσθεσε, πως η απογοήτευση από τα παραδοσιακά κόμματα μετατράπηκε σε προσδοκία και επενδύθηκε σε νέα κόμματα.

Ο κ. Χριστοφόρου εκτίμησε ότι το ποσοστό αποχής θα παραμείνει και ίσως αυξηθεί αν τα κόμματα δεν δώσουν ουσιαστικό περιεχόμενο στην ύπαρξή τους.

Καταλήγοντας, ανέφερε πως οι Προεδρικές του 2023 θα μας δώσουν ενδείξεις για την πορεία της, αν θα συνεχισθεί η τάση ή θα σταθεροποιηθεί το ποσοστό της αποχής.

Από την πλευρά του, ο πολιτικός κοινωνιολόγος Γρηγόρης Ιωάννου κρίνει το αποτέλεσμα των βουλευτικών ως αρνητικό.

Τόνισε ότι η μείωση των ποσοστών του ΑΚΕΛ, ενός κόμματος που κράτησε μπροστά το Κυπριακό στην προεκλογική του εκστρατεία, αλλά και η μη είσοδος της «Αμμόχωστος για την Κύπρο» στη Βουλή, δείχνει μία τάση μείωσης των δυνάμεων που στηρίζουν μία λύση με τη μορφή ΔΔΟ.

«Είμαστε στο και πέντε της διχοτόμησης και χρειάζεται κάτι περισσότερο από μία αύξηση ποσοστών για την ανατροπή της», δήλωσε.

Αναφερόμενος στην πτώση των ποσοστών του ΑΚΕΛ, υπογράμμισε ότι η αυτοκριτική και η ανάληψη ευθύνης θα πρέπει να γίνει με τρόπο ουσιαστικό.

«Κατά τα τελευταία χρόνια, έχουν γίνει βήματα ανοίγματος προς την κοινωνία από το ΑΚΕΛ, όμως θεωρώ ότι πρέπει να γίνουν περισσότερα. Δείχνει μία εικόνα ενός κόμματος, το οποίο είναι φιλικό προς τους εργαζομένους και στη νεολαία, αλλά φαίνεται ότι δεν έχει τη δυνατότητα να επηρεαστεί από τα κινήματα και τις δυνάμεις της κοινωνίας. Θα πρέπει να υλοποιήσει τη διακήρυξη της εξωστρέφειάς του, σε πράξη, με πιο ουσιαστικό τρόπο», πρόσθεσε.

Όσον αφορά το ποσοστό αποχής που σημειώθηκε στις βουλευτικές εκλογές, ο κ. Ιωάννου επεσήμανε ότι ανέμενε μία μείωση σε σύγκριση με αυτές του 2016, τόσο λόγω της μορφής των εκλογών ως διαμαρτυρίας όσο και για τη συμμετοχή αρκετών κομμάτων και συνδυασμών.

Παρατήρησε ότι η αποχή έχει παγιωθεί, με το 1/3 των ψηφοφόρων, είτε να μην ενδιαφέρεται για την πολιτική είτε θεωρεί την πολιτική δευτερεύουσα ή ακόμη ότι δεν μπορεί να αλλάξει κάτι από τις εκλογές.

Χ. Ψάλτης: Tο αποτέλεσμα των εκλογών δεν είναι άσπρο-μαύρο

«Tο εκλογικό αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών δεν είναι άσπρο-μαύρο. Κρίνω ότι η κυριότερη αρνητική εξέλιξη είναι η άνοδος των ποσοστών του ΕΛΑΜ σε σύγκριση με αυτά που είχε το 2016», ανέφερε στη «Χ» ο αναπληρωτής καθηγητής Κοινωνικής και Αναπτυξιακής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, Χάρης Ψάλτης.
Χαρακτήρισε ως θετική εξέλιξη τη μη είσοδο της «Αλληλεγγύης» στη Βουλή και τη μείωση των εδρών της Συμμαχίας Πολιτών, δύο κομμάτων καθαρά αντι-ομοσπονδιακών.
«Οι ακραίοι απομονωθήκαν στο ΕΛΑΜ και στην ΕΔΕΚ και χάθηκε η πολυαντιπροσώπευση που παρατηρήθηκε κατά την προηγούμενη πενταετία. Ως εκ τούτου, αλλάζει και προς το καλύτερο η σύνθεση του Εθνικού Συμβουλίου», εξήγησε.
Αναφερόμενος στην είσοδο της ΔΗΠΑ στη Βουλή, εξέφρασε την άποψη ότι κρίνεται ως θετική καθώς τάσσεται υπέρ μίας λύσης του Κυπριακού στη βάση της ΔΔΟ. Πρόσθεσε ότι και η αύξηση των εδρών των «Οικολόγων» από δύο σε τρεις κρίνεται και αυτή ως θετική, ιδιαίτερα η εκλογή της κας Ατταλίδου, η οποία έχει μία ξεκάθαρη στάση υπέρ της ομοσπονδίας.
«Φυσικά, θα αναμένουμε να δούμε εάν η εκλογή της κας Ατταλίδου βοηθήσει στη μετατροπή πολιτικής των Οικολόγων στο σύνολό τους», εξήγησε.
Σχολιάζοντας την πτώση των ποσοστών του ΑΚΕΛ, ο κ. Ψάλτης τόνισε ότι το σκάνδαλο του «Αλ Τζαζίρα» διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο, προσθέτοντας πως κρίνει ότι δεν συνδέεται με τις απόψεις του κόμματος για το Κυπριακό, σύμφωνα και με τις μελέτες που έχουν διεξαχθεί.
Έθιξε δε και το ζήτημα της αποχής, υπογραμμίζοντας πως εάν λάβουμε υπόψιν τις συνθήκες της πανδημίας, η αύξηση της κατά 1%, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως αποτυχία

 

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy