Αναγνώστες επιλέγουν: Γραμμές Μιχάλη Γκανά και Σωλ Μπέλοου

Γραμμές στον Ορίζοντα που επιλέγουν μέλη των Λεσχών Ανάγνωσης “Βιβλιοτρόπιο” και “Διά-λογος” αλλά και άλλοι αναγνώστες. Γραμμές που σε αυτή την έκδοση δεν προέρχονται από την κυπριακή λογοτεχνία, όπως γίνεται κάθε εβδομάδα, αλλά από την παγκόσμια λογοτεχνία. Επιλογές βιβλίων από αυτούς στους όποιους απευθύνονται, τους αναγνώστες. Βιβλία, προτάσεις όχι για το καλοκαίρι, όχι «καλοκαιρινά» βιβλία, ό,τι και να σημαίνει αυτό, αλλά βιβλία για όλο το χρόνο διότι πίσω από τις γραμμές των βιβλίων είναι ο κόσμος όλος και υπάρχουν ευτυχώς και αυτά και άλλα πολλά καλά βιβλία.

ΓΡΑΜΜΕΣ ΠΡΩΤΗ ΣΕΛΙΔΑΜιχάλης Γκανάς,

ΓΥΝΑΙΚΩΝ

μικρές και πολύ μικρές ιστορίες
Εκδόσεις Μελάνι, 2010

Βαδίζει στο απέναντι πεζοδρόμιο με λινά ανάλαφρα ρούχα και ψάθινο καπέλο. Βαδίζει φορώντας ακόμη την αλκή μιας πρώην νεότητας αλλά με σκυμμένο κεφάλι, καθώς φυσάει δυνατά και αναγκάζεται να κρατάει το ψαθάκι της σε στάση βαθιάς υπόκλισης.

Μεσόκοπη. Κομμένη στα δύο δηλαδή, αλλά όχι σε δύο ίσα μέρη. Κομμένη στην όψη, στην κόψη και στην άποψη. Oχι πως δεν έχει άποψη αλλά δεν έχει το κουράγιο να την υποστηρίξει. Κι αυτή η θρυλούμενη σοφία της ωριμότητας πού πήγε; Ευτυχώς δεν έχει παιδιά κι εγγόνια, γιατί δεν θα είχε να τους πει τί-πο-τα. Καμία από αυτές τις στρογγυλές φράσεις που λένε οι μεγάλοι στους μικρούς παντού και πάντα: στα βιβλία, στις ταινίες, στο θέατρο και στη ζωή.

«Τα χρόνια περνούν, οι ώρες δεν περνούν» της έλεγε η γιαγιά της. Αυτή δεν θα μπορούσε να πει κάτι ανάλογο ποτέ!

Μεσόκοπη. Γυναίκα μέσης ηλικίας εννοείται, ενώ υπονοείται σαφώς ότι πρόκειται για μια γυναίκα στα πρόθυρα της τρίτης ηλικίας. Αλλο κι ετούτο. Από πού ξεφύτρωσε αλήθεια αυτή η τρίτη ηλικία; Ούτε πρώτη ακούσαμε ούτε δεύτερη, και μια ωραία πρωία ή εσπέρα – εσπέρα συνήθως– προσγειώνεσαι στην τρίτη.

Αναγκαστική προσγείωση με τις αναπόφευκτες αβαρίες. Και δεν μπορεί να φύγεις αποκεί ούτε για τη δεύτερη και την πρώτη, ούτε καν για την τέταρτη και την πέμπτη ηλικία. Δεν έχεις να πας πουθενά. Η τρίτη ηλικία είναι και η τελευταία, αφού είναι ισόβια.

Μεσόκοπη λοιπόν. Απεχθέστατον! Ας το δεχτούμε όμως για να πάμε παρακάτω. Δεν είναι να χρονοτριβείς σ’ αυτές τις ηλικίες, να επιμένεις, να ψιλοκοσκινίζεις, κακό του κεφαλιού σου. Eνα κεφάλι, παρεμπιπτόντως, με ψαθάκι, σαν ελάχιστη προκαταβολή από το φωτοστέφανο που σε περιμένει όταν έρθει η ώρα σου. Ετσι, σαν να σου παίρνουνε τα μέτρα.

Oσο για τα φτερά, το νιώθεις ήδη ότι αρχίζουν (ποιοι;) να δοκιμάζουν τις βίδες στην πλάτη σου, από τους πόνους στις κλειδώσεις.

Αυτά βέβαια αν γίνεις άγγελος και πας κατά Παράδεισο μεριά. Εκτός κι αν είσαι ήδη άγγελος, τώρα που έχασες το φύλο σου και το σαλπίζουν αναιδέστατα τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ στα μπαρ, στις καφετέριες, στις παραλίες.

(Επιλογή: Α.Κ.)

2 σελιδαγΣωλ Μπέλοου

ΧΕΡΤΣΟΓΚ
Καστανιώτης, 2005

Κι αν μου έχει στρίψει, τι μ’ αυτό, σκέφτηκε ο Μόουζες Χέρτσογκ.

Κάποιοι πίστευαν πως είχε τρελαθεί για τα καλά, και για κάμποσο καιρό και ο ίδιος αμφέβαλλε αν τα είχε τετρακόσια. Αλλά τώρα, αν και συνέχιζε να συμπεριφέρεται παράξενα, ένιωθε σίγουρος, χαρούμενος, άνθρωπος γεμάτος οράματα και σφρίγος.

Είχε καταληφθεί από ένα είδος έκστασης και έγραφε γράμματα σε όλο τον κόσμο. Ηταν τόσο συνεπαρμένος από αυτά τα γράμματα, ώστε από τα τέλη Ιουνίου άρχισε να πηγαίνει από μέρος σε μέρος με μια βαλίτσα γεμάτη χαρτιά. Κουβάλησε τη βαλίτσα από τη Νέα Υόρκη στο Μάρθα’ς Βίνγιαρντ, αλλά γύρισε από κει σχεδόν αμέσως: δύο μέρες μετά ταξίδεψε αεροπορικώς για το Σικάγο και από το Σικάγο πήγε σε ένα χωριό στη Βόρεια Μασαχουσέτη. Κρυμμένος στην εξοχή, έγραφε ακατάπαυστα, με πάθος, στις εφημερίδες, σε δημόσια πρόσωπα, σε φίλους και συγγενείς και τέλος στους νεκρούς, τους δικούς του αφανείς νεκρούς, αλλά και σε διάσημους νεκρούς.

Κατακαλόκαιρο στους λόφους του Μπέρκσερ. Ο Χέρτσογκ ήταν μόνος στο παλιό μεγάλο σπίτι. Αν και ιδιότροπος με το φαγητό του, τώρα έτρωγε ψωμί Σίλβερκαπ από τη χάρτινη συσκευασία, φασόλια από κονσέρβα και αμερικάνικο τυρί. Κάπου κάπου μάζευε βατόμουρα από τον κατάφυτο κήπο, σηκώνοντας τα αγκαθωτά καλάμια χωρίς να πολυπροσέχει. Κι όσο για ύπνο, κοιμόταν πάνω σε ένα στρώμα  χωρίς στρωσίδια – ήταν η εγκαταλειμμένη γαμήλια κλίνη του – ή στην αιώρα, τυλιγμένος με το πανωφόρι του. Ψηλό φουντωτό γρασίδι, χαρουπιές και σφεντάμια τον περιτριγύριζαν στην αυλή.

Οταν άνοιγε τα μάτια μες τη νύκτα, τα άστρα ήταν σιμά του σαν άυλα σώματα. Φωτιές τι άλλο αεριώδεις μάζες – ορυκτά, κάμα, άτομα, που είχαν ωστόσο πολλά να πουν σε έναν άντρα ξαπλωμένο σε μια αιώρα, τυλιγμένο με το πανωφόρι του. Oταν μια καινούργια σκέψη γράπωνε την καρδιά του, πήγαινε στην κουζίνα, το στρατηγείο του, και την αποτύπωνε στο χαρτί.

Η άσπρη μπογιά μαδούσε από τους τοίχους και ο Χέρτσογκ καμιά φορά σκούπιζε ποντικοκούραδα από το τραπέζι με το μανίκι του, και αναρωτιόταν ήρεμα γιατί οι ποντικοί της υπαίθρου να έχουν τέτοια μανία με το κερί και την παραφίνη.

(Επιλογή: Παντελής Μάκη)

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy