- Εκκλήσεις του ∆ιοικητή της Κεντρικής Τράπεζας προς τις τράπεζες για αναδιαρθρώσεις των φερέγγυων δανειοληπτών την ώρα που οι εταιρείες εξαγοράς δανείων κυνηγούν µεγαλύτερα κέρδη
- Η προσπάθεια περιορισµού του πληθωρισµού µέσω της αύξησης των επιτοκίων οδηγεί στην επιβράδυνση της οικονοµίας
Του Κωνσταντίνου Ζαχαρίου
Ηρεµία επικρατεί στην Κύπρο για τη νέα διεθνή τραπεζική κρίση, η οποία ξεκίνησε από τις ΗΠΑ (µε την κατάρρευση των Silicon Valley Bank, Signature Bank και First Republic) και επεκτάθηκε στην Ευρώπη (µε τις εξελίξεις Credit Suisse), αφού οι τράπεζες και τα επενδυτικά ταµεία δεν έχουν άµεση έκθεση στις υπό αναφορά τράπεζες. Παρά ταύτα, επικρατεί ανησυχία για τις ενδεχόµενες έµµεσες επιπτώσεις, καθώς οι εξελίξεις έχουν πολλά κοινά στοιχεία µε την κρίση του 2008. Ωστόσο, όπως επεσήµαναν στην εφηµερίδα µας πηγές από το χώρο των τραπεζών, σήµερα τα δεδοµένα στην Κύπρο είναι πολύ διαφορετικά από το 2008, αφού οι τράπεζες διαθέτουν ισχυρή κεφαλαιουχική επάρκεια και µεγάλη πλεονάζουσα ρευστότητα που τους δίνουν την ευχέρεια να απορροφήσουν πιθανούς κραδασµούς.
Υπάρχει όµως µια άλλη παράµετρος, η οποία δηµιουργεί έντονο πονοκέφαλο, κυρίως στις εποπτικές Αρχές, και αφορά το ενδεχόµενο να προκύψει νέο κύµα µη εξυπηρετούµενων δανείων, κυρίως λόγω των πιέσεων που δέχονται τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις ένεκα του πληθωρισµού αλλά και της αύξησης των επιτοκίων. Ενδεικτικές είναι οι αλλεπάλληλες εκκλήσεις του ∆ιοικητή της Κεντρικής Τράπεζας, Κωνσταντίνου Ηροδότου, προς τις τράπεζες για έγκαιρη παροχή βιώσιµων αναδιαρθρώσεων προς τους φερέγγυους δανειολήπτες που αντιµετωπίζουν προβλήµατα. Μάλιστα, η ανησυχία αυτή γίνεται ακόµη πιο έντονη λόγω της συσσώρευσης µεγάλου όγκου δανείων στις εταιρείες εξαγοράς πιστώσεων, οι οποίες –εκ της φύσης τους– κυνηγούν µεγαλύτερα κέρδη.
Παύλος Ιωάννου: Υπερκέρδη χωρίς επαρκείς και αποτελεσματικές δικλείδες ασφαλείας στις εταιρείες εξαγοράς πιστώσεων
Ο Χρηματοοικονομικός Επίτροπος Παύλος Ιωάννου χαρακτήρισε ορθή τη σύσταση του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας προς τις τράπεζες για έγκαιρη παροχή βιώσιμων αναδιαρθρώσεων προς τους φερέγγυους δανειολήπτες οι οποίοι αντιμετωπίζουν προβλήματα, επισημαίνοντας ότι αυτό θα έχει οφέλη και προς την οικονομία και προς την κοινωνία.
Επεσήμανε ωστόσο ότι το 90% των μη εξυπηρετούμενων δανείων βρίσκεται στις εταιρείες εξαγοράς δανείων, οι οποίες είναι ειδικού σκοπού και ως εκ τούτου δεν ενδιαφέρονται για το πελατολόγιό τους, αλλά για τη μεγιστοποίηση του κέρδους τους. Υπέδειξε επίσης ότι οι υπό αναφορά εταιρείες έχουν τη δυνατότητα να πραγματοποιούν υπερκέρδη, τα οποία πολλαπλασιάζονται εξαιτίας της επιταχυνόμενης αύξησης των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Όπως επεσήμανε ο Π. Ιωάννου, υπάρχουν κάποιες δικλείδες ασφαλείας (checks and balances) για έλεγχο των εταιρειών εξαγοράς δανείων, αλλά «δεν είναι ούτε επαρκείς ούτε αποτελεσματικές».
Σημείωσε, ακόμα, ότι αν και οι εταιρείες εξαγοράς δανείων εποπτεύονται από την Κεντρική Τράπεζα, δεν είναι βέβαιο ότι μπορεί να παρέμβει ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας εξαιτίας του νομικού πλαισίου που διέπει αυτές τις εταιρείες.
«Η πιο σημαντική δικλείδα ασφαλείας (για τους δανειολήπτες) είναι η έγκαιρη προσφυγή τους για αναδιάρθρωση του δανείου τους», ανέφερε χαρακτηριστικά ο Π. Ιωάννου.
Σημείωσε επίσης ότι «ακόμη και αν η λύση (η οποία προτείνεται στα πλαίσια της διαπραγμάτευσης για την αναδιάρθρωση του δανείου) είναι επαχθής (για τον δανειολήπτη), πρέπει η διαδικασία να συμπληρώνεται το συντομότερο».
Αν περιμένουμε, τόνισε, μερικά χρόνια αργότερα, «το κόστος που θα υποστεί ο ενδιαφερόμενος θα είναι τεράστιο».
Γιάγκος Δημητρίου: Η ΕΚΤ χρησιμοποιεί τα επιτόκια ως εργαλείο για συγκράτηση του πληθωρισμού
Η εποπτεία του τραπεζικού συστήματος στην ευρωζώνη είναι διαφορετική από την εποπτεία στη Ελβετία, ανέφερε ο Γιάγκος Δημητρίου, ο οποίος διετέλεσε μέλος του Εποπτικού Συμβουλίου του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (SSM) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και διευθυντής στη Διεύθυνση Εποπτείας της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου, με αφορμή τις εξελίξεις στην Crédit Suisse.
Όπως εξήγησε, στην ευρωζώνη υπάρχουν διαδικασίες όσον αφορά την αντιμετώπιση ενδεχόμενων προβλημάτων σε τράπεζες, ώστε στο βαθμό που αυτό είναι δυνατό να μην επιβαρύνεται ο φορολογούμενος. «Δηλαδή αν είχαμε μια παρόμοια περίπτωση στην ευρωζώνη, η προσπάθεια εξεύρεσης λύσης δεν θα ήταν σε βάρος των κρατικών ταμείων. Εάν δεν μπορούσε να βρεθεί λύση και η τράπεζα κρινόταν μη βιώσιμη, θα έμπαιναν σε εφαρμογή οι διαδικασίες εξυγίανσης».
Πρόσθεσε ακόμα ότι οι εποπτικές Αρχές της Ελβετίας έπρεπε να είχαν παρέμβει νωρίτερα και πολύ πιο δυναμικά, αφού φαίνεται ότι η Crédit Suisse αντιμετώπιζε προβλήματα εδώ και πολλά χρόνια.
Ο Γ. Δημητρίου ανέφερε ότι «προς το παρόν φαίνεται ότι τα χειρότερα έχουν αποφευχθεί» με την εξαγορά της Crédit Suisse από την UBS, κατόπιν της παρέμβασης των εποπτικών Αρχών και του ελβετικού κράτους η οποία, όμως, είχε σημαντικό κόστος για τον φορολογούμενο.
Παρά ταύτα, δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να χρειαστεί να εξετάσει ξανά το θέμα εάν τα πράγματα δεν εξελιχθούν ομαλά.
Όσον αφορά το θέμα των επιτοκίων -το οποίο συνδέεται πιο άμεσα και σε μεγαλύτερο βαθμό με την Κύπρο- ο Γ. Δημητρίου επεσήμανε ότι προς το παρόν η ΕΚΤ επικεντρώνεται περισσότερο στη σταθερότητα των τιμών. «Χρησιμοποιεί τα επιτόκια ως εργαλείο για συγκράτηση του πληθωρισμού», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Τάσος Γιασεμίδης: Η ΕΚΤ ακροβατεί με τρεις στόχους που συγκρούονται μεταξύ τους και ψάχνει τη χρυσή τομή
στον καλπάζοντα πληθωρισμό ακροβατεί με τρεις στόχους που συγκρούονται μεταξύ τους και ψάχνει τη χρυσή τομή όσον αφορά τα επιτόκια, σημείωσε ο οικονομολόγος Τάσος Γιασεμίδης.
«Υπάρχουν τρεις συγκρουόμενοι στόχοι των Κεντρικών Τραπεζών. Ο πρώτος αφορά τον περιορισμό του πληθωρισμού, που φαίνεται να παραμένει σε υψηλά επίπεδα παρά την επιθετική αύξηση των επιτοκίων. Ο δεύτερος αφορά τη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, η οποία επηρεάζεται από την αύξηση των επιτοκίων, καθώς μειώνονται οι αποτιμήσεις των χαρτοφυλακίων των τραπεζών. O τρίτος αφορά τη διατήρηση των θετικών ρυθμών ανάπτυξης, που επηρεάζεται από τη μεγάλη αύξηση των επιτοκίων. Η αύξηση αυτή απορροφά σημαντική ρευστότητα από την πραγματική οικονομία, με αποτέλεσμα να αναβάλλονται πολλές επενδύσεις και δραστηριότητες, καθώς το κόστος δανεισμού πλέον ίσως τις καθιστά ασύμφορες. Αυτό, όμως, θα οδηγήσει στην επιβράδυνση της οικονομίας.
Οπόταν οι Κεντρικές Τράπεζες ψάχνουν το ποσοστό του επιτοκίου, που θα αποτελεί ισοζύγιο σε αυτούς τους τρεις στόχους που συνήθως κινούνται αντίθετα», πρόσθεσε.
Όπως επεσήμανε, οι οποιεσδήποτε αρνητικές εξελίξεις θα πρέπει να κρατούν σε εγρήγορση τους αρμόδιους φορείς, ενώ ανέφερε ακόμη ότι τα τραπεζικά ιδρύματα πρέπει να αξιολογούν τα χαρτοφυλάκιά τους. Επεσήμανε πάντως ότι από το 2013 η Κύπρος εφαρμόζει ευρωπαϊκές οδηγίες.
