“Από τη Γρανάδα στην Αγλαντζιά” και άλλες γραμμές του Θοδόση Πιερίδη

Λογοδοσία

Ένα μικρό χωριό της Κύπρου θέλησε να με τιμήσει. Μέσα σε μιαν ωραία φθινοπωρινή βραδιά, κάτω από έναν ουρανό που έβρεχε αστέρια, μου πρόσφερε τη ζεστή του καρδιά. Και, μαζί, ό,τι το καλύτερο κατέχει ένα κυπρέικο χωριό: τους χορούς των κοριτσιών και των αγοριών του, τις δυσκολοκατάχτητες πολιτιστικές επιτεύξεις – ανδραγαθίες θα έλεγα – της νεολαίας του.

Όλα έγιναν απλά, χωρίς καμιά τυπικότητα και επίσημους παρισταμένους. Αυτό το τελευταίο μ’ άρεσε ιδιαίτερα. Έτσι λειτουργεί πιο απρόσκοπτα ο αυθορμητισμός της λαϊκής καρδιάς – και της καρδιάς του ποιητή, βέβαια.

Επειδή κ’ εγώ αντιπαθώ τυπικότητες κ’ επισημότητες, δε θα συναντήσεις εδώ, αδερφέ μου αναγνώστη, έναν άνθρωπο που «εκφράζει τας ευχαριστίας του και τα λοιπά και τα λοιπά». Θα συναντήσεις έναν ποιητή που λογοδοτεί! Παραδέχομαι πως αυτό είναι κάπως ασυνήθιστο. – Ποιος όμως δε θα παραδεχτεί ότι είναι και το ουσιαστικότερο, ή, για την ακρίβεια, το μόνο ουσιαστικό;

Όταν, εκείνο το βράδυ, οι χωριανοί μου μούκαναν την τιμή να με καλέσουν στο βήμα, τους ζήτησα, αρχή-αρχή, να θυμηθούμε μαζί τους νεκρούς μας. Από τους χιλιάδες στίχους της κυπριακής μου ποίησης – είπα – θέλω απόψε ν’ αποσπάσω μονάχα μιας ελεγειακή φωνή, μονάχα έναν περήφανο θρήνο για τα χαμένα αδέρφια μας. Γιατί η πρώτη σκέψη, η πρώτη μνήμη, η πρώτη στοργή και το πρώτο εγκώμιο ανήκουνε πάντα στις θυσίες των λαών.

 Τ’ ωραίο παλικάρι το πήραν και το κρεμάσανε

σήμερα, αυγήν-αυγή, στη Λευκωσία…

 Ύστερα πρόσθεσα:

«Κάθε φορά που βρίσκομαι μπροστά σ’ ένα ακροατήριο, νοιώθω σα να λογοδοτώ. Σα να οφείλω να λογοδοτήσω, απαντώντας σ’ ένα άγραφο ρώτημα: Αν η φύση, ή η τύχη, με προίκισαν με κάποια τέχνη, τι την έκανα την τέχνη μου;

Τη λογοδοσία μου – που θέλει να είναι και μια υποθήκη στους νεώτερους – μπορώ να την παρουσιάσω μπροστά σας με ήσυχη τη συνείδηση.

Δεν είμαι εγώ που θα κάνω την εκτίμηση του έργου μου. Αυτό μπορεί να είναι καλό, μέτριο, ή κακό. Μπορεί να κλείνει μέσα του στιγμές ψηλές και στιγμές κούρασης. Άλλοι θα κρίνουν και θα βαθμολογήσουν – και βέβαια δεν είναι πάντα καλοί κι αυτοί, ενώ είναι, συχνότατα, μέτριοι ή κάκιστοι.

Εγώ για ένα πράγμα είμαι ήσυχος και περήφανος:

Από το πρώτο μου ξεκίνημα, ίσα με την τωρινή μου ωριμότητα, ποτέ δεν έκανα την ποίησή μου ατομικό παιχνίδι ή προσωπική σταδιοδρομία, ποτέ δεν την έκανα διακόσμηση κα διασκέδαση της ζωής των αργόσχολων, ποτέ δεν την έκανα μάταιη ωραιολογία, άχρηστη ομορφιά και τέχνη για την τέχνη.

Από τα πρώτα μου χρόνια και ίσα με σήμερα, ανήκω – και ανήκω αποφασιστικά και κατηγορηματικά – στην κατηγορία των ποιητών που αντλούν τις συγκινήσεις τους από τις ίδιες πηγές που τις αντλεί η μεγάλη μάζα των συνανθρώπων τους, που χαίρονται με τις χαρές του λαού τους, μάχονται μέσα στις μάχες του, εκφράζουν τη θέληση και τις ελπίδες του, πενθούνε τα πένθη του.

Ανήκω στην κατηγορία των ποιητών που το λαό δεν τόνε λογαριάζουνε σαν έναν πτωχό συγγενή ανάξιο της τέχνης, ή άξιο μόνο ενός παρακατινού είδους τέχνης. Αλλά τόνε λογαριάζουνε σαν την πρώτη πηγή όλης της ομορφιάς που υπήρξε, υπάρχει και θα υπάρξει απάνω στη γη, σαν τον πρώτο φορέα όλης της περασμένης ιστορίας, όλου του παρόντος κι’ όλου του μέλλοντος, σαν τη βαθιά φλέβα απ’ όπου εκπορεύονται όλες οι αξίες – μαζί κ’ οι αξίες της τέχνης και της ποίησης.

Από το πρώτο μου ξεκίνημα κ’ ίσα με τώρα που δρασκελώ το κατώφλι των κακών μου γερατειών, στάθηκα πάντα στο πλευρό των ομοίων μου – κι’ αυτόν τον περιφρονημένο, παραμερισμένο και συχνά ποδοπατημένο άνθρωπο με τους ρόζους στα χέρια, τόνε λογάριασα πάντα σαν το βασιλιά:

    Και τώρα ανοίγω τη μεγάλη πόρτα του τραγουδιού μου

     την πύλη ανοίγω τη βασιλική

     μπροστά σε σένανε λαέ δουλευτή του τόπου τούτου

     σε σένανε βασιλιά της πέτρας, του νερού, της φωτιάς και της πατρίδας …»

Αυτή τη λογοδοσία παρουσίασα στους καλούς μου χωριανούς του Τσεριού. Θέλησα να την υποβάλω και σε σένα, αδερφέ μου αναγνώστη, σε σένα, απλέ άνθρωπε της Κύπρου, πέρα από τυπικότητες κι’ από επίσημους, παρισταμένους ή μη …

Θοδόσης Πιερίδης,  Νέα Εποχή, Νοέμβριος 1963

Από τη Γρανάδα στην Αγλαντζιά

Δυο χρόνια πριν πέσει κάτω από τα βόλια του Φράνκο, κάπου σ’ έναν αγρό της Γρανάδας, ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα έγραφε: «Προσδοκώ για το θέατρο ένα φως που θάρθει από το υπερώο. Όταν το κοινό του υπερώου κατεβεί στην αίθουσα, όλα θα έχουν λυθεί. Η υποτιθέμενη παρακμή του θεάτρου είναι μια ανοησία. Υπάρχουν εκατομμύρια άνθρωποι που δεν είδαν ποτέ τους θέατρο αλλά πόσο καλά ξέρουν να το βλέπουν, όταν τους δίνεται η ευκαιρία!»

Στα παραπάνω λόγια του μεγάλου Ισπανού βρίσκει κανείς τη βασική αρχή που εμπνέει όλη του τη θεατρική δημιουργία: Επιστροφή του θεάτρου στις υγιείς πηγές της λαϊκής έμπνευσης, ξαναπάντρεμά του με την ανθρώπινη και πανανθρώπινη ποίηση, που δεν έπαψε ποτέ να ζει μέσα στις καρδιές του «υπερώου», δηλαδή του λαού.

Τις μέρες που γίνηκε το δράμα της Γρανάδας, αποχαιρετούσα τον κρεουργημένο τραγουδιστή, και χαιρετούσα το αθάνατο τραγούδι του, με πολλούς νεανικούς στίχους. Κορφολογώ απ’ αυτούς:

«Οι δέκα σφαίρες πούριξαν στη γη τον Γκάρθια Λόρκα

δεν του τρυπήσαν την ψυχή και δεν του τη χαλάσαν.

Γιατί όπως στάθηκε μπροστά στο ματωμένο τοίχο

και πρόσμενε το θάνατο με αρθάνοιχτα τα μάτια,

λίγο πρι γείρει το κορμί το γοργοθερισμένο,

είχε η ψυχή του σκορπιστεί παντού κ’ είχε φωλιάσει

σε μύρια στήθια ζωντανά και λέει το νέο τραγούδι.»

Πρόβλεπα τότε πως το τραγούδι που ξεκινούσε από τη Γρανάδα, θ’ απλωνότανε σ’ όλο τον κόσμο. Δε διαψεύσθηκα. Αυτές τις μέρες – ύστερα από εικοσιεφτά χρόνια! – το συνάντησα στην Αγλαντζιά…

Η Αγλαντζιά δεν είναι παρά ένα προάστειο της Λευκωσίας. Λαϊκός κόσμος, εργαζόμενοι, δύσκολη και ταπεινή ζωή, πολύ απομακρυσμένη βέβαια από τα κέντρα του παγκόσμιου πολιτισμού.

Αλλά μερικοί απ’ αυτούς τους εργαζόμενους δίψασαν για τέχνη και για ποίηση. Έστησαν θέατρο. Και δε δίστασαν να πάνες στις πιο πλούσιες πηγές, δε δείλιασαν να προσφέρουν στους πολιτιστικά εγκαταλειμμένους συνανθρώπους τους όλη τη βαθιά ποίηση του Λόρκα.

Εκείνοι που μένουν στην επιφάνεια των πραγμάτων, θα έχουν να πούνε πολλά και διάφορα πάνω σ’ αυτή την υπόθεση. Ίσως βρούνε υπερβολική τη φιλοδοξία, αδέξιο το άλμα προς τα ύψη. Ίσως ασχοληθούν αποκλειστικά με τα τεχνικά καθέκαστα και αρχίσουν ν’ ανακαλύπτουν – ευκολότατη ανακάλυψη! – την άλφα αδυναμία και το βήτα λάθος.

Εγώ προτιμώ να ξεπερνώ την επιφάνεια και να εισχωρώ στην ουσία των πραγμάτων. Γι’ αυτό, εκείνο που άλλοι το λένε «αδέξιο άλμα προς τα ύψη», εγώ το λέω «γενναιότητα». Οι ερασιτέχνες της Αγλαντζιάς κατάλαβαν ότι ο εργαζόμενος λαός δεν είναι ο πτωχός συγγενής, ο ανάξιος της τέχνης, ή ο άξιος ενός παρακατινού είδους τέχνης. Μπορεί να παίξει σαν ηθοποιός, όπως μπορεί να δει σα θεατής, ακόμα και Λόρκα! Οι ερασιτέχνες της Αγλαντζιάς κάνουν αυτό ακριβώς: δέχονται, αφομοιώνουν και ακολουθούν το μήνυμα του Λόρκα, όπως το είδαμε διατυπωμένο στην αρχή της κουβέντας μας.

Πολλά θα είχε κανείς να πει πάνω στο θέμα. Θα έπρεπε, λόγου χάρη, να θυμίσω πόσον όγκο δουλειάς, πόσες ώρες, μέρες και νύχτες, κλεμμένες από τη λίγη ανάπαυση, πόσην αληθινή θυσία προϋποθέτει αυτός ο ερασιτεχνισμός. Πόσο πάθος πολιτισμού προϋποθέτει η συγκατάνευση σ’ αυτή τη θυσία.

Θα μπορούσα ακόμα να υπογραμμίσω πόσο εξαιρετικά καλλιτεχνικά χαρίσματα πρέπει να έχει αυτή η άγνωστη και σχεδόν ανώνυμη κοπέλα, που ζει – επαναλαμβάνω ζει – απάνω στη σκηνή την πολύπλοκη ηρωίδα του Λόρκα. Θα είχα τέλος, να σφίξω το χέρι του σκηνοθέτη και όλων των ηθοποιών, θα είχα να χαιρετίσω όλον αυτό τον ερασιτεχνισμό που προτιμώ να τον πω με την ετυμολογία του: έρωτα της τέχνης.

Ο χώρος μου όμως τελειώνει.

Προσθέτω, λοιπόν, μόνο τούτο: Αν ζούσε ο Λόρκα, αν βρισκόταν ένα βράδυ στην Αγλαντζιά, αν έβλεπε τη θαυμαστή του Μπαλωματού ζωντανεμένη στη μακρινή Κύπρο, θ’ αγκάλιαζε αυτούς τους λαμπρούς εραστές του θεάτρου του και θα τους φιλούσε πιο αδερφικά απ’ ό,τι θα τόκανε στις μεγάλες παραστάσεις των πρωτευουσών του κόσμου. Το βεβαιώνω, γιατί γνωρίζω κάπως – από προσωπική πείρα, ας πούμε! – πώς λειτουργεί η ψυχή ενός ποιητή …

Αν σου τύχει, αδερφέ μου αναγνώστη, να τη δεις αυτή την παράσταση. Να δεις πώς η ποίηση γίνεται ένα χρυσό μονοπάτι, πώς μπορεί να οδηγήσει από άνθρωπο σε άνθρωπο, από λαό σε λαό, από τόπο σε τόπο. Ακόμα κι’ από τη Γρανάδα στην Αγλαντζιά …

Θοδόσης Πιερίδης, Νέα Εποχή, Απρίλιος 1963

Γραμμές Κύπριων λογοτεχνών για το μήνα Αύγουστο σε όλο τον Ορίζοντα. Αυτή τη βδομάδα ένα μικρό αφιέρωμα σε κείμενα–παρεμβάσεις του Τεύκρου Ανθία και Θοδόση Πιερίδη που τα 50 χρόνια από το θάνατό τους γίνονται αφορμή για να μιλήσουμε ξανά για αυτούς, να δούμε ξανά το έργο τους, να διαβάσουμε την άποψή τους για θέματα που παραμένουν σύγχρονα

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy