Από την «καλύτερη διαχείριση» στο «βαθύ κόκκινο»

Η αδυναμία των αρμοδίων να πείσουν για εμβολιασμό και μία σύντομη αναδρομή στα μέτρα και αποφάσεις για την πανδημία εξηγούν την επιδημιολογική εικόνα του σήμερα 

  • «Ο κόσμος χρειάζεται να μιλήσει, να ρωτήσει, να συζητήσει και να πάρει τεκμηριωμένες απαντήσεις. Χρειάζεται διαφάνεια»

Δεν αφουγκράστηκαν τα δεδομένα 

Παρά το ότι η στάση των Κυπρίων για τα εμβόλια είναι διαχρονικά θετική και υποστηρικτική, σε σχέση με τα εμβόλια της COVID-19 υπήρχε εξ αρχής δισταγμός. Σύμφωνα με έρευνα που διενεργήθηκε τέλος Δεκεμβρίου και ήταν στα υπόψιν του Υπουργείου και των αρμοδίων, με συμμετοχή υγειονομικών της Ελλάδας και της Κύπρου, φαίνεται πως ούτε οι ίδιοι οι επαγγελματίες υγείας αντιμετώπιζαν θετικά ένα εμβόλιο κατά της COVID-19. Σύμφωνα με την έρευνα του Ευρωμεσογειακού Ινστιτούτου Ποιότητας & Ασφάλειας, τότε, δήλωνε πρόθεση να εμβολιαστεί μόλις το 34,9%. Ενδεικτικό, για την έλλειψη επαρκούς ενημέρωσης είναι και το γεγονός ότι οι λόγοι όσων δεν δήλωναν πρόθεση να εμβολιαστούν ήταν κατά σειρά η απουσία πληροφόρησης, η ασφάλεια, οι μελλοντικές παρενέργειες και η αποτελεσματικότητα.

 

Του Ειρηναίου Πίττα

Η προβληματική επιδημιολογική εικόνα των τελευταίων ημερών, με τα κρούσματα να φτάνουν πλέον σε τετραψήφια νούμερα και τις νοσηλείες να αυξάνονται, δημιουργεί εύλογη ανησυχία. Ενώ όλοι περίμεναν πως με την αύξηση της εμβολιαστικής κάλυψης τα δεδομένα θα ήταν σαφώς καλύτερα και θα σήμαναν την απαρχή για επιστροφή στην κανονικότητα, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Κάθε άλλο, αφού τα κρούσματα στο τέταρτο κύμα πανδημίας φτάνουν σε αριθμούς ρεκόρ. Την ίδια στιγμή, η εμβολιαστική κάλυψη παραμένει εδώ και εβδομάδες στάσιμη, με το ενδιαφέρον να είναι περιορισμένο, κάτι που δεν μπορεί να δημιουργεί αισιοδοξία για κάλυψη ενός ποσοστού πάνω από 80%.

Ως εκ τούτου, η κυβέρνηση αποφάσισε πως ο τρόπος για αύξηση της εμβολιαστικής κάλυψης είναι με κίνητρα, όπως επιδότηση για διακοπές ή και αντικίνητρα όπως η χρέωση των rapid tests. Αυτή η πολιτική είναι αποτέλεσμα της αδυναμίας της κυβέρνησης για έγκαιρη και έγκυρη ενημέρωση των πολιτών σχετικά με την ασφάλεια και αποτελεσματικότητα των εμβολίων, ούτως ώστε να πειστούν.

Χαρακτηριστικά ο καθηγητής Φαρμακολογίας, Χρίστος Πέτρου, σε ανάρτησή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης πριν μόλις λίγες μέρες σημείωσε πως «ο κόσμος χρειάζεται να μιλήσει, να ρωτήσει, να συζητήσει και να πάρει τεκμηριωμένες απαντήσεις. Χρειάζεται διαφάνεια». Επεσήμανε δε, πως με την ενίσχυση του κοινωνικού διχασμού, δεν γίνεται δουλειά και κάλεσε τους αρμόδιους να δουν πώς επικοινωνούν οι Αρχές της Αγγλίας, της Αυστραλίας και άλλων χωρών.

Βέβαια, αυτή η αδυναμία δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη αν γίνει μία σύντομη αναδρομή στις αποφάσεις και τα μέτρα που λαμβάνονταν σε σχέση με την πανδημία. Μέτρα και αποφάσεις, τα οποία κατέστησαν την κυβέρνηση αναξιόπιστη στα μάτια του κόσμου να διαχειριστεί την πανδημία και που είχαν ως αποτέλεσμα ακόμα και την αμφισβήτηση, από μέρους των πολιτών, επιστημονικών δεδομένων. Λαμβάνοντας υπόψιν αυτά, δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι φτάσαμε από την «καλύτερη διαχείριση της πανδημίας στην Ευρώπη», σύμφωνα με στελέχη της κυβέρνησης και του κυβερνώντος κόμματος, στην κατηγορία «βαθύ κόκκινο» του ECDC και σε σημείο η Κύπρος να έχει μία από τις χειρότερες επιδημιολογικές εικόνες στον κόσμο.

Αλλοπρόσαλλα μέτρα που κλόνισαν την εμπιστοσύνη 

Η επιβολή μέτρων για περιορισμό της διασποράς του κορονοϊού ξεκίνησε από τις 11 Μαρτίου 2020 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Τα διατάγματα διαδέχονται το ένα το άλλο και οι αυστηροί περιορισμοί έγιναν μέρος της καθημερινότητας των πολιτών. Μέτρα όπως τοπικοί περιορισμοί στις πόλεις, με «οδοφράγματα» στους αυτοκινητόδρομους, απαγόρευση «λικνίσματος», κλείσιμο συγκεκριμένων βαθμίδων της εκπαίδευσης, στοχοποίηση συγκεκριμένων επαγγελματικών κλάδων, αδιαφανείς αποφάσεις και άλλα, είχαν ως αποτέλεσμα την οργή πολιτών, οι οποίοι έχασαν κάθε εμπιστοσύνη προς την κυβέρνηση, αλλά και τους επιστήμονες που κλήθηκαν να βοηθήσουν και υπερπροβάλλονταν. Επιπρόσθετα, εκτός του ότι πολλά μέτρα δεν μπορούσαν να δικαιολογηθούν, άλλα ήταν ανέφικτο είτε να εφαρμοστούν, είτε να ελεγχθεί η εφαρμογή τους.

Ως εκ τούτου, η εμπιστοσύνη των πολιτών προς την κυβέρνηση για πληροφορίες σε σχέση με τον κορονοϊό κλονίστηκε ανεπανόρθωτα. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ευρωβαρόμετρου Ιουνίου, μόλις 16% των Κυπρίων εμπιστεύονται την κυβέρνηση στις πληροφορίες για την COVID-19, ενώ μόλις 7% εμπιστεύεται τα ΜΜΕ. Εντυπωσιακό είναι πως το 66% δήλωσε πως για σχετικές πληροφορίες εμπιστεύεται τους επαγγελματίες υγείας.

«Αλαλούμ» με τη διαδικασία εμβολιασμού

Τα εμβόλια δημιούργησαν τεράστιες προσδοκίες για άμεση έξοδο από την πανδημία. Παρ’ όλα αυτά η εμβολιαστική κάλυψη ειδικά το πρώτο τρίμηνο του έτους κινείτο με βραδύτατους ρυθμούς σε όλη την Ευρώπη. Παράλληλα, όμως με την καθυστέρηση, η παραπληροφόρηση και fake news κατέκλυζαν το διαδίκτυο.

Η καθυστέρηση ήρθε ως αποτέλεσμα των πρώτων συμφωνιών για προμήθειες της ΕΕ, με τις οποίες επένδυσε πολύ περισσότερα στο εμβόλιο της AstraZeneca, το οποίο από τη μια άργησε να λάβει έγκριση, σε σύγκριση με τα mRna εμβόλια, και από την άλλη, όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, η εταιρεία δεν μπορούσε να τηρήσει τις δεσμεύσεις, όπως υπολόγιζε η ΕΕ.

Παράλληλα, οι χειρισμοί συγκεκριμένων περιπτώσεων όχι απλά δεν βοήθησαν την κατάσταση, αλλά την επιδείνωσαν. Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι συνεχείς αλλαγές σε σχέση με τη χορήγηση του AstraZeneca. Σε διάφορες χώρες υπήρχαν ηλικιακοί περιορισμοί, στην Κύπρο επιμέναμε πως ακολουθούμε τις οδηγίες του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων, όμως παρ’ όλα αυτά διακόψαμε προσωρινά τη χορήγησή του για δύο μέρες, και ενώ όλοι οι οργανισμοί υποστήριζαν ότι δεν υπάρχει καμία απόδειξη που να στηρίζει τέτοια κίνηση. Δημιουργήθηκε μια αναίτια και άνευ προηγουμένου, πλην όμως δικαιολογημένη, αμφισβήτηση για το συγκεκριμένο σκεύασμα, η οποία παρεμπιπτόντως όχι απλά διατηρείται μέχρι σήμερα, αλλά επεκτάθηκε και για τα υπόλοιπα εμβόλια.

Στα πιο πάνω πρέπει να προστεθούν και τα διάφορα προβλήματα με την Πύλη Εμβολιασμού, που κατάντησαν ανέκδοτο, αλλά και ο κατά καιρούς συνωστισμός σε εμβολιαστικά κέντρα.

Εφησυχασμός και χαμηλές επενδύσεις στην Υγεία

Το «ήσυχο» περσινό καλοκαίρι με σχεδόν μηδενικά κρούσματα για μεγάλο χρονικό διάστημα έφερε μάλλον εφησυχασμό στην κυβέρνηση. Οι επιπρόσθετες δαπάνες στην Υγεία την περίοδο του πρώτου κύματος πανδημίας, αλλά και μεταξύ πρώτου και δεύτερου ήταν περιορισμένες. Ενδεικτικά, υπενθυμίζεται πως σύμφωνα με την από κοινού έκθεση που πραγματοποίησαν ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Κύπρος κατατασσόταν στην έκτη θέση από το τέλος στις επιπρόσθετες δαπάνες στην Υγεία εκείνη την περίοδο. Συγκεκριμένα, η Κύπρος έδωσε 52 ευρώ κατά κεφαλή, ενώ ο μέσος όρος στην ΕΕ ήταν 112 ευρώ.

Μάλιστα, οι επιπρόσθετες δαπάνες αφορούσαν κατά κύριο λόγο αναλώσιμα, παρά επενδύσεις όπως υποδομές, εξοπλισμό και ανθρώπινο δυναμικό που θα ενίσχυαν ουσιαστικά και μακροχρόνια το Γενικό Σύστημα Υγείας. Αυτή η τακτική συνεχίστηκε και στη συνέχεια με ποσά που ξεπερνούν τα 50 εκατομμύρια να δίνονται για εργαστηριακές εξετάσεις.

Το αντιεμβολιαστικό κίνημα ανησυχεί τον ιατρικό κόσμο

Η τάση που υπάρχει κατά του εμβο­λίου για τον κορονοϊό, ενδεχομένως να δημιουργήσει περισσότερα προβλήμα­τα στο μέλλον. Αυτό θα γίνει αν η αμφι­σβήτηση επεκταθεί για το σύνολο των εμβολίων. Η Κύπρος διαχρονικά είναι από τις χώρες με πολύ υψηλή, σχεδόν καθολική, εμβολιαστική κάλυψη. Εν­δεικτικά, σήμερα, στην Κύπρο τα παιδιά λαμβάνουν εμβόλια που τα προστα­τεύουν από 16 νόσους και η κάλυψη ξεπερνά το 95%. Το αντιεμβολιαστικό κίνημα ανησυχεί τον ιατρικό κόσμο, καθώς αν η κάλυψη πέσει κάτω από 80%, ίσως εμφανιστούν νόσοι που θε­ωρούσαμε ότι τις καταπολεμήσαμε. Οι αμφιβολίες για τα εμβόλια κορονοϊού στην Κύπρο φαίνονται και από το Ευ­ρωβαρόμετρο του Ιουνίου, όπου οι Κύ­πριοι δηλώνουν διστακτικοί, με το 81%, το οποίο είναι το υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ (μ.ο. 52%) να θεωρεί πως ανα­πτύσσονται, δοκιμάζονται και εγκρίνο­νται υπερβολικά γρήγορα. Περαιτέρω, 84% των Κυπρίων, επίσης υψηλότερο στην ΕΕ, πιστεύει πως τα εμβόλια για την COVID-19 θα μπορούσαν να έχουν μακροπρόθεσμες παρενέργειες.

Ακόμα ένα δεδομένο που πρέπει να προκαλεί ανησυχία είναι η διαφορά που φαίνεται να παρατηρείται για τα εμβόλια μετά την εμφάνιση των εμβο­λίων COVID. Συγκεκριμένα, σύμφω­να με Ευρωβαρόμετρο του 2019, ένα ποσοστό μόλις 8% των Κυπρίων δεν θεωρούσε σημαντικό για όλους να κά­νουν εμβόλιο. Μετά τα εμβόλια COVID, σύμφωνα με το Ευρωβαρόμετρο Ιουνί­ου, ποσοστό 13% δήλωσε πως δεν θα εμβολιαζόταν ποτέ με το συγκεκριμένο εμβόλιο, την ώρα που ο αντίστοιχος μέ­σος όρος στην ΕΕ είναι 9%.

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy