Από τον ευρωστρατό στα πυρηνικά

Η ειρήνη γιορτάστηκε με όραμα στρατιωτικοποίησης

Του Δημήτρη Παλμύρη

Οι Ευρωπαίοι ηγέτες βρήκαν τον καλύτερο δυνατό τρόπο να γιορτάσουν τα 100 χρόνια από το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Υπερθεμάτισαν την ανάγκη για τη δημιουργία ενός πραγματικού ευρωπαϊκού στρατού. Την όλη συζήτηση ξεκίνησε ο Γάλλος Πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν και τη σκυτάλη πήρε προς υποστήριξή του η Γερμανίδα Καγκελάριος, Άνγκελα Μέρκελ.

Οι ρεαλιστές πολιτικοί θα πουν πως, δεδομένων των παγκόσμιων ισορροπιών και τις ανάγκες ασφάλειας, οι πραγματικότητες απαιτούν τέτοια μέτρα. Οι νεοφιλελεύθεροι θα ενώσουν μαζί τους τις φωνές τους. Πολλοί από αυτούς θεωρούν ότι όπως τα κράτη δημιουργούνται μέσα από τη στρατιωτική ισχύ, έτσι και η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση θα κάνει τα επόμενα της βήματα μέσα από τη συγκρότηση ενιαίου στρατού. Και φυσικά το στρατιωτικοβιομηχανικό σύμπλεγμα θα χειροκροτήσει με πάθος τη νέα κούρσα εξοπλισμών.

Δεν μπορούσαν όμως να χρησιμοποιήσουν καλύτερη ευκαιρία από αυτή των εορτασμών για τα 100 χρόνια από το τέλος του μεγάλου ιμπεριαλιστικού πολέμου. Αυτού που απέδειξε πως οι στρατιωτικές ισορροπίες, οι κούρσες των εξοπλισμών, οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί και οι συγκρούσεις διά αντιπροσώπων μπορούν να καταλήξουν και στο χειρότερο δυνατό σενάριο, ενώ σε κάθε περίπτωση χαρίζουν μόνο εκατόμβες  νεκρών και εξαθλίωση στα λαϊκά στρώματα.

Εξετάζοντας όμως καλύτερα το ζήτημα των διακηρύξεων περί ευρωστρατού, καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως ίσως δεν πρέπει να ανησυχούμε τόσα για τα μελλούμενα όσο για αυτά που ήδη υλοποιούνται. Το ότι η έννοια του ευρωστρατού ξανακάνει περίπατο στη δημόσια σφαίρα, δεν σημαίνει πως η ουσία του δεν υλοποιείται και μάλιστα με γοργούς ρυθμούς.

Ανεξαρτησία από ΝΑΤΟ;

Χρόνια τώρα μιλάμε για την αλληλοσυμπλήρωση ΕΕ και ΝΑΤΟ, όμως αυτά που ξεκαθαρίζονται μέσα από τη Συνθήκη της Λισαβόνας δεν έμειναν μόνο στους σχεδιασμούς αλλά και υλοποιούνται. Ακόμα και αν επανέρχεται σήμερα το ζήτημα του ευρωστρατού, η ΕΕ έχει ήδη στη διάθεσή της τα λεγόμενα BattleGroups τα οποία μπορούν να αναπτυχθούν ταχύτατα σε αποστολές εκτός της ΕΕ. Η στρατιωτική δράση της ΕΕ εκτός των συνόρων της όχι μόνο είναι θεσμοθετημένη, αλλά ήδη υλοποιείται, αφού από το 2003 έχει ήδη πραγματοποιήσει 30 στρατιωτικές και πολιτικές αποστολές σε 3 ηπείρους. Αυτά όμως είναι γνωστά.

Όπως ήδη γνωστά είναι και τα ζητήματα της Μόνιμα Δομημένης Συνεργασίας (PESCO) στην οποία συμμετέχει και η Κύπρος. Για την PESCO πανηγύριζε ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ, αφού την χαρακτήρισε «καλή για το ΝΑΤΟ». Για αυτήν ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ είπε πως ήταν όνειρο που έγινε πραγματικότητα. Διαβεβαίωνε μάλιστα πως αυτό «το όνειρο» οδηγεί στην ενδυνάμωση του ΝΑΤΟ και όχι το αντίθετο.

Οι κινήσεις της ΕΕ στα ζητήματα άμυνας γίνονται παράλληλα με το ΝΑΤΟ και όχι σε αντίθεση. Τουλάχιστον αυτό φαίνεται όχι μόνο από τις διαβεβαιώσεις των πολιτικών αρχόντων της Ένωσης, αλλά και από τα κείμενα που υπογράφουν στις διάφορες συνόδους κορυφής είτε του ΝΑΤΟ είτε της ΕΕ.

Στη ΝΑΤΟϊκή Σύνοδο Κορυφής του Ιούλη τα κείμενα ανέφεραν πως «η Συμμαχία θα λάβει σημαντικές αποφάσεις για την περαιτέρω ενίσχυση της ασφάλειας εντός και γύρω από την Ευρώπη, μεταξύ άλλων μέσω ενίσχυσης της αποτροπής και της άμυνας, προβολής σταθερότητας και καταπολέμησης της τρομοκρατίας, ενίσχυσης της εταιρικής σχέσης με την ΕΕ, εκσυγχρονισμού της Συμμαχίας και επίτευξης δικαιότερης κατανομής των βαρών» μεταξύ των κρατών – μελών. Μάλιστα αναφέρονταν και για την πολιτική διεύρυνσης του ΝΑΤΟ, η οποία «μαζί με τη διεύρυνση της ΕΕ συνέβαλε στη διάδοση της σταθερότητας και της ευημερίας στην Ευρώπη». Αυτή ακριβώς η κοινή προσπάθεια διεύρυνσης φάνηκε έντονα με τα ανοίγματα που κάνουν στα Δυτικά Βαλκάνια, όπου τόσο το ΝΑΤΟ όσο και η ΕΕ συντονίζονται τόσα άψογα στην πρόωθησή τους στην περιοχή που δεν ξεχωρίζεις ποιος αξιωματούχος προωθεί ποια διεύρυνση, αυτή του ΝΑΤΟ ή της ΕΕ. Μάλλον προσφέρονται ως πακέτο.

Στα ίδια μήκη κύματος και τα συμπεράσματα της Συνόδου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Τα κείμενα αναφέρουν πως οι πρωτοβουλίες της ΕΕ στον τομέα της άμυνας «αυξάνουν τη στρατηγική αυτονομία της και ταυτοχρόνως συμπληρώνουν και ενισχύουν τις δραστηριότητες του ΝΑΤΟ». Το Συμβούλιο εκφράζει την «ικανοποίησή του για την πρόοδο στη στρατιωτική κινητικότητα στο πλαίσιο της PESCO και της συνεργασίας μεταξύ ΕΕ και ΝΑΤΟ» και φυσικά «ζητεί μεγαλύτερη εμβάθυνση της συνεργασίας ΕΕ-ΝΑΤΟ».

Μέσα σε όλα αυτά λοιπόν, είναι δύσκολο να ισχυριστεί κάποιος πως υπάρχει πραγματική βούληση η ΕΕ να ακολουθήσει «ξεχωριστό» δρόμο από το ΝΑΤΟ. Εάν τα βήματα αυτά δημιουργούν μια τέτοια μελλοντική «δυνατότητα», αυτό αποτελεί ευσεβοποθισμό χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο. Γιατί ακόμα και αν αποδώσει αυτή η δυνατότητα, τι μπορεί να προσφέρει στους ευρωπαϊκούς λαούς; Την υπερηφάνεια ότι το κύριο βάρος της ιμπεριαλιστικής επέμβασης στη Λιβύη ανέλαβαν οι Ευρωπαίοι;

Ποιος κερδίζει από τη στρατιωτικοποίηση της ΕΕ;

Στον ευρωπαϊκό πρϋπολογισμό αυξάνονται συνεχώς τα κονδύλια στον τομέα της άμυνας: 500 εκατομμύρια ευρώ στο Πρόγραμμα Ανάπτυξης της Ευρωπαϊκής Βιομηχανίας Άμυνας, 6,5 δισεκατομμύρια για τη Στρατιωτική Κινητικότητα, 13 δισεκατομμύρια για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Άμυνας και με την εφαρμογή της PESCO ο προϋπολογισμός της ΕΕ για την Άμυνα θα φτάσει τα 28 δισεκατομμύρια ευρώ. Σε αυτά θα πρέπει να προστεθούν και τα 21 δισεκατομμύρια ευρώ τα οποία τροφοδοτούν την ευρωπαϊκή συνοριοφυλακή Frontex.

Όμως τα ποσά αυτά δεν είναι σε καμία περίπτωση το πραγματικό κόστος της στρατιωτικοποίησης.Υπενθυμίζουμε πως το ΝΑΤΟ απαιτεί από τα κράτη μέλη του να επενδύουν ποσό ανάλογο με το 2% του ΑΕΠ τους στην άμυνα. Αυτή η απαίτηση συμπληρώνει την πορεία στρατιωτικοποίησης της ΕΕ: τα κράτη μέλη της θα αυξήσουν τις δαπάνες τους για την άμυνα, ούτως ώστε να εναρμονιστούν με τις απαιτήσεις της νέας πολιτικής άμυνας της ΕΕ.

Στο σημείο αυτό αξίζει να κοιτάξουμε λίγο και τους εμπόρους όπλων. Οι μεγαλύτεροι εξαγωγείς στρατιωτικού εξοπλισμού ήταν μεταξύ του 2013 και 2017 οι ΗΠΑ και η Ρωσία, με τη Γαλλία και τη Γερμανία να τους ακολουθούν στην τρίτη και τέταρτη θέση αντίστοιχα. Η Γαλλία αύξησε τις εξαγωγές της δραματικά τα τελευταία χρόνια, ενώ η Γερμανία εξάγει το 1/3 των όπλων που παράγει σε χώρες εντός της Ευρώπης. Οι εξαγωγές όπλων από το σύνολο της ΕΕ ακουμπούν το 27% των παγκόσμιων εξαγωγών. Την ίδια ώρα καταγράφονται συνεχώς αυξανόμενες δαπάνες στην άμυνα στο σύνολο των κρατών της Ευρώπης λόγω της ρωσικής «απειλής». Σημειώνουμε πως το 2016 οι χώρες αυτές αύξησαν τις δαπάνες τους κατά 2,6% την ίδια ώρα που οι ρωσικές δαπάνες έφταναν το μόλις το 27% του συνόλου όσων ξοδεύουν μαζί τα ευρωπαϊκά κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ.

Αλλά ας μην ξεχνάμε πως αυτή την πολιτική της αύξησης των αμυντικών δαπανών προωθεί πρώτα και κύρια η Ουάσινγκτον. Η ίδια αναμένει πολλαπλά κέρδη από τον ευρωπαϊκό μιλιταρισμό. Όχι μόνο οι Ευρωπαίοι θα εντείνουν το αγοραστικό τους ενδιαφέρον για τα υπερσύγχρονα αμερικανικά εξοπλιστικά προγράμματα, αλλά ταυτόχρονα η ΕΕ θα αναλάβει σημαντικό βάρος στον στρατιωτικό ανταγωνισμό της Δύσης με τη Ρωσία.

Στον ανταγωνισμό η ουσία

Οι πιέσεις των ΗΠΑ για αύξηση των ευρωπαϊκών προϋπολογισμών άμυνας είναι ενδεικτικές πως η «αυτονομία» της αμυντικής πολιτικής της ΕΕ όχι μόνο δεν φοβίζει κανένα, αλλά αποτελεί και σε ένα βαθμό επιδίωξη των ΗΠΑ.

Βέβαια ο Τραμπ κοροϊδεύει τις δηλώσεις Μακρόν πως οι ευρωπαϊκές δομές άμυνας μπορούν να χρησιμεύσουν για προστασία ακόμα και για τις ΗΠΑ. Αυτό όμως δεν έρχεται σε αντιπαράθεση με την αμερικανική πρόθεση οι Ευρωπαίοι να αναλάβουν περισσότερη ευθύνη στην προστασία του ιμπεριαλιστικού συστήματος, από το οποίο έχουν αρκετά ευνοηθεί. Οι ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί ακόμα και εντός ΕΕ και ΝΑΤΟ ή και μεταξύ τους υπάρχουν. Το δεδομένο αυτό όμως δεν αναιρεί τις αλληλοεξαρτήσεις και τη συμπόρευση. Στο τέλος της ημέρας εάν στους μεταξύ τους ανταγωνισμούς κάποια στιγμή η ΕΕ μπορεί να έχει περισσότερες απαιτήσεις από τις ΗΠΑ ή να διεκδικεί καλύτερο μερίδιο στην παγκόσμια αγορά, αυτό δεν σχετίζεται καθόλου με τα συμφέροντα των ευρωπαϊκών λαών.

Όπως όμως είπαμε η στρατιωτικοποίηση των ανταγωνισμών συνέβαλε στην έκρηξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου πριν από 104 χρόνια. Κάποιοι θεωρούν πως στην περίοδο των πυρηνικής αποτροπής δεν τίθενται κίνδυνοι ευθείας σύγκρουσης. Όμως πρόσφατα οι ΗΠΑ αποχώρησαν από τη Συνθήκη Πυρηνικών Όπλων Μέσου Βεληνεκούς του 1987 στην οποία είναι συμβαλλόμενα μέρη οι ΗΠΑ και η Ρωσία. Την τελευταία δεκαετία και οι δύο χώρες έχουν αλληλοκατηγορηθεί για παραβίαση της Συνθήκης, αρχής γενομένης με την προώθηση της αντιπυραυλικής ασπίδας των ΗΠΑ στην Ευρώπη. Με την αποχώρηση όμως των ΗΠΑ αναμένεται μια καινούργια κούρσα πυρηνικών εξοπλισμών. Η στρατιωτικοποίηση έχει επαναφέρει στο προσκήνιο τα πυρηνικά. Αυτό κάποιοι το ονομάζουν «ασφάλεια».

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy