
Του Γιώργου Τσιρίλο
Οκτώ εκ των ισχυρότερων οικονομιών της Δύσης έχουν επιβάλει συνολικά 15.311 κυρώσεις τον τελευταίο χρόνο, κατά της Ρωσίας ως αντίδραση στον πόλεμο κατά της Ουκρανίας ο οποίος ξεκίνησε στις 24 Φεβρουαρίου 2022. Από τα στοιχεία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου σε αυτές συμπεριλαμβάνονται οι ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και ο Καναδάς, η Αυστραλία, η Ιαπωνία κ.α. Οι κυρώσεις περιλαμβάνουν στοχευμένα περιοριστικά μέτρα (ατομικές κυρώσεις) αλλά και ευρείες οικονομικές κυρώσεις.
Μόνο η ΕΕ έχει επιβάλει πάγωμα περιουσιακών στοιχείων σε περισσότερα από 1.600 ρωσικά φυσικά και νομικά πρόσωπα από την έναρξη του πολέμου και έχει απαγορεύσει στις ευρωπαϊκές δικηγορικές εταιρείες να παρέχουν εμπορικές υπηρεσίες σε Ρώσους πελάτες.
Οι κυρώσεις και η πολιτική πίεση αλλά και η πίεση από την κοινή γνώμη ώθησε πολλές εταιρείες να ανακοινώσουν τη διακοπή των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων στη Ρωσία. Περισσότερες από 500 εταιρείες έχουν αναστείλει τις δραστηριότητές τους και 523 έχουν αποσυρθεί πλήρως. Επιπλέον 152 «υποχωρούν» ενώ 177 «αγοράζουν χρόνο» σύμφωνα με μια βάση δεδομένων που διατηρεί το Yale Chief Executive Leadership Institute (τελευταία στοιχεία, 16 Μαΐου 2023).
Οι ξένοι επενδυτές που εγκατέλειψαν τη Ρωσία μετά την πώληση των επιχειρήσεών τους εκεί μεταξύ Μαρτίου 2022 και Μαρτίου 2023 απέσυραν περίπου 36 δισ. δολάρια από τη χώρα, μετέδωσε πρόσφατα το ρωσικό πρακτορείο ειδήσεων RIA, επικαλούμενο στοιχεία της Κεντρικής Τράπεζας.
Ωστόσο, δεκάδες μεγάλες εταιρείες με έδρα την ΕΕ εξακολουθούν να είναι παρούσες στη ρωσική αγορά.
Σε αυτές περιλαμβάνονται ορισμένες από τις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές τράπεζες (Deutsche Bank, ING Bank, Raiffeisen Bank International, UniCredit) και ενεργειακές εταιρείες (Engie, OMV και Total) αλλά και γνωστές μάρκες μόδας, όπως η Armani, η Benetton, η Diesel και η Lacoste. Περιλαμβάνονται επίσης: η αυστριακή εταιρεία παραγωγής ενεργειακών ποτών Red Bull, η δανέζικη εταιρεία παραγωγής ιατρικού εξοπλισμού Coloplast, η ολλανδική εταιρεία καταναλωτικών αγαθών Philips και η εταιρεία ποτών Heineken, η εσθονική εταιρεία ταξί Bolt, η γαλλική αλυσίδα ξενοδοχείων Accor και η εταιρεία καλλυντικών Clarins, καθώς και η γερμανική εταιρεία μηχανικών Bosch.
Τους τελευταίους 12 μήνες, η παραμονή στη Ρωσία ήταν ένα υπολογισμένο ρίσκο μεταξύ της φήμης της εταιρείας έναντι της οικονομικής ανταμοιβής.
Για παράδειγμα, η αξία της μετοχής της αυστριακής Raiffeisen Bank International έχει μειωθεί κατά 40% μετά τον πόλεμο λόγω της δυσφήμισης που έτυχε από την παραμονή της στη ρωσική αγορά. Την ίδια στιγμή, όμως, τα κέρδη από τις ρωσικές δραστηριότητές της σκαρφάλωσαν σε ρεκόρ 2,2 δισ. ευρώ το 2022, αντιπροσωπεύοντας περισσότερο από το 60% των συνολικών κερδών της, σύμφωνα με την ανεξάρτητη ρωσική εφημερίδα Novaya Gazeta.
Η απροθυμία και οι καθυστερήσεις των ευρωπαίων σε ό,τι αφορά τη ρωσική αποεπένδυση δεν οφείλεται μόνο στα μεγάλα κέρδη κάποιων από αυτές τις εταιρείες από τη ρωσική αγορά αλλά και στα εμπόδια που έχουν επιβληθεί από τη ρωσική κυβέρνηση. Η νομοθεσία που έχει επιβληθεί επιφέρει σημαντικό οικονομικό κόστος στις εταιρείες που εγκαταλείπουν τη ρωσική αγορά αφού δίνει τη δυνατότητα στη ρωσική κυβέρνηση να παρέμβει όπου θεωρεί ότι υπάρχει απειλή για τις τοπικές θέσεις εργασίας ή τη βιομηχανία.
Για παράδειγμα, οι ξένοι ιδιοκτήτες από «μη φιλικές» χώρες δεν μπορούν να ολοκληρώσουν συμφωνίες χωρίς την έγκρισή της ρωσικής κυβέρνησης. Ειδική επιτροπή που παρακολουθεί τις ξένες επενδύσεις και δίνει έγκριση για συναλλαγές έχει απαιτήσει από τις εταιρείες που αποχωρούν να πωλούν περιουσιακά στοιχεία με έκπτωση τουλάχιστον 50%.
Η Ρωσία έκανε τα πράγματα ακόμη πιο δύσκολα τον Μάρτιο λέγοντας ότι οι ξένες επιχειρήσεις έπρεπε να πληρώσουν φόρο 10% επί των περιουσιακών στοιχείων που πουλούσαν αν έφευγαν. “Δημιουργούμε συνθήκες ώστε … η έξοδος να μην είναι επωφελής για τις ξένες επιχειρήσεις”, δήλωσε τότε ο Ρώσος υπουργός Οικονομικών Αντόν Σιλουάνοφ στο τηλεοπτικό κανάλι Russia 24.
Μέχρι τώρα, οι περισσότερες ευρωπαϊκές επιχειρήσεις δεν πλήρωναν σχεδόν καθόλου φόρους εντός της Ρωσίας για τα κέρδη τους εκεί, λόγω των ευνοϊκών συνθηκών διπλής φορολόγησης. Τον Μάρτιο, το ρωσικό υπουργείο Οικονομικών πρότεινε το πάγωμα τέτοιων φορολογικών συμφωνιών με περίπου 40 “μη φιλικές” χώρες που επέβαλαν κυρώσεις στη Ρωσία. Η υλοποίηση του μέτρου αυτού θα μπορούσε να συμβεί από μέρα σε μέρα.
Σύμφωνα με μια ρωσική πηγή που ζήτησε να μην κατονομαστεί, οι νέοι κανόνες θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην επιβολή φόρου έως και 25% στα ρωσικά κέρδη εταιρειών της ΕΕ, όπως η Armani, η Clarins, η Raiffeisen, αλλά και εταιρειών από άλλες χώρες.
Θα περίμενε κανείς ότι με τόσο εκτεταμένες κυρώσεις η ρωσική οικονομία θα καταποντιζόταν. Άλλωστε ακόμη και η ρωσική κεντρική τράπεζα προέβλεπε βύθιση μεταξύ 8% και 10% του ρωσικού ΑΕΠ το 2022. Όμως η ρωσική οικονομία συρρικνώθηκε κατά 2,1% πέρυσι και αναμένεται φέτος να επιστρέψει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Ένας από τους λόγους, σύμφωνα με μια δεξαμενή σκέψης του πανεπιστημίου Χάρβαρντ που η οικονομία της Ρωσίας αντέχει στις κυρώσεις της Δύσης έχει να κάνει με την έλλειψη συνεργασίας ανάμεσα στις δυτικές κυβερνήσεις.
