Αυξημένος ο κίνδυνος πρόωρου θανάτου για όσους έχουν συσσωρευμένο πάχος στην κοιλιά

Το κεντρικό έξτρα λίπος που έχει συσσωρευτεί γύρω από την κοιλιά, σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο πρόωρου θανάτου από διάφορες αιτίες, άσχετα με το πόσο παραπανίσιο πάχος έχει κανείς συνολικά στο σώμα του. Αυτό είναι το συμπέρασμα μιας νέας διεθνούς επιστημονικής μελέτης, σύμφωνα με την οποία, από την άλλη, το πάχος στους γοφούς και στους μηρούς σχετίζεται με μειωμένο κίνδυνο θανάτου.

Η έρευνα δείχνει ότι η μέτρηση του κεντρικού λίπους αποτελεί πιθανότατα έναν πιο αξιόπιστο δείκτη κινδύνου από ό,τι γενικά το αυξημένο πάχος. Συνεπώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί παράλληλα με το δείκτη μάζας σώματος, ο οποίος δεν διακρίνει ανάμεσα στο λίπος και στους μυς ενός ανθρώπου, όταν υπολογίζει το βάρος, σύμφωνα με τους ερευνητές από τον Καναδά και το Ιράν, με επικεφαλής επιστήμονες της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Τορόντο, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο βρετανικό ιατρικό περιοδικό British Medical Journal(BMJ).

Είναι ήδη γνωστό ότι τα παραπανίσια κιλά συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο για καρδιοπάθεια, ορισμένους καρκίνους, νεφρική νόσο, νευρολογικές διαταραχές κ.α. Επίσης υπήρχαν ενδείξεις ότι το κεντρικό πάχος αυξάνει περισσότερο τον κίνδυνο πρόωρου θανάτου από ό,τι η γενική παχυσαρκία, κάτι που η νέα έρευνα επιβεβαιώνει.
Η μελέτη (μετα-ανάλυση) αξιολόγησε τα ευρήματα 72 έως τώρα ερευνών, που αφορούσαν συνολικά περισσότερα από δυόμισι εκατομμύρια άτομα, τα οποία παρακολουθήθηκαν για διάστημα τριών έως 24 ετών. Διαπιστώθηκε ότι σχεδόν όλοι οι δείκτες κεντρικής (κοιλιακής) παχυσαρκίας, όπως η περιφέρεια της μέσης, η αναλογία μέσης προς γοφούς, η αναλογία μέσης προς ύψος, η αναλογία μέσης προς μηρούς κ.α., σχετίζονταν με μεγαλύτερο κίνδυνο θανάτου από οποιαδήποτε αιτία.

Για παράδειγμα, για κάθε αύξηση δέκα εκατοστών στην περιφέρεια της μέσης, ο κίνδυνος θανάτου αυξάνεται κατά 11%. Από την άλλη, για κάθε αύξηση δέκα εκατοστών στην περιφέρεια (περίμετρο) των γοφών, ο κίνδυνος θανάτου είναι μειωμένος κατά 10%, ενώ για κάθε αύξηση πέντε εκατοστών στην περιφέρεια των μηρών, ο κίνδυνος θανάτου μειώνεται κατά 18%. Οι σχέσεις αυτές ισχύουν ανεξάρτητα με το πόσος είναι ο δείκτης μάζας σώματος, δηλαδή τη γενική παχυσαρκία ενός ατόμου.

Φάρμακο για το διαβήτη μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο άνοιας
Ένα ευρέως χρησιμοποιούμενο αντιδιαβητικό φάρμακο, η μετφορμίνη, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στο μέλλον και ως μέσο πρόληψης για την άνοια. Μια νέα έρευνα, με επικεφαλής μια ελληνικής καταγωγής ενδοκρινολόγο στην Αυστραλία, τη δρα Κατερίνα Σαμαρά, δείχνει πως οι ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 που παίρνουν μετφορμίνη, εμφανίζουν βραδύτερη εξασθένηση των γνωστικών λειτουργιών τους και μικρότερη πιθανότητα άνοιας αργότερα.

Η μετφορμίνη είναι φάρμακο πρώτης γραμμής για τις περισσότερες περιπτώσεις διαβήτη τύπου 2 και ένα από τα συχνότερα συνταγογραφούμενα φάρμακα στον κόσμο. Εκατομμύρια άνθρωποι διεθνώς το παίρνουν για να βελτιώσουν τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα τους.
Η νέα μελέτη παρατήρησης (όχι κλινική δοκιμή) από επιστήμονες του Ινστιτούτου Ιατρικής Έρευνας Garvan και του Πανεπιστημίου της Νέας Νότιας Ουαλίας, η οποία αφορούσε 1.037 άτομα ηλικίας 70 έως 90 ετών στο Σίδνεϊ και δημοσιεύθηκε στο περιοδικό για θέματα διαβήτη «Diabetes Care», δίνει νέες ελπίδες για μείωση του κινδύνου άνοιας όχι μόνο στους διαβητικούς αλλά και στους ανθρώπους χωρίς διαβήτη.

«Αποκαλύψαμε τις πολλά υποσχόμενες δυνατότητες ενός ασφαλούς και ευρέως χρησιμοποιούμενου φαρμάκου, το οποίο θα μπορούσε να αλλάξει τη ζωή των ασθενών που κινδυνεύουν από άνοια, καθώς και των οικογενειών τους. Για εκείνους με διαβήτη τύπου 2, η μετφορμίνη μπορεί να προσθέσει κάτι έξτρα στη συνήθη μείωση της γλυκόζης: το όφελος για τη νοητική υγεία τους», δήλωσε η δρ Σαμαρά.

Ο διαβήτης τύπου 2 συμβαίνει, όταν το σώμα αδυνατεί πια να παράγει επαρκή ινσουλίνη για τις ανάγκες του, με συνέπεια τα επίπεδα γλυκόζης (σακχάρου) στο σώμα να ξεφεύγουν από τα φυσιολογικά επίπεδα. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε διάφορες μακροχρόνιες επιπλοκές, μεταξύ των οποίων η εξασθένηση των γνωστικών λειτουργιών του εγκεφάλου.

«Καθώς γερνάνε, οι άνθρωποι με διαβήτη τύπου 2 αντιμετωπίζουν ένα εντυπωσιακά αυξημένο κατά 60% κίνδυνο εμφάνισης άνοιας», ανέφερε η κ. Σαμαρά. Όμως, όπως έδειξε η νέα έρευνα, η λήψη μετφορμίνης επιβραδύνει σημαντικά τη γνωστική εξασθένηση και μειώνει τον κίνδυνο άνοιας. Μετά από έξι χρόνια θεραπείας με μετφορμίνη, οι διαβητικοί δεν έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο άνοιας από ό,τι οι άνθρωποι χωρίς διαβήτη.
Η μετφορμίνη χρησιμοποιείται κατά του διαβήτη για περισσότερα από 60 χρόνια, καθώς μπορεί να μειώσει την ποσότητα γλυκόζης που απελευθερώνεται από το ήπαρ στο αίμα και επιτρέπει στα κύτταρα του σώματος να ανταποκριθούν καλύτερα στα επίπεδα του σακχάρου. Μελέτες κατά την τελευταία δεκαετία έχουν δείξει οφέλη της μετφορμίνης και για άλλες παθήσεις, όπως καρκίνο, καρδιοπάθεια, σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών, παχυσαρκία κ.α.
«Η νέα μελέτη παρέχει ενθαρρυντικές αρχικές ενδείξεις ότι η μετφορμίνη μπορεί να προστατεύσει και έναντι της γνωστικής εξασθένησης και μάλιστα όχι μόνο στους διαβητικούς», τόνισε η κ. Σαμαρά, η οποία ήδη σχεδιάζει μια μεγάλη τυχαιοποιημένη και ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο (πλασίμπο) κλινική δοκιμή της μετφορμίνης σε ανθρώπους που ανήκουν σε ομάδες κινδύνου για άνοια.
Στόχος, όπως είπε, είναι «κατά πόσο μπορούμε να αναπροσανατολίσουμε αυτό το φθηνό φάρμακο με το ασφαλές προφίλ, ώστε να βοηθήσει στην πρόληψη της γνωστικής εξασθένησης των ηλικιωμένων».

Επανάληψη του σεξ λίγους μήνες μετά από έμφραγμα βελτιώνει την επιβίωση
Η επιστροφή στα συνήθη επίπεδα σεξουαλικής δραστηριότητας λίγους μήνες μετά από ένα έμφραγμα σχετίζεται με αυξημένη πιθανότητα μακρόχρονης επιβίωσης, σύμφωνα με μία νέα έρευνα Ισραηλινών επιστημόνων.

Το σεξ λειτουργεί (και) ως μορφή σωματικής άσκησης, αυξάνοντας τους παλμούς της καρδιάς και την αρτηριακή πίεση. Αν και μερικές μορφές η έντονη σωματική δραστηριότητα -συμπεριλαμβανομένου του σεξ- μπορεί να οδηγήσει σε έμφραγμα, συνήθως η τακτική σωματική δραστηριότητα μειώνει σε βάθος χρόνου τον καρδιαγγειακό κίνδυνο. Παρομοίως, το τακτικό σεξ μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο για την καρδιά.

Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή Γιαρίβ Γκέρμπερ του Πανεπιστημίου του Τελ Αβίβ, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό προληπτικής καρδιολογίας «European Journal of Preventive Cardiology» της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Καρδιολογίας, μελέτησαν 495 ασθενείς (το 90% άνδρες) με μέση ηλικία 53 ετών, που είχαν νοσηλευθεί για έμφραγμα.
Οι ασθενείς χωρίστηκαν σε δύο ομάδες: Σε αυτούς που απείχαν για καιρό από κάθε σεξουαλική δραστηριότητα μετά το έμφραγμα (το 47%) και εκείνους που σχετικά γρήγορα επανήλθαν στα προηγούμενα επίπεδα σεξουαλικής δραστηριότητας ή και σε μεγαλύτερα (το 53%). Σε βάθος 22 ετών, 211 ασθενείς (43%) πέθαναν.

Η ανάλυση έδειξε πως οι άνθρωποι της δεύτερης ομάδας (σχετικά γρήγορη επανάληψη του σεξ μέσα σε ένα εξάμηνο από το έμφραγμα) είχαν κατά μέσο όρο 35% μικρότερο κίνδυνο θανάτου, σε σχέση με όσους απείχαν για πολύ μεγαλύτερο διάστημα. Λόγω της μικρής συμμετοχής γυναικών στο δείγμα, είναι ασαφές κατά πόσο κάτι παρόμοιο συμβαίνει στον ίδιο βαθμό στις γυναίκες.

Σε κάθε περίπτωση, δήλωσε ο δρ Γκέρμπερ, «αυτά τα ευρήματα πρέπει να μειώσουν τις ανησυχίες των ασθενών όσον αφορά την επιστροφή τους στο συνηθισμένο επίπεδο σεξουαλικής δραστηριότητας μετά από ένα έμφραγμα».
Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy