ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΠΕΤΣΑΣ: Εικονικές εκτελέσεις από πραξικοπηματίες στην «Daihatsu»

Αξιωματικοί έφυγαν από τα τάγματα και άφησαν τους στρατιώτες χωρίς οπλισμό και καθοδήγηση

 

Του Νεόφυτου Νεοφύτου

 

Ο Χριστόδουλος Πέτσας, από το Βουνό της Κερύνειας, είναι ένας από τους χιλιάδες αριστερούς, οι οποίοι συνελήφθησαν από τους πραξικοπηματίες και έζησαν τις εικονικές εκτελέσεις. Ο Χριστόδουλος Πέτσας έζησε από κοντά τις προδοτικές συμπεριφορές των πραξικοπηματιών.

Με την εκδήλωση του πραξικοπήματος στις 15 Ιουλίου 1974, ο Χριστόδουλος Πέτσας βρισκόταν για δουλειά στη Λάρνακα. Αναγκάστηκε να επιστρέψει στη Λευκωσία, και όπως ομολογεί, στη διαδρομή της επιστροφής από τη Λάρνακα στη Λευκωσία δεν υπήρχε καμία κίνηση στο δρόμο. Στη Λευκωσία, ο Χρ. Πέτσας μαζί και με άλλους συντρόφους του, συγκεντρώθηκαν σε σπίτι γνωστού συγχωριανού τους, ο οποίος διέμενε στο Καϊμακλί. Εκεί οι πραξικοπηματίες τούς συνέλαβαν και τους οδήγησαν στην «Daihatsu». «Μας συγκέντρωσαν», λέει ο Χρ. Πέτσας, «στο χωράφι και μας υποχρέωσαν να καθίσουμε σε στάση “οκλαδόν” και ξεκίνησαν να μας πυροβολούν από κοντινές αποστάσεις στα πόδια και πάνω από τα κεφάλια μας. Στη συνέχεια, οι πραξικοπηματίες πήραν μήνυμα ότι κάτι σοβαρό συμβαίνει στην περιοχή του Λαϊκού Καφεκοπτείου -μάχες με τους αντιστασιακούς- και έφυγαν όλοι να πάνε στο Λαϊκό Καφεκοπτείο, ενώ εμείς μείναμε υπό τη φρούρηση των κληρωτών στρατιωτών. Με τους κληρωτούς στρατιώτες μπορέσαμε και συνομιλήσαμε και τα πράγματα ηρέμησαν, οπότε φύγαμε για τα χωριά μας».

Την Παρασκευή τη νύχτα συγκεντρώθηκε στο χωριό ολόκληρη η οικογένεια και φάγαμε, περιμένοντας από στιγμή σε στιγμή να μας συλλάβουν. Το Σάββατο το πρωί κτύπησε η καμπάνα και βγαίνοντας έξω από το σπίτι είδαμε τα τουρκικά αεροπλάνα. Από την πρώτη ημέρα εκδήλωσης του πραξικοπήματος φημολογείτο ότι θα γινόταν τουρκική εισβολή και γινόταν λόγος για απόβαση στην Αμμόχωστο.

Ο Χρ. Πέτσας αναφέρει ότι πήγε στο κέντρο του χωριού, όπως και άλλοι συγχωριανοί του και χωρίς καμία ειδοποίηση ή καθοδήγηση, ξεκινήσαμε από μόνοι μας να πάμε στο στρατόπεδο στο Συγχαρί για να πάρουμε όπλα και να αντισταθούμε στον Τούρκο εισβολέα. Στο δρόμο προς το στρατόπεδο, ο Χρ. Πέτσας αναφέρει ότι συνάντησε τον αδελφό του, τον οποίο επίσης είχαν συλλάβει οι πραξικοπηματίες και τον κακοποίησαν. Αν και ξεκίνησαν οι τουρκικοί βομβαρδισμοί, στο δρόμο προς το στρατόπεδο είχαν ανησυχίες και φόβο ότι θα συναντούσαν πραξικοπηματίες.

 

Στα στρατόπεδα 3-4 στρατιώτες, δεν υπήρχαν όπλα, ενώ έφυγαν οι αξιωματικοί

 

«Οταν φθάσαμε στο στρατόπεδο στο Συγχαρί εκεί συναντήσαμε 3-4 στρατιώτες χωρίς αξιωματικούς και χωρίς οποιαδήποτε ενημέρωση ή οδηγίες. Ζητήσαμε όπλα και εντοπίσαμε μόνο 3-4 “μαρτίνια” και ορισμένες σφαίρες. Τα πήραμε και φύγαμε από το στρατόπεδο και κρυφτήκαμε σε δέντρα που βρίσκονταν σε κοντινή περιοχή.

Την επομένη το πρωί, μας κτύπησε η τουρκική αεροπορία. Ηταν τόσο τρομακτικό και φοβερό να βλέπεις πάνω από τα κεφάλια σου τη βύθιση των τουρκικών αεροπλάνων και να βομβαρδίζουν. Δεν έχω λόγια να το περιγράψω.

Λίγο πριν το μεσημέρι, έφθασε κοντά μας μια φάλαγγα δικών μας αυτοκινήτων στα οποία υπήρχαν τοποθετημένα όπλα. Θυμάμαι ότι σε ένα από τα αυτοκίνητα υπήρχε ένα πυροβολικό τετράκαννο και το αυτοκίνητο κινείτο από το Συγχαρί προς την “Ασπρη Μούτη”. Μπροστά στα μάτια μας και χωρίς να μπορούμε να κάνουμε οτιδήποτε, βομβαρδίστηκε από την τουρκική αεροπορία, η οποία το ισοπέδωσε.

Η δική μου ομάδα, χωρίς καμία στρατιωτική καθοδήγηση, αποφασίσαμε να παραταχθούμε και να αντισταθούμε στην περιοχή Βουνό – Συγχαρί. Τι αντίσταση, όμως, μπορούσαμε να έχουμε με τα “μαρτίνια”;

Η μεγαλύτερη τραγωδία με νεκρούς και θανάτους επήλθε μετά την εκεχειρία που ανακοινώθηκε η ώρα 4 μ.μ. τη Δευτέρα. Ηταν τότε που χαλαρώσαμε και έσπασε η γραμμή. Τότε, ήρθε το μήνυμα να φύγουμε από το χωριό για λίγες ώρες. Φύγαμε και δεν επιστρέψαμε ποτέ πίσω», διηγείται με πόνο ο Χρ. Πέτσας.

 

Εκεχειρία και χαλαρότητα

Την τρίτη ημέρα της εισβολής όταν ανακοινώθηκε η εκεχειρία, ο Χρ. Πέτσας αναφέρει ότι έφθασαν κοντά του πληροφορίες ότι η οικογένειά του είχε μεταφερθεί στην Ψημολόφου. Ηταν τότε που ανακοινώθηκε η εκεχειρία και πήγε στην Ψημολόφου για να δει τι γίνεται με την οικογένεια, αφού υπήρχαν έντονες ανησυχίες ότι ακόμη και μετά την τουρκική εισβολή οι πραξικοπηματίες κυνηγούσαν αριστερούς.

Στην Ψημολόφου, λέει ο Χρ. Πέτσας, «συνάντησα μια ομάδα ανδρών να οπλοφορούν με καλάσνικοφ και να με συλλαμβάνουν με την κατηγορία του “λιποτάκτη” τη στιγμή που ήμουν στην πρώτη γραμμή και θα πήγαινα ξανά πίσω, πριν λήξει η εκεχειρία. Εκείνοι που δεν ήταν λιποτάκτες κυκλοφορούσαν ασφαλείς στα διάφορα χωριά, κατέχοντας τα καλύτερα όπλα που διέθετε τότε η Εθνική Φρουρά, τα καλάσνικοφ. Υπό την απειλή των όπλων, μαζί με άλλους, μας μάζεψαν για να μας οδηγήσουν στο στρατόπεδο, το οποίο βρισκόταν στο χωριό Συγχαρί. Οταν φθάσαμε στο χωριό μου, στο Βουνό, τους ζήτησα να πάμε σπίτι για να δούμε τι γίνεται ο πατέρας μου, ο οποίος είχε μείνει στο χωριό. Αρνήθηκαν και δεν με άφησαν να δω τον πατέρα μου, ο οποίος μέχρι σήμερα αγνοείται. Προχωρήσαμε για το στρατόπεδο στο Συγχαρί. Ωστόσο, όταν φθάσαμε στον ποταμό μεταξύ Βουνού και Συγχαρί, τα λεγόμενα “παλικάρια” που μας συνόδευαν με τα καλάσνικοφ, μας εγκατέλειψαν εκεί. Φοβήθηκαν να πάνε στο Συγχαρί και επέστρεψαν πίσω για να είναι ασφαλείς. Εγώ μαζί με ακόμη ένα στρατιώτη, είπαμε στους υπόλοιπους να παραμείνουν σε συγκεκριμένο σημείο και εμείς προχωρήσαμε μπροστά για να ανιχνεύσουμε την περιοχή. Προχωρώντας, είδαμε να έρχεται από την αντίθετη κατεύθυνση ένα αυτοκίνητο, το οποίο σταμάτησε. Σε αυτό βρισκόταν ο ταγματάρχης Τοουλιάς και μας είπε να πάμε να βρούμε ιδιωτικά αυτοκίνητα για να μετακινήσουμε το τάγμα. Οταν ρωτήσαμε τον κ. Τοουλιά πού πάνε εκείνοι, δεν έδωσε οποιαδήποτε απάντηση. Επιστρέψαμε ξανά πίσω στο σημείο που βρίσκονταν οι υπόλοιποι στρατιώτες και τους ενημερώσαμε ότι δεν μπορούμε να πάμε στο Τάγμα από τη στιγμή που φεύγει ο ταγματάρχης, οπότε φύγαμε με τα πόδια με σκοπό να πάμε στην Κυθραία. Δεν υπήρχαν όπλα, δεν υπήρχε οργάνωση και η όποια οργανωμένη αντίσταση ήταν μεμονωμένη χάρη σε ορισμένους δημοκρατικούς αξιωματικούς και οπλίτες, οι οποίοι αρχικά υπερασπίστηκαν τη δημοκρατία και τη νομιμότητα και στη συνέχεια βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή για να υπερασπιστούν την ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας από τον Τούρκο εισβολέα».

 

ΕΝΘΕΤΟ στο κείμενο

 

Παρελθοντολογία και διχασμός

 

Ο Χριστόδουλος Πέτσας δίνει και μια απάντηση σε όλους εκείνους που λένε ότι είναι παρελθοντολογία και διχασμός όταν αναφερόμαστε στο προδοτικό πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή και υπενθυμίζει το ρόλο της ΕΟΚΑ Β’ και της χούντας των Αθηνών που έστρεψαν τα όπλα εναντίον της νόμιμης κυβέρνησης του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου.

Για μας, τονίζει ο Χρ. Πέτσας, «δεν μπορεί να ξεχαστεί το παρελθόν γιατί συνεχίζει να είναι παρόν. Δεν μπορούμε να ξεχάσουμε το κατεχόμενό μας χωριό και αυτούς που κατέστρεψαν την πατρίδα μας. Αυτούς που δημιούργησαν αγνοούμενους και όλεθρο. Αυτούς που έφεραν την τουρκική σημαία δίπλα από το χωριό μας. Δεν μπορεί να ξεχαστεί η προδοσία της Κύπρου».

—————–

 

«Αρνούμαστε να παραλάβουμε   από αυτούς τιμητική πλακέτα»

 

Ανοίγει πληγές η επιστολή Ν. Αναστασιάδη για εκδήλωση μνήμης και τιμής προς τους αγνοουμένους του 1974

 

Εχουν περάσει 42 ολόκληρα χρόνια από το προδοτικό πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή και υπάρχουν συγγενείς αγνοουμένων, οι οποίοι αναμένουν ακόμη πληροφόρηση για τα αγαπημένα τους πρόσωπα.

Για δεκάδες συγγενείς αγνοουμένων, οι οποίοι έζησαν τις καταστάσεις του προδοτικού πραξικοπήματος και της τουρκικής εισβολής αποτελεί πρόκληση η ενέργεια της κυβέρνησης ΔΗΣΥ – Ν. Αναστασιάδη να διοργανώσει εκδήλωση μνήμης και τιμής προς τους αγνοουμένους της τουρκικής εισβολής του 1974 και τις οικογένειές τους την Πέμπτη 28 Ιουλίου στο Προεδρικό Μέγαρο. Εχουν προσκληθεί οι συγγενείς των αγνοουμένων για να παραλάβουν εκ μέρους της οικογένειας «δίπλωμα και πλακέτα». Σίγουρα, η πολιτεία οφείλει να τιμά και να αναγνωρίζει την προσφορά αυτών των ανθρώπων, αλλά όταν η πρόσκληση προέρχεται από εκείνους που στέγασαν και δικαίωσαν τους αίτιους του προδοτικού πραξικοπήματος, της προσφυγιάς και του δράματος των συγγενών των αγνοουμένων μας, προκαλεί δικαιολογημένη οργή. Προκαλεί δικαιολογημένο θυμό, γιατί οι συγγενείς των αγνοουμένων γνωρίζουν τους αίτιους και υπαίτιους της κυπριακής τραγωδίας.

«Δεν μπορεί», τονίζει στη «Χαραυγή» ο γιος του αγνοούμενου Σταυρή Π. Πέτσα, ο Χριστόδουλος Πέτσας από το Βουνό Κερύνειας, «να μας δίνουν πλακέτες αγνοουμένων εκείνοι που την ίδια στιγμή χορηγούν μνημεία και τιμούν τους πραξικοπηματίες. Θα ήταν προδοσία για τα προοδευτικά και δημοκρατικά μου αισθήματα να παραλάβω πλακέτα από εκείνους που ισοπεδώνουν και εξισώσουν καθημερινά το προδοτικό πραξικόπημα με την αντίσταση. Θα τους πούμε, ευχαριστώ, αλλά δεν θα πάρουμε από τα δικά σας χέρια μια τέτοια τιμητική πλακέτα».

Για την περίπτωση του αγνοούμενου πατέρα του, ο Χρ. Πέτσας ανέφερε ότι «μέχρι σήμερα δεν υπάρχει καμία μαρτυρία και κανένα στοιχείο για την τύχη του». Υπάρχει η πικρία ότι «εισακούσαμε εκκλήσεις να φύγουμε από το χωριό για 2-3 ημέρες και ότι θα επιστρέφαμε, αφήνοντας τον πατέρα μας στο χωριό επειδή αντιμετώπιζε και προβλήματα υγείας και διακίνησης. Δεν υπήρξε, όμως, ποτέ ο δρόμος της επιστροφής και η τύχη του Σταυρή αγνοείται μέχρι σήμερα».

 

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy