
Η ποσότητα και η ποιότητα είναι έννοιες αλληλοσυνδεδεµένες και η µια προϋποθέτει την άλλη. Ανάµεσά τους υπάρχει διαλεκτική αλληλοεπίδραση, στη βάση της οποίας λειτουργεί ο νόµος της µετατροπής των ποσοτικών αλλαγών σε ποιοτικές. Υπάρχει όµως και η αντίθετη διαδικασία, η διαφοροποίηση δηλαδή των ποσοτικών χαρακτηριστικών, ως αποτέλεσµα της νεοεµφανιζόµενης ποιότητας του αντικειµένου ή φαινοµένου.
Για την πλήρη κατανόηση της λειτουργίας του συγκεκριµένου νόµου θα γίνει αναφορά στο κλασικό παράδειγµα του νερού.
Όταν λοιπόν το νερό διατηρείται, υπό κανονική ατµοσφαιρική πίεση, σε θερµοκρασία από 0 °C µέχρι και 100 °C, τότε παραµένει συνεχώς σε ρευστή κατάσταση (υγρό). Όταν η θερµοκρασία αυξηθεί πέραν των 100 °C, τότε το νερό µετατρέπεται σε ατµό (αέριο), ενώ αντίθετα όταν η θερµοκρασία του πέσει κάτω από τους 0 °C, γίνεται πάγος (στερεό).
Στο συγκεκριµένο παράδειγµα το όριο ή η νόρµα για να είναι το νερό υγρό είναι η θερµοκρασία 0 °C -100 °C. Η ποσοτική αύξηση της θερµοκρασίας του µέσα στο πλαίσιο αυτό δεν διαφοροποιεί την ιδιότητά του να είναι υγρό.
Από τη στιγµή όµως που η θερµοκρασία υπερβαίνει το ανώτατο ή υστερεί του κατώτατου ορίου, το νερό διαφοροποιεί την ποιότητά του, µετατρεπόµενο αντίστοιχα σε αέριο ή στερεό.
Παρατηρούµε λοιπόν ότι η σταδιακή ποσοτική διαφοροποίηση της θερµοκρασίας του νερού σε µια συγκεκριµένη στιγµή διαρρηγνύει το όριο και αλλάζει ριζικά την ιδιότητά του (αέριο ή στερεό).
Για την κατανόηση όµως της διαδικασίας επίτευξης της ριζικής αυτής διαφοροποίησης της ποιότητας, πρέπει να επεξηγηθεί ο µηχανισµός µετατροπής της ποσοτικής αλλαγής σε ποιοτική. Η αυξοµείωση της θερµοκρασίας µέσα στα επιτρεπτά όρια της υγρής µορφής του νερού έχει έναν αργό, σταδιακό και συνεχή χαρακτήρα.
Όταν όµως προσεγγίζει τα οριακά πλαίσια, παρατηρείται ότι η καταλυτική σύνδεση των µορίων του νερού ανάλογα ή χαλαρώνει (αέριο) ή κρυσταλλοποιείται (στερεό). Εποµένως, η σταδιακή ποσοτική αλλαγή διατηρεί τη συνοχή της ποιότητας του νερού σε υγρή µορφή, στα κρίσιµα οριακά σηµεία όµως παρατηρείται µια γρήγορη µεταπήδηση (άλµα) από την υφιστάµενη ποιότητα σε µια νέα ποιότητα του νερού -αέρια ή στερεά µορφή.
Αυτό το συγκεκριµένο σηµείο διακόπτει στιγµιαία τη βαθµιαία ποσοτική αλλαγή και προσδιορίζει τη νέα ποιότητα που προκύπτει.
Η εξέλιξη είναι αποτέλεσµα της συσσώρευσης ποσοτικών αλλαγών
Αυτό σηµαίνει ότι στη διάρκεια του άλµατος παρατηρείται η εµφάνιση ή η γέννηση της νέας ποιότητας, που ξεπηδά µέσα από την παλιά, µετατρέποντάς την σε µια άλλη. Σε αντίθεση από τις ανεπαίσθητες, αργές και πιθανόν µη ορατές ποσοτικές αλλαγές, το άλµα αποτελεί σχετικά γρήγορη και ορατή µεταλλαγή της ποιότητας.
Στο παράδειγµα του νερού φαίνεται η αλληλοεπίδραση της ποσότητας µε την ποιότητα, ενώ ταυτόχρονα βρίσκεται σε εφαρµογή και ο νόµος της ενότητας των αντιθέτων, που στην προκειµένη περίπτωση τα αντίθετα είναι η ποσότητα και η ποιότητα.
Η αντιπαλότητα µεταξύ τους προσδιορίζεται από την αύξηση ή µείωση της θερµοκρασίας, που πέραν ενός συγκεκριµένου ορίου διακόπτει την υπάρχουσα αλληλουχία µεταξύ τους και διαµορφώνεται ένα νέο ποιοτικό χαρακτηριστικό.
Συνοψίζοντας:
Η ποιοτική αλλαγή του αντικειµένου ή φαινοµένου είναι αδιανόητη χωρίς την ύπαρξη εσωτερικών ποσοτικών αλλαγών. Ταυτόχρονα, οι εσωτερικές ποσοτικές αλλαγές σε συγκεκριµένο επίπεδο αναπόφευκτα οδηγούν σε ποιοτική αλλαγή και η νεοεµφανιζόµενη ποιότητα εναποθέτει νέα όρια για τη συνέχιση των ποσοτικών αλλαγών.
Η ποιότητα ουσιαστικά προσδιορίζει ότι το συγκεκριµένο υποκείµενο είναι αυτό που είναι και η όποια διαφοροποίησή της αλλάζει το ίδιο το υποκείµενο µετατρέποντάς το σε κάτι άλλο.
Από την άλλη πλευρά όµως η ποσότητα δεν έχει και τόσο καθοριστική σηµασία στον προσδιορισµό του υποκειµένου, όµως συνδεόµενη µε την ποιότητα αποτελεί βασική προϋπόθεση και διαδραµατίζει σηµαντικότατο ρόλο στη διαδικασία µετατροπής της ποιότητας του υποκειµένου.
Ενώ, δηλαδή, κάθε ποιοτική αλλαγή σηµαίνει και διαφοροποίηση του υποκειµένου, αντιθέτως κάθε ποσοτική αλλαγή δεν σηµαίνει και διαφοροποίησή του.
Η εξέλιξη λοιπόν είναι αποτέλεσµα της συσσώρευσης ποσοτικών αλλαγών και σε ορισµένο κρίσιµο σηµείο πραγµατοποιείται η αλµατώδης µετατροπή τους σε νέα ποιότητα. Στη συνέχεια πρέπει να εξεταστεί πώς ο συγκεκριµένος νόµος εµφανίζεται και λειτουργεί µέσα στην κοινωνία.
Κοµφορµισµός
Κοµφορµισµός είναι η προσαρµοστικότητα του ατόµου και η παθητική αντιµετώπιση από αυτό της υπάρχουσας καθεστηκυίας τάξης πραγµάτων και της κυρίαρχης άποψης, ακόµα και αν έρχονται σε σύγκρουση µε τα πιο βαθιά πιστεύω του.
Βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση µε τη συλλογικότητα, που προϋποθέτει την ενεργή συµµετοχή του ατόµου στη διαµόρφωση οµαδικών αποφάσεων, τη συνειδητή κατανόηση των συλλογικών αξιών και αποφάσεων, έναν κώδικα προσωπικής συµπεριφοράς ταυτιζόµενης µε τα συµφέροντα της οµάδας, της κοινωνίας.
Σε συνθήκες κοµφορµισµού απουσιάζει η προσωπική θέση και σε πρώτο πλάνο φιγουράρει η χωρίς αρχές και αδιάκριτη συµµόρφωση του ατόµου µε όποιο πρόσωπο κατέχει εξουσία πίεσης (άποψη της πλειοψηφίας, αναγνωρισµένο κύρος, τηλεοπτικά πρότυπα, παραδόσεις κ.ά.).
Οι κοινωνικές ρίζες του, δε, εδράζονται στις ιστορικές παραδόσεις της ανοµίας και της καταπάτησης λαϊκών δικαιωµάτων µέσα σε µια ταξική ανταγωνιστική κοινωνία, που δηµιουργεί στο άτοµο το φόβο της περιθωριοποίησης, της αποµόνωσης και της απαξίωσης. Η ριζική όµως αναδηµιουργία και αναµόρφωση της κοινωνίας είναι δύσκολο να επιτευχθεί χωρίς την υπέρβαση του κοµφορµισµού, που αλυσοδένει συνειδήσεις ανθρώπων.
Η ανατροπή της υπάρχουσας τάξης πραγµάτων γίνεται από άτοµα που δεν είναι ευκολόπιστα και παθητικοί δέκτες των κυρίαρχων ιδεών, που σερβίρουν τα κυρίαρχα διαπλεκόµενα ΜΜΕ, αλλά ενεργούν σύµφωνα µε τη συνείδησή τους, διαµορφώνουν αντικειµενικά ιδίαν άποψη και δεν δειλιάζουν µπροστά στις όποιες δυσκολίες βρουν στην προσπάθεια επίτευξης των καθορισµένων στόχων.
Ο πολιτικός κοµφορµισµός δεν πρέπει να ταυτίζεται µε το ψυχολογικό φαινόµενο της συµµόρφωσης (οµοιόµορφες αντιδράσεις). Η αφοµοίωση συγκεκριµένων κανόνων, συνηθειών και αξιών αποτελούν απαραίτητη πτυχή της κοινωνικοποίησης του ατόµου, ώστε να είναι δυνατή η ενεργός δραστηριοποίησή του µέσα στο κοινωνικό σύνολο και ταυτόχρονα προϋπόθεση για την κανονική και αποδοτική λειτουργία του κοινωνικού συστήµατος.
Την ίδια στιγµή η ετοιµότητα και αποδοτικότητα των ψυχολογικών µηχανισµών καλύτερης επιλογής και αφοµοίωσης από το άτοµο της κοινωνικά διαχεόµενης πληροφόρησης εξαρτώνται από ένα σύνολο παραγόντων τέτοιων όπως: οι αυστηρά προσωπικοί (επίπεδο νοηµοσύνης, βαθµός έµπνευσης, σταθερότητα αυτοεκτίµησης, επίπεδο αυτοσεβασµού, αναγκαιότητα αποδοχής ανθρώπινου περίγυρου), οι µικρο-κοινωνικοί (θέση ατόµου µέσα στην οµάδα, σηµασία που έχει γι’ αυτόν η συµµετοχή, βαθµός ενότητας και δοµής της οµάδας), οι περιστασιακοί (περιεχόµενο στόχων και επιδεικνυόµενο προσωπικό ενδιαφέρον, µέτρο ικανότητας, αν η λήψη της απόφασης έγινε δηµόσια, σε κλειστό κύκλο ή ατοµικό επίπεδο), οι µακρο-κοινωνικοί και µακρο-πολιτισµικοί (επικρατούσες κοινωνικές συνθήκες για ανάπτυξη αυτοτέλειας και υπευθυνότητας της προσωπικότητας, κυρίαρχο σύστηµα παιδείας, τρόποι διαπαιδαγώγησης).
