Διερευνητικές επαφές Ελλάδας – Τουρκίας: «Η Ελλάδα μπορεί να επιβάλει όρους ειρήνης»

Συνεντεύξεις στον Κυριάκο Λοΐζου

Ο 61ος γύρος των διερευνητικών επαφών Ελλάδας – Τουρκίας θα πραγματοποιηθεί αύριο Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2021, στην Κωνσταντινούπολη, με τις δύο πλευρές να προσέρχονται με διαφορετικούς στόχους και ατζέντες.
Για το ζήτημα αυτό, η «Χαραυγή» συνομίλησε με την πρώην αν. Υπουργό Εξωτερικών και νυν βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, Σία Αναγνωστοπούλου και με την υπεύθυνη στην Πολιτική Γραμματεία (Π.Γ.) του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ για τον Τομέα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Υποθέσεων, Ράνια Σβίγκου.

Σία Αναγνωστοπούλου: «Αυτές οι διερευνητικές επαφές πρέπει να έχουν ως μοναδικό, επίμονο και συνεπή στόχο την εξουδετέρωση εντάσεων και της απειλής πολέμου»

Η εισηγήτρια του ΣΥΡΙΖΑ Σία Αναγνωστοπούλου μιλάει στη συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής με θέμα: Κύρωση της Τελικής Συμφωνίας για την Επίλυση των Διαφορών οι οποίες περιγράφονται στις Αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών 817 (1993) και 845 (1993), τη Λήξη της Ενδιάμεσης Συμφωνίας του 1995 και την Εδραίωση Στρατηγικής Εταιρικής Σχέσης μεταξύ των Μερώv, Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2019. ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΣΥΜΕΛΑ ΠΑΝΤΖΑΡΤΖΗ

Ο Τούρκος ΥΠΕΞ, Μεβλούτ Τσαβούσογλου, δήλωσε πως «στις διερευνητικές επαφές θα συζητήσουμε όσα συζητήσαμε στις 60 συναντήσεις», ενώ υπογράμμισε ότι «στο πλαίσιο αυτό δεν υπάρχει μόνο το θέμα των θαλάσσιων περιοχών ευθύνης». Βάσει των δηλώσεων του κ. Τσαβούσογλου, πιστεύετε ότι η τουρκική πλευρά πηγαίνει στις διερευνητικές για να κερδίσει όσα περισσότερα μπορεί;

Οι διερευνητικές επαφές προετοιμάζουν το έδαφος για τις
διαπραγματεύσεις. Δεν είναι οι διαπραγματεύσεις. Η Ελλάδα, με όλες τις ελληνικές κυβερνήσεις έχει σαφώς ορίσει ότι προσέρχεται στις διερευνητικές προκειμένου να συζητήσει τη μοναδική διαφορά προς επίλυση: τον καθορισμό της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης και της Υφαλοκρηπίδας. Δεν έχει λοιπόν να φοβηθεί τίποτα από κανέναν Τσαβούσογλου. Διακόσια χρόνια ελεύθερου πολιτικού βίου -με πολεμικές αναμετρήσεις αλλά και μεγάλες περιόδους ειρήνης- της προσφέρουν την αυτοπεποίθηση να μπορεί να επιβάλλει όρους ειρήνης για την επίλυση διαφορών, χωρίς να ξεχνά ότι μπορεί να προστατεύσει την κυριαρχία και τα κυριαρχικά της δικαιώματα.

Σε τι πραγματικά προσβλέπει η τουρκική πλευρά, τόσο στις
προσεχείς επαφές, όσο και στο επόμενο διάστημα;

Η εύκολη απάντηση θα ήταν ότι η Τουρκία προσπαθεί να κάνει ελιγμούς προκειμένου να αποφύγει τις κυρώσεις ή λόγω της αλλαγής Προέδρου των ΗΠΑ κ.λπ. Δεν είναι όμως μόνο τόσο απλά τα πράγματα. Σε ένα τοπίο κινούμενης άμμου, όπως είναι η περιοχή μας αλλά και η διεθνής κατάσταση, οι λεονταρισμοί της Τουρκίας και η ακραία επιθετικότητα του καθεστώτος Ερντογάν είναι παράγοντες αποσταθεροποίησης. Η Τουρκία πυροδοτεί περισσότερες εστίες ανάφλεξης από όσες μπορεί να αντέξει η καταταλαιπωρημένη νοτιοανατολική Μεσόγειος. Η Ελλάδα
λοιπόν με τις διερευνητικές επαφές μπορεί να θέσει το πρώτο ανάχωμα ειρήνης. Να υποχρεώσει την Τουρκία (όποιες κι αν είναι οι προθέσεις της) να συνομιλήσει σύμφωνα με τις αρχές του διεθνούς δικαίου και του Δικαίου της Θάλασσας, με ορίζοντα τη Χάγη. Αυτές οι διερευνητικές επαφές, που πρέπει να έχουν ως μοναδικό, επίμονο και συνεπή στόχο την επίλυση της διαφοράς, μπορεί να δημιουργήσουν μια σημαντική δυναμική: την εξουδετέρωση των εντάσεων και της απειλής πολέμου.
Από την άλλη μεριά, είναι σημαντικό σε εσωτερικό επίπεδο, η στρατηγική βάθους στην οποία θα εντάσσονται και οι διερευνητικές να καθορισθεί με όρους δημοκρατικής διαβούλευσης, και όχι με όρους κινητοποίησης -όποτε και όσο χρειάζεται στην κυβέρνηση- εθνικιστικών και διχαστικών εξάρσεων (τα ζήσαμε με το Μακεδονικό). Είναι γνωστό γενικώς ότι η Δεξιά μονοπωλεί το εθνικό συμφέρον -το θεωρεί αποκλειστικό της δικαίωμα- και το προσαρμόζει όπως θεωρεί ωφέλιμο κάθε φορά. Η προσπάθεια όμως για ειρήνη έχει τη σημαντικότερη προϋπόθεση: δημοκρατία στο εσωτερικό και όχι «κλειστά δωμάτια» στο εξωτερικό.

Μπορούν οι διερευνητικές επαφές να αλλάξουν την υπάρχουσα
κατάσταση στη ΝΑ Μεσόγειο;

Οι διερευνητικές επαφές από μόνες τους δεν θα αλλάξουν την υπάρχουσα κατάσταση. Για να αλλάξει η υπάρχουσα κατάσταση η ΕΕ πρέπει να αποσαφηνίσει το θεσμικό πλαίσιο κανόνων που διέπει τις σχέσεις της με την Τουρκία. Αυτοί οι κανόνες θα απελευθερώσουν δημοκρατικές δυνάμεις και μέσα στην Τουρκία. Το «παζάρι» κρατών-μελών της ΕΕ με τον κ. Ερντογάν δεν βοηθά κανέναν, ούτε στην Τουρκία ούτε στην περιοχή. Από την άλλη μεριά, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε πλέον όλοι ότι η επίλυση του Κυπριακού στη βάση της δικοινοτικής, διζωνικής ομοσπονδίας αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα κλειδιά (τουλάχιστον
σε ό,τι μας αφορά) για την ειρήνη στην ευρύτερη περιοχή. Η λύση των δύο κρατών δεν αποτελεί λύση.

Σχετίζονται οι επαφές με το εσωτερικό της Τουρκίας; Σε ποιο
βαθμό η εξωτερική πολιτική της Άγκυρας στην παρούσα φάση
«σέρνεται» πίσω από τις εξελίξεις στο εσωτερικό της χώρας;

Ο Πρόεδρος Ερντογάν και το αυταρχικό καθεστώς που έχει «στήσει» πιέζεται τόσο στο κοινωνικο-οικονομικό όσο και στο πολιτικό επίπεδο. Η εξωτερική πολιτική που ασκεί -παρεμβατική, επιθετική και αλλοπρόσαλλη- είναι πηγή αστάθειας για όλη την περιοχή. Το αυταρχικό καθεστώς του Ερντογάν προσπάθησε να συσπειρώσει γύρω του «το έθνος που απειλείται από εξωτερικούς εχθρούς». Αυτό το βολικό ωστόσο σχήμα του «έθνους υπό απειλή» δεν μπορεί πλέον να καλύψει την εσωτερική πολιτική ακραίας καταπίεσης, φτωχοποίησης και περιθωριοποίησης μεγάλων τμημάτων της κοινωνίας. Η τουρκική κοινωνία δεν φαίνεται πια διατεθειμένη να παίξει το παιχνίδι «πολέμων μνήμης» του Ερντογάν (οθωμανικό μεγαλείο, δυτικοί εχθροί, μουσουλμανικό έθνος κ.λπ.). Η ειρήνη και η δημοκρατία είναι μονόδρομος για την Τουρκία. Για τον κ. Ερντογάν βεβαίως και το αυταρχικό καθεστώς του είναι αμφίβολο.
Ένα αυταρχικό και διεφθαρμένο καθεστώς αναπαράγεται μόνο μέσα από διχασμούς και ακραίο εθνικισμό. Ο τραμπισμός κάτι μας δίδαξε.

Ράνια Σβίγκου: «Με ευθύνη Κ. Μητσοτάκη δεν υπήρξε προσπάθεια για κοινή γραμμή»

Πώς σχολιάζετε την έναρξη των διερευνητικών επαφών μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας; Μπορεί να οδηγήσει και σε διάλογο;

Ακόμα και στις μεγαλύτερες στιγμές έντασης με τη γειτονική χώρα, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ επεδίωξε ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας στο πιο υψηλό επίπεδο, ενώ στήριξε την επανέναρξη των διερευνητικών και την επανεκκίνηση του διαλόγου ΜΟΕ. Την ίδια στάση ευθύνης κρατάμε και από τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ στηρίζει την επανέναρξη των διερευνητικών επαφών, χωρίς μισόλογα και υπεκφυγές.
Ένας διάλογος, βέβαια, για να είναι βιώσιμος οφείλει να βασίζεται στο σεβασμό του διεθνούς δικαίου και της διεθνούς νομιμότητας, και όχι σε προκλητικές κινήσεις, σε απειλές, και σε προβολές ισχύος. Ας μην ξεχνάμε ότι καθ’ όλη τη διάρκεια του 2020, είχαμε μια σειρά από τουρκικές προκλητικές ενέργειες, οι οποίες αντιμετωπίστηκαν από την ελληνική κυβέρνηση με παλινωδίες και αντιφάσεις. Δυστυχώς, δεν υπάρχουν αυτή τη στιγμή σαφείς εγγυήσεις από τη γείτονα, για τη βιωσιμότητα του διαλόγου αν λάβουμε μάλιστα υπόψιν και πρόσφατες δηλώσεις Τούρκων αξιωματούχων. Κι εδώ έχει ευθύνες και η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη, η οποία δεν συνέχισε την ενεργητική και πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ.

Ποια στάση κατά τη γνώμη σας θα πρέπει να κρατήσει η Ελλάδα στις διερευνητικές επαφές και προς τα πού πρέπει να στοχεύσει;

Είναι κρίσιμο να πάμε σε ένα διάλογο ουσιαστικό, και όχι προσχηματικό, «για τα μάτια του κόσμου», της Ε.Ε. ή των ΗΠΑ, με σκοπό μια έντιμη συμφωνία, στη βάση του διεθνούς δικαίου, είτε διμερώς είτε με προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Κρίσιμη είναι, βέβαια, και η ατζέντα των διερευνητικών, στην οποία δεν μπορούν να τεθούν ζητήματα δήθεν «γκρίζων ζωνών» ή αποστρατιωτικοποίησης νησιών. Έχουμε επισημάνει ότι ο νέος γύρος των διερευνητικών θα πρέπει να αρχίσει από κει που σταμάτησε ο προηγούμενος, με ευθύνη της Τουρκίας, το 2016,
και σε αυτές δεν πρέπει να εμπλακεί το ΝΑΤΟ ή άλλες δυνάμεις.
Εδώ όμως οφείλω να κάνω κι ένα ακόμα σχόλιο. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, όπως και τα υπόλοιπα κόμματα της αντιπολίτευσης, δεν έχουν καμία εικόνα ούτε για την ατζέντα, ούτε για τους στόχους της κυβέρνησης, ή την τακτική που θα ακολουθήσει στις διερευνητικές. Κι αυτό, από μόνο του, είναι ιδιαίτερα προβληματικό. Με ευθύνη του κ. Μητσοτάκη δεν έχει υπάρξει καν προσπάθεια για την επίτευξη μιας κοινής γραμμής, όχι μόνο ως προς αυτό, αλλά και γενικότερα, στην εξωτερική πολιτική. Υπάρχει κενό πληροφόρησης, των πολιτικών κομμάτων, αλλά και των πολιτών. Η ενημέρωση, ιδίως σε ό,τι αφορά τα ελληνοτουρκικά, και ακόμα περισσότερο, ενόψει της έναρξης ενός διαλόγου, είναι ένα πολύ σημαντικό ζήτημα. Διότι, μια ουσιαστική και εις βάθος συζήτηση μέσα στην κοινωνία, χωρίς εθνικιστικές κραυγές και κατηγορίες περί μειοδοσίας, αποτελεί μια απαραίτητη προϋπόθεση και για μια αποτελεσματική και
ρεαλιστική διαπραγμάτευση. Κυρίως, όμως, υπάρχει μια προφανής έλλειψη μιας συνολικής στρατηγικής της κυβέρνησης της ΝΔ, στην εξωτερική πολιτική, μια νοοτροπία του «βλέποντας και κάνοντας», ένα πλήθος αντιφατικών και αλληλοσυγκρουόμενων κινήσεων και
δηλώσεων, αλλά και μια υπερεπένδυση σε κινήσεις επικοινωνιακού χαρακτήρα, που στοχεύουν σε ένα εσωτερικό ακροατήριο.

Ποια αναμένεται να είναι η στάση της ΕΕ απέναντι στην Τουρκία; Το προσφυγικό ζήτημα επηρεάζει την ΕΕ ως προς τη στάση της;

Έχουμε τονίσει τη σημασία του ευρωτουρκικού διαλόγου από τον οποίο η ελληνική κυβέρνηση απουσίαζε εντελώς. Η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη άργησε 8 μήνες να ζητήσει κυρώσεις, και όταν το έκανε δεν τις διεκδίκησε δυναμικά, ενώ, όχι μόνο δεν πρωταγωνίστησε, αλλά ούτε καν συμμετείχε στον ευρωτουρκικό διάλογο, ο οποίος ξεκίνησε τον περασμένο Μάρτιο. Αυτή η απουσία είχε ως αποτέλεσμα η Ελλάδα να μη συνεισφέρει τίποτα σε ένα ενδεχόμενο νέο ευρωτουρκικό πλαίσιο, το οποίο ενδέχεται να διαμορφωθεί, οπότε αυτό δεν προβλέπει τίποτα αναφορικά με το
ζήτημα των κυρώσεων.
Όμως και η ΕΕ δεν είναι διόλου άμοιρη ευθυνών, διότι αντί να συμβάλλει δυναμικά στη δημιουργία κλίματος σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή, επέλεξε τον εύκολο δρόμο. Επέλεξε ως τώρα τη διατήρηση των διμερών ισορροπιών με την Τουρκία, καθώς και τη διατήρηση ενός χαμηλής έντασης ευρωτουρκικού διαλόγου με χαμηλές προσδοκίες, αντί να πάρει πρωτοβουλίες και να πρωταγωνιστήσει σε μια διαδικασία αποκλιμάκωσης της έντασης, και προώθησης της ειρήνης και συνεργασίας στην περιοχή. Προτίμησε, δηλαδή, τη διαιώνιση μιας κατάστασης και τη μη επίλυση κανενός ζητήματος. Δεν είναι μόνο το προσφυγικό ή οι διμερείς οικονομικές σχέσεις και τα οικονομικά συμφέροντα πολλών κρατών-μελών της με την Τουρκία. Οφείλεται και στη γενικότερη, και πολύ σημαντική, απουσία μιας κοινής εξωτερικής πολιτικής της Ε.Ε. Είναι ενδεικτικό το ότι στην τελευταία Σύνοδο Κορυφής ανέβαλλε την οποιαδήποτε απόφασή της, αναμένοντας τη στάση της νέας ηγεσίας των ΗΠΑ.

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy