Η διεθνής οικονομική ανάλυση του 2022 – Πανδημία, πόλεμος στην Ουκρανία προκαλούν διαδοχικά σοκ

Στην ανατολή του 2022, με την παγκόσμια οικονομία να προσπαθεί να βρει τον βηματισμό της μετά το σοκ της πανδημίας του Covid-19, ένα μη αναμενόμενο γεγονός, η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, ήρθε να ανατρέψει τα πάντα, φέρνοντας τον πλανήτη ενώπιον ενός εκρηκτικού κοκτέιλ κινδύνων.

Καθώς ο κόσμος, υποβοηθούμενος από την παγκόσμια εκστρατεία των εμβολιασμών, άφηνε πίσω του την πανδημία, οικονομολόγοι ανά το παγκόσμιο εκτιμούσαν ότι η άνοδος του πληθωρισμού θα ήταν μεταβατική (transitory) λόγω της ασυμμετρίας μεταξύ της ζήτησης και της προσφοράς. Η προσφορά είχε μείνει πίσω λόγω των lockdown, ενώ ταυτόχρονα οι εγκλεισμοί σε πολλές περιπτώσεις οδήγησαν σε αυξημένη ζήτηση που είχε εγκλωβιστεί λόγω των περιορισμών (pent-up demand). Ωστόσο, ο πόλεμος στην Ουκρανία και το συνακόλουθο ενεργειακό σοκ ήρθε να εδραιώσει τον εξαιρετικά υψηλό πληθωρισμό, φέρνοντας νέα σύννεφα στον παγκόσμιο οικονομικό ορίζοντα.

«Πάμε από σοκ σε σοκ», είχε δηλώσει χαρακτηριστικά η επικεφαλής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα, ανοίγοντας την ετήσια συνάντηση του ΔΝΤ με την Παγκόσμια Τράπεζα.

Οικονομική επιβράδυνση και πληθωρισμός

Σύμφωνα με το World Economic Outlook του ΔΝΤ, η παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη από το 6% του 2021 θα υποχωρήσει στο 3,2% φέτος και θα μειωθεί περαιτέρω στο 2,7% το 2023, στον χειρότερο ρυθμό ανάπτυξης από το 2001, εξαιρουμένης της κρίσης του 2008 και της «βουτιάς» κατά την κρίση του Covid-19 το 2020. Παράλληλα, ο παγκόσμιος ρυθμός του πληθωρισμού από το 4,7% το 2021 θα εκτοξευτεί στο ιστορικό 8,8% το 2022 για να επιβραδυνθεί στο 6,5% το 2023.

Ίσως το μεγαλύτερο σοκ στην παγκόσμια οικονομία ήταν η αύξηση των τιμών. Ενώ τα επίμονα προβλήματα στις εφοδιαστικές αλυσίδες είχαν ήδη θέσει τον πληθωρισμό σε ανοδική πορεία, η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία τροφοδότησε περαιτέρω τον πληθωρισμό, ο οποίος σύμφωνα με το ΔΝΤ έφτασε σε υψηλά σημεία δεκαετιών. Ταυτόχρονα, ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι συνακόλουθες κυρώσεις αφαίρεσαν από την παγκόσμια αγορά δύο βασικές πηγές πρώτων υλών, τη Ρωσία και την Ουκρανία, εκτοξεύοντας τις τιμές σε πρώτες ύλες, όπως τα σιτηρά. Βέβαια με την επιβράδυνση της οικονομίας, είναι φυσικό να υποχωρήσει και ο πληθωρισμός, αλλά οι προκλήσεις ειδικά για τις κυβερνήσεις είναι η αντιμετώπιση των προβλημάτων διαβίωσης των πολιτών τους, τα οποία φαίνεται ότι θα παραμείνουν.

Η κρίση στην Ευρώπη

Ο μεγαλύτερος «χαμένος» του πολέμου στην Ουκρανία φαίνεται να είναι η Ευρώπη και δη η ευρωζώνη, όπου, με βάση το ΔΝΤ, ο ρυθμός ανάπτυξης θα επιβραδυνθεί στο 3,1% φέτος (από 5,2% το 2021), ενώ το 2023 περιορίζεται στο μόλις 0,5%. Με την ισοτιμία του ευρώ να υποχωρεί σε ιστορικά χαμηλά, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ρίχνει περαιτέρω τις δικές της προβλέψεις στο 0,3% τόσο για την ΕΕ όσο και τις χώρες της ευρωζώνης το 2023.

Το μεγαλύτερο κτύπημα για την ΕΕ ήρθε από την αναταραχή στις τιμές της ενέργειας και ειδικότερα του φυσικού αερίου, οι οποίες τετραπλασιάστηκαν λόγω της εξάρτησης από το ρωσικό φυσικό αέριο.

Η ροή φυσικού αερίου από τη Ρωσία στην Ευρώπη μειώθηκε το 2022 πάνω από 80%, με το ΔΝΤ να προειδοποιεί ότι η Ευρώπη μπορεί να βιώσει τον πρώτο της χειμώνα χωρίς ρωσικό αέριο, διακινδυνεύοντας ακόμη υψηλότερες τιμές στην ενέργεια και μεγάλη ύφεση.

Oι τιμές του φυσικού αερίου στο ολλανδικό TTF από τα €73/μεγαβατώρα στα οποία κυμαινόταν δέκα μέρες πριν το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία, εκτοξεύτηκαν φτάνοντας μέχρι και τα €340 τον Αύγουστο του 2022, όταν η Gazprom έκλεισε για συντήρηση τον Nordstream 1, για να υποχωρήσουν σήμερα στα €140. Οι τιμές της ενέργειας αποτελούν πέραν του ενός τρίτου της αύξησης του δείκτη τιμών καταναλωτή στη Γηραιά Ήπειρο.

Για να προλάβει τα χειρότερα, η ΕΕ έθεσε ως ελάχιστο στόχο την αποθήκευση φυσικού αερίου στο 85% μέχρι το τέλος του 2022, ενώ τον Νοέμβριο το μέσο επίπεδο αποθήκευσης αερίου μεταξύ των κρατών μελών ήταν πάνω από 94,8%, κάτι που οδήγησε σε μερική αποκλιμάκωση των τιμών. Επιπλέον, λαμβάνει μία σειρά από μέτρα προκειμένου να αντιμετωπίσει από τη μια τις ψηλές τιμές στην ενέργεια και από την άλλη να διασφαλίσει την ενεργειακή επάρκεια, εν όψει ενός χειμώνα που αναμενόταν δύσκολος.

Στην προσπάθειά τους να διαφοροποιήσουν την προμήθεια αερίου, οι ευρωπαϊκές χώρες συνάπτουν συμφωνίες για εισαγωγή υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) από τρίτες χώρες. Ωστόσο κάτι τέτοιο χρειάζεται υποδομές, ενώ και το κόστος αγοράς και μεταφοράς LNG είναι αυξημένο. Πάντως, η ΙΕΑ προειδοποιεί ότι σε περίπτωση πλήρους διακοπής της παροχής ρωσικού φυσικού αερίου μέσω αγωγών προς την ΕΕ και της ανάκαμψης των εισαγωγών LNG από την Κίνα στα επίπεδα του 2021, η Ευρώπη θα μπορούσε να αντιμετωπίσει ένα κενό μεταξύ ζήτησης και προμήθειας περίπου 30 δισ. κυβικά μέτρα κατά την περίοδο της αναπλήρωσης των αποθεμάτων της το καλοκαίρι του 2023, προειδοποιώντας για έναν πολύ χειρότερο χειμώνα το 2024.

Το τέλος των χαμηλών ή αρνητικών επιτοκίων

Σε αυτό το πλαίσιο, οι Κεντρικές Τράπεζες ανά τον κόσμο εισήλθαν σε μια πορεία αύξησης των βασικών τους επιτοκίων, προκειμένου να τιθασεύσουν τον καλπάζοντα πληθωρισμό. Όπως είχε δηλώσει η Κριστίν Λαγκάρντ, πρέπει να περιοριστεί η ζήτηση έτσι ώστε να επιβραδυνθεί ο πληθωρισμός και να επιστρέψει στον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%, παρά το ότι ο περιορισμός της ρευστότητας θα φρενάρει την οικονομική δραστηριότητα.

Η ΕΚΤ εισήλθε τον Ιούλιο του 2022 στην πρώτη αύξηση των επιτοκίων έπειτα από 11 χρόνια και μέχρι τώρα προχώρησε σε αύξηση των βασικών επιτοκίων κατά 250 μονάδες βάσης και έπεται συνέχεια.

«Η εποχή του φθηνού χρήματος, της φθηνής ενέργειας και του φθηνού εργατικού δυναμικού έχει τελειώσει», δήλωσε ο γενικός διευθυντής της νομισματικής αρχής της Σιγκαπούρης Ραβί Μένον.

Κρίση χρέους στον ορίζοντα;

Στο εκρηκτικό κοκτέιλ της επόμενης χρονιάς εισέρχεται και η πρόκληση του χρέους, τόσο του ιδιωτικού (νοικοκυριά και επιχειρήσεις) όσο και για τους δημόσιους φορείς. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΔΝΤ, μπορεί το χρέος ως ποσοστό του παγκοσμίου ΑΕΠ να υποχώρησε στο 247% το 2021, ωστόσο σε απόλυτους αριθμούς το χρέος συνέχισε να αυξάνεται – αν και με μικρότερο ρυθμό – φτάνοντας στα 235 τρισ. δολάρια, που είναι επίπεδο ρεκόρ.

Η διαχείριση των υψηλών επιπέδων χρέους θα καταστεί ολοένα και πιο δύσκολη αν οι οικονομικές προοπτικές συνεχίζουν να επιδεινώνονται και αν το κόστος δανεισμού αυξηθεί περαιτέρω. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, μπορεί ο υψηλότερος πληθωρισμός να βοηθά στη μείωση του δείκτη χρέους, αφού ο παρονομαστής είναι το ονομαστικό ΑΕΠ, ωστόσο αν ο πληθωρισμός παραμείνει επίμονα υψηλός οι προκλήσεις θα αυξηθούν λόγω πιέσεων, για παράδειγμα σε υψηλότερους μισθούς, ενώ οι επενδυτές θα απαιτούν μεγαλύτερα περιθώρια για να δανείσουν τόσο τα κράτη όσο και τις επιχειρήσεις. Συνεπώς οι πιο αδύναμες προοπτικές και η πιο σφιχτή νομισματική πολιτική απαιτεί σύνεση στη διαχείριση του χρέους και στην δημοσιονομική πολιτική, σημειώνει το ΔΝΤ.

Κίνα: η πολιτική των μηδέν κρουσμάτων Covid

Η πανδημία του κορωνοϊού, που ξεκίνησε από την Κίνα στο τέλος του 2019, εξακολούθησε να έχει σοβαρό οικονομικό αντίκτυπο στη χώρα κατά το 2022, κυρίως εξαιτίας της πολιτικής της χώρας για «μηδενικό κορωνοϊό». Την ώρα που οι υπόλοιπες αγορές άνοιγαν σταδιακά με την υποχώρηση των κρουσμάτων, η Κίνα, που θεωρείται από πολλούς το «παγκόσμιο εργοστάσιο», επέμενε σε αυστηρά περιοριστικά μέτρα, με συνέπειες στο παγκόσμιο εμπόριο.

Η επιμονή του Πεκίνου να διατηρήσει την αυστηρή πολιτική του με έκτακτα lockdown και ταξιδιωτικούς περιορισμούς, κυρίως στις μεγάλες πόλεις, όπως η Σαγκάη, το Σενζέν και το Πεκίνο, ανάγκασαν μεγάλες διεθνείς εταιρείες να διαφοροποιήσουν το ποσοστό δραστηριοποίησής τους στην Κίνα ή ακόμα και να αποχωρήσουν από την κινεζική αγορά.

Με το ΑΕΠ της Κίνας να αναλογεί στο 18,5% της παγκόσμιας παραγωγής και τις προβλέψεις του ΔΝΤ για ρυθμό ανάπτυξης για το 2022 να πέφτουν πάνω από μία μονάδα μέσα σε έξι μήνες, από 4,4% τον Απρίλιο του 2022 σε 3,2% τον Οκτώβριο, οι επιπτώσεις της πολιτικής μηδενικού κορωνοϊού στην παγκόσμια οικονομία αναμένονται σημαντικές.

Οικονομικός πόλεμος και αποπαγκοσμιοποίηση;

«Με την ασφάλεια να παίζει πιο καθοριστικό ρόλο στη συγκέντρωση κεφαλαίου και επενδύσεων παρά μέχρι τώρα το φθηνό εργατικό δυναμικό», όπως είπε κατά την παρουσίαση του προϋπολογισμού ο Υπουργός Οικονομικών, Κωνσταντίνος Πετρίδης, η αβεβαιότητα που παρουσιάζει η αγορά της Κίνας, συμβάλλει στις εντάσεις του ήδη υπάρχοντος οικονομικού πολέμου ανάμεσα σε ΗΠΑ και Κίνα, προωθώντας την αποπαγκοσμιοποίηση.

Η πανδημία προκάλεσε μεγάλες καθυστερήσεις στις μεταφορές, διακοπές στις εφοδιαστικές αλυσίδες και, με την πολιτική του μηδενικού κορωνοϊού, διακοπές στην παραγωγή, με αποτέλεσμα στις ΗΠΑ να αυξάνονται οι φωνές που καλούν σε επαναπατρισμό της παραγωγής, αφού κρίνουν ότι τα πλεονεκτήματα από μια τέτοια κίνηση θα υποσκελίσουν την αύξηση του εργατικού κόστους.

Επιπλέον, προσπαθώντας να χαλιναγωγήσουν τον ψηλό πληθωρισμό, οι ΗΠΑ πέρασαν το Inflation Reduction Act, που, μεταξύ άλλων, δίνει δισεκατομμύρια δολάρια σε επιδοτήσεις για πράσινη ανάπτυξη. Σε μια εποχή που η Ευρώπη πληρώνει το κόστος του πολέμου στην Ουκρανία με τις ψηλές τιμές ενέργειας, η Ευρώπη βλέπει τα μέτρα για τη μείωση του πληθωρισμού στις ΗΠΑ ως προστατευτισμό και αθέμιτο ανταγωνισμό.

Η διάσπαση της παγκόσμιας οικονομίας μπορεί να οδηγήσει σε ανταγωνισμό και ΕΕ-ΗΠΑ, θρυμματίζοντας την παγκόσμια οικονομία πέρα από το δίπολο Κίνας-Δύσης. Ο ΓΔ του ΠΟΕ εκτιμά ότι αν σπάσει η παγκόσμια οικονομία, αναμένεται να μειωθεί το παγκόσμιο ΑΕΠ κατά 5% μακροπρόθεσμα.

Η πρόκληση της κλιματικής κρίσης

Πέρα από αυτά, και η κλιματική κρίση γίνεται πεδίο παγκόσμιου οικονομικού ανταγωνισμού. Στην τελευταία σύνοδο του ΟΗΕ για το κλίμα COP27, η Κίνα προσπαθούσε να αποφύγει τη συμπερίληψή της στις χώρες που θα «πλήρωναν» για ζημιές που προκαλούνται εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής σε αναπτυσσόμενες χώρες, παρόλο που η ίδια είναι υπεύθυνη σήμερα για μεγάλο μέρος των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.

Η κλιματική κρίση είναι παράγοντας που οι παγκόσμιοι χρηματοοικονομικοί οργανισμοί δίνουν αυξανόμενη σημασία, καθώς προκαλεί ανθρωπιστικές κρίσεις στα φτωχότερα κράτη του πλανήτη, αυξάνοντας, μεταξύ άλλων και τις μεταναστευτικές ροές.

Στις αναπτυγμένες χώρες, και εν μέσω ενεργειακής κρίσης εξαιτίας του πολέμου στην Ουκρανία, το ερώτημα είναι αν το μεσοπρόθεσμο κόστος της επένδυσης για την πράσινη μετάβαση θα ανατρέψει τους σχεδιασμούς για απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα, ή αν το παράδειγμα των συνεπειών της εξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα θα δώσει την ώθηση για επένδυση σε ΑΠΕ και ολοκλήρωση της πράσινης μετάβασης.

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy