Δήμητρα Κογκίδου: Οι κόκκινες γραµµές των ΜΜΕ στην αναπαραγωγή έµφυλης βίας

  • Ο τρόπος µε τον οποίο διαχειρίζονται τα ΜΜΕ τα περιστατικά  έµφυλης βίας αντικατοπτρίζει το πώς η κοινωνία κατανοεί το φαινόµενο
  • Αν ο λόγος των ΜΜΕ επαναθυµατοποιεί, τότε ενισχύεται στην κοινωνία το αίσθηµα της απουσίας αποτελεσµατικής προστασίας όσων υπέστησαν βία και αυτό αναστέλλει τις καταγγελίες ανάλογων περιστατικών
  • Στις περιπτώσεις γυναικοκτονίας θα πρέπει να αναδεικνύεται ότι το φύλο του θύµατος ήταν το κυρίαρχο κριτήριο στην επιτέλεση της ανθρωποκτονίας και ότι τα αίτια είναι συστηµικά/κοινωνικά
  • Το αισιόδοξο είναι ότι τα τελευταία χρόνια υπάρχουν περισσότερες διαµαρτυρίες από άτοµα αλλά και συλλογικότητες που καταδικάζουν πρακτικές επανατραυµατισµού των θυµάτων ή έκθεσής τους από ΜΜΕ

Ολα όσα αφορούν την έµφυλη βία κατά καιρούς εντοπίζονται και καταγράφονται. Από την κάλυψη της είδησης µέχρι την ανταπόκριση των αρµόδιων υπηρεσιών, από τη στήριξη από το ευρύτερο οικογενειακό περιβάλλον µέχρι την εκπαίδευση για το τι σηµαίνει βία, από τα νοµοθετήµατα µέχρι αυτά να γίνουν πράξη, από τις ποινές στους θύτες µέχρι τη συγκάλυψη των εγκληµάτων τους. Και η ευθύνη όλων, ιδιαίτερα της Πολιτείας, για την παραγωγή και αναπαραγωγή της βίας κατά των γυναικών -των κακοποιήσεων, των γυναικοκτονιών, των βιασµών, της σιωπής, της συγκάλυψης και της άρνησης προστασίας- είναι µεγάλη.

 

Της  Ελένης Κωνσταντίνου

Η έµφυλη βία είναι, δυστυχώς, µία θλιβερή πραγµατικότητα. Και η ανάγκη λήψης ουσιαστικών µέτρων από την Πολιτεία, έτσι ώστε πολλές γυναίκες στην Κύπρο να πάψουν να ζουν υπό καθεστώς φόβου, είναι πιεστική.

Αναντίλεκτα, ιδιαίτερη ευθύνη έχουν και οι δηµοσιογράφοι να προβάλλουν σωστά τα περιστατικά έµφυλης βίας, αποφεύγοντας την επαναθυµατοποίηση και τα κοινωνικά στερεότυπα και αναδεικνύοντας τις βασικές αιτίες που προκαλούν αυτά τα φαινόµενα, όπως είναι η φτώχεια και η έλλειψη εκπαίδευσης, αστυνοµικής προστασίας και υπηρεσιών πρόνοιας.

Ερωτηθείσα σχετικά µε το θέµα αυτό η ∆ήµητρα Κογκίδου, καθηγήτρια στο Παιδαγωγικό Τµήµα ∆ηµοτικής Εκπαίδευσης ΑΠΘ και συντονίστρια του ∆ικτύου των Επιτροπών Ισότητας των Φύλων στα ΑΕΙ, επισηµαίνει πως ο τρόπος µε τον οποίο διαχειρίζονται τα ΜΜΕ τις υποθέσεις  έµφυλης βίας αντικατοπτρίζει σε γενικές γραµµές τις κυρίαρχες αντιλήψεις για τα θέµατα αυτά, πώς δηλαδή η κοινωνία κατανοεί το φαινόµενο.

«Το αισιόδοξο στοιχείο είναι ότι τα τελευταία χρόνια αυξήθηκαν οι διαφορετικές φωνές κάλυψης αυτών των θεµάτων στα ΜΜΕ και ότι υπάρχει γενικότερα µεγαλύτερη ευαισθησία στον τρόπο διαχείρισής τους. Επίσης, στις περιπτώσεις που ο λόγος των ΜΜΕ επανατραυµατίζει τα θύµατα, ή υπάρχει διάχυση προσωπικών και ευαίσθητων δεδοµένων, ή θίγεται η προσωπικότητα και η αξιοπρέπειά τους, υπάρχουν πλέον περισσότερες διαµαρτυρίες από άτοµα αλλά και συλλογικότητες που καταδικάζουν αυτές τις πρακτικές και ζητούν ουσιαστική προστασία των ατόµων που επιζούν της έµφυλης βίας».

Όπως επισηµαίνει η ∆ήµητρα Κογκίδου, υπάρχει µια κόκκινη γραµµή που οφείλουν να µην υπερβούν τα ΜΜΕ, καθώς επιβαρύνουν ακόµα περισσότερο τα άτοµα που επέζησαν της βίας στην πιο ευάλωτη, µάλιστα, χρονική περίοδο για τα ίδια και τις οικογένειές τους.

Επιπλέον, αν ο λόγος των ΜΜΕ επαναθυµατοποιεί, τότε ενισχύεται στην κοινωνία το αίσθηµα της απουσίας αποτελεσµατικής προστασίας όσων υπέστησαν βία και αυτό αναστέλλει τις καταγγελίες ανάλογων περιστατικών.

«Στην κάλυψη των περιστατικών έµφυλης βίας από τα ΜΜΕ δεν λείπουν οι περιπτώσεις όπου µετατίθεται η ενοχή και η ευθύνη της βίας στα ίδια τα θύµατα (victim blaming) και υπάρχει σχετική δικαιολόγηση του δράστη -«μήπως φλέρταρε;» «τον προκάλεσε;» «τι φορούσε;» «γιατί είχε πιεί;»

Αυτά δεν αποτελούν εν δυνάµει ενοχοποιητικά στοιχεία και θα πρέπει να αποτελούν κόκκινη γραµµή, καθώς αναπαράγουν την κουλτούρα του βιασµού. Αναπαραγωγή της κουλτούρας του βιασµού από τα ΜΜΕ είναι και όταν κάνουν χιούµορ για τα θέµατα αυτά ή όταν ασχολούνται κυρίως µε τις επιπτώσεις που έχει στη ζωή διάσηµων ατόµων η διάπραξη κακοποιητικών πράξεων αγνοώντας τις επιπτώσεις στα θύµατα κ.ά.

Αντί να προωθούν τα ΜΜΕ την κουλτούρα του βιασµού, µπορούν να συµβάλουν να εγχαραχθεί στην κοινωνική συνείδηση ότι η ελεύθερη συναίνεση είναι υποχρεωτική -κάθε φορά- και ότι οτιδήποτε στη σεξουαλική δραστηριότητα δεν εµπεριέχει την ελεύθερη συναίνεση του υποκειµένου είναι βιασµός».

Ειδικότερα σε ό,τι αφορά την περίπτωση των γυναικοκτονιών, που είναι η ακραία µορφή έµφυλης βίας, η ∆ήµητρα Κογκίδου αναφέρει πως στα θετικά καταγράφεται το γεγονός ότι µετά την αρχική αµηχανία και  αµφισβήτηση της εγκυρότητας του όρου «γυναικοκτονία» στον δηµόσιο λόγο, στη συνέχεια άρχισε να χρησιµοποιείται πολύ πιο συχνά στα ΜΜΕ. «Είναι ένα σηµαντικό βήµα η σωστή αποτύπωση και ο σαφής χαρακτηρισµός τους ως γυναικοκτονίες, καθώς συµβάλλει στην ορατότητα του φαινοµένου και αναδεικνύει ότι πρόκειται και για ένα έµφυλο έγκληµα».

Επίσης, αναφέρει πως σηµαντικός είναι ο ρόλος των ΜΜΕ, πέρα από τη χρήση του όρου και στον τρόπο κάλυψης µιας γυναικοκτονίας, που συχνά γίνεται σκόπιµα µε εµπορικά κυρίως κριτήρια, ακόµα και σκανδαλοθηρικά -το ίδιο ισχύει και σε άλλες περιπτώσεις έµφυλης βίας. Σηµειώνει ότι ακόµα και σήµερα οι γυναικοκτονίες µπορεί να σχολιασθούν ορισµένες φορές στα ΜΜΕ ως «οικογενειακές τραγωδίες» (σαν να πρόκειται για το θάνατο µελών µιας οικογένειας σε τροχαίο ή σε φυσική καταστροφή), ως «κακές στιγµές», ως «εγκλήµατα πάθους».

«Είναι κόκκινη γραµµή να µην αναπαράγουµε αυτούς τους µύθους. Κατά τη δηµοσιογραφική κάλυψη η γυναικοκτονία είναι σκόπιµο να ενταχθεί σε ένα πλαίσιο, όπου θα αναδειχθεί µε όλους τους δυνατούς τρόπους ότι το φύλο του θύµατος ήταν το κυρίαρχο κριτήριο στην επιτέλεση της ανθρωποκτονίας, η οποία λειτουργεί συνήθως ως τιµωρητική πράξη και ότι τα αίτια είναι συστηµικά/κοινωνικά, κοινό υπόβαθρο των οποίων είναι οι βαθιά εµπεδωµένες στην κοινωνία πατριαρχικές αντιλήψεις».

Αξιοσηµείωτη είναι και η αναφορά της κας Κογκίδου πως κατά τη δηµοσιογραφική κάλυψη θα πρέπει να διερευνηθεί αν η έκθεση των γυναικών στον κίνδυνο µιας εγκληµατικής ενέργειας οφείλεται, ως ένα βαθµό, και στην ανεπάρκεια των αρµόδιων Αρχών να ανταποκριθούν άµεσα και αποτελεσµατικά. Και αυτό γιατί πολύ συχνά καταγράφονται ανεπαρκείς και προβληµατικές θεσµικές διαδικασίες.

«Γνωρίζουµε ότι πολλά περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας, που µπορεί να είναι ενδεικτικά σηµεία µιας επικείµενης γυναικοκτονίας, δεν καταγγέλλονται, αλλά και όταν καταγγέλλονται δεν έχει ακόµα διασφαλιστεί η άµεση και αποτελεσµατική ανταπόκριση των διωκτικών Αρχών για την ασφάλεια και προστασία των θυµάτων. Σε πολλές περιπτώσεις γυναικοκτονιών τα ασφαλιστικά µέτρα δεν µπορούν να εµποδίσουν τον θύτη. Γενικότερα, η εκδίκαση των υποθέσεων σε πρώτο βαθµό µπορεί να καθυστερήσει αρκετά».

 

Σηµαντική αύξηση των περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας

∆εν υπάρχουν και πολλά περιθώρια αισιοδοξίας, αφού η καταγραφή περιστατικών έµφυλης βίας φανερώνει την αυξητική τάση που υπάρχει. Πρόσφατα ήρθαν στο φως και τα αποτελέσµατα µιας διασυνοριακής έρευνας δεδοµένων από το MIIR, που διεξάγεται για πρώτη φορά στην Ευρώπη µε τη συµµετοχή 18 δηµοσιογραφικών οµάδων στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού ∆ικτύου ∆ηµοσιογραφίας ∆εδοµένων. Η έρευνα έγινε λόγω της ανάγκης να καταγραφούν επικαιροποιηµένα στοιχεία, λαµβάνοντας υπόψιν και πληροφόρηση από ΜΚΟ κ.ά. Και αυτή η έρευνα επιβεβαίωσε ότι κατά τη διάρκεια της πανδηµίας υπήρξε αύξηση των περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας, των γυναικοκτονιών αλλά και της σεξουαλικής βίας.

Την πιο ψηλή αύξηση, 187,5%, στις γυναικοκτονίες συνολικά σηµείωσε το 2021 η Ελλάδα. Στη Σουηδία καταγράφεται αύξηση γυναικοκτονιών κατά 120% το 2018 σε σύγκριση µε το 2017, ενώ η Εσθονία και η Σλοβενία σηµείωσαν αύξηση 100% το 2015 και το 2020 αντίστοιχα. Συγκρίνοντας τη διετία της πανδηµίας µε το 2019, προκύπτει ότι σε Ελλάδα, Σλοβενία, Γερµανία και Ιταλία υπήρξε σηµαντική αύξηση στις γυναικοκτονίες.

Αύξηση παρατηρήθηκε και στις εκκλήσεις για βοήθεια από θύµατα ενδοοικογενειακής βίας. Η µεγαλύτερη αύξηση στις τηλεφωνικές κλήσεις παρουσιάστηκε στον πρώτο χρόνο της πανδηµίας στην Κύπρο, µε την Ιταλία, την Ελλάδα και την Αυστρία να ακολουθούν.

Η έρευνα επισηµαίνει και την ανάγκη αναγνώρισης της γυναικοκτονίας ως ιδιώνυµου εγκλήµατος. Μέχρι στιγµής µόνο δύο ευρωπαϊκά κράτη, η Κύπρος και η Μάλτα, έχουν κάνει αυτό το βήµα.

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy