ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΡΑΥΤΟΠΟΥΛΟΣ: Η ανθρωπότητα δεν γυρίζει στον Μεσαίωνα

 
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΡΑΥΤΟΠΟΥΛΟΣ

Η ανθρωπότητα δεν γυρίζει στον Μεσαίωνα

• Θα θριαμβεύσει η δημοκρατία, η λογική και η ειρήνη

Της Μαρίας Φράγκου

«Επαναστατικό – προοδευτικό σήμερα είναι η ελευθερία και η δημοκρατία»

 

Ξεκίνησε να γίνει χημικός, γιατί τον συνέπαιρναν οι ανακαλύψεις, η διάσπαση του ατόμου… Μάλλον, όμως, δεν ήταν αυτή η κλίση του. Αγαπούσε το διάβασμα αλλά τα χρόνια στις εξορίες αυτή η αγάπη πολλαπλασιάστηκε. Και το διάβασμα, η γνωριμία με ανθρώπους των γραμμάτων -άλλοτε συνεξόριστοι μαζί του- έγινε μέρος της ζωής του. Τον ακούω να μου μιλά και η διήγησή του μοιάζει να βγαίνει από σελίδες, όχι ενός, αλλά πολλών βιβλίων. Και σκέφτομαι: «Τι να ρωτήσω αυτόν τον άνθρωπο, που η κάθε λέξη που βγαίνει από το στόμα του είναι και πιο σημαντική από την προηγούμενη;»

Ανταποκριτής της «Χαραυγής» στην Αθήνα, τη δεκαετία του ’60

 
Δημήτρης Ραυτόπουλος. Ένας πνευματικά νεότατος άνθρωπος. Εμβληματική φυσιογνωμία στο χώρο της λογοτεχνικής κριτικής, όπως έχω διαβάσει σε πολλά συγγράμματα, αναζητώντας πληροφορίες για τους σκοπούς αυτής της συνέντευξης. Προσκεκλημένος της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου, για μία τιμητική εκδήλωση, ο Δημήτρης Ραυτόπουλος βρέθηκε στο νησί μας. Και για την εφημερίδα μας, η συνάντηση αυτή ήταν πρόσκληση και πρόκληση μαζί. Γιατί στη δεκαετία του 1960, ο Δημήτρης Ραυτόπουλος διετέλεσε ανταποκριτής της «Χαραυγής» στην Αθήνα. Βγάζει από την τσέπη του την ταυτότητα του ανταποκριτή της εφημερίδας μας με την υπογραφή του τότε αρχισυντάκτη, μ. Στέλιου Ιακωβίδη και μου την δείχνει. Κι ενδιαφέρεται να μάθει για το σήμερα, για την πορεία, την εξέλιξη της «Χαραυγής», ρωτά για το Κυπριακό, την «πληγή» αυτή της Κύπρου.
Ο Δημήτρης Ραυτόπουλος δεν σταμάτησε να διαβάζει, να γράφει. Δεν σταμάτησε να ενδιαφέρεται για τα πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα. Όχι με την ένταση του τότε, αλλά σίγουρα με το πάθος του τότε. «Γράφετε ακόμα», τον ρωτώ, έχοντας υπόψη μερικούς μόνο τίτλους από τα πολλά βιβλία του. «Ο εμφύλιος και η λογοτεχνία», «Σημεία στίξεως», «Άρης Αλεξάνδρου. Ο εξόριστος». Μου απαντά: «Βεβαίως. Δεν γράφω συχνά, αλλά γράφω. Διαβάζω. Για όλα τα πράγματα υπάρχει ένα μέλλον. Το τέλος της κριτικής δεν έχει πλησιάσει ούτε και προβλέπεται. Υπάρχει κριτική σοβαρή, ενδιαφέρουσα, υπάρχει και η αερολογία. Αυτά τα πράγματα δεν είναι σε κατηγορίες…» Και κάπως έτσι αρχίζει η κουβέντα μας. Μιλά για τον πρωταρχικό ρόλο της κριτικής, η οποία «συνδέει τη λογοτεχνία με τους άλλους λόγους και τη γλώσσα: τον φιλοσοφικό, τον πολιτικό, τον ιδεολογικό, τον επιστημονικό λόγο». Η κριτική «δεν είναι σκέτα, μία από καθέδρας δίκη της λογοτεχνίας. Αυτό είναι καλό, αυτό είναι κακό, αυτό μου αρέσει, αυτό όχι… Η κριτική πρέπει να εξηγεί, να συνδέει με την παράδοση, να διευρύνει τα θέματα που το λογοτεχνικό έργο θέτει και να το εντάσσει στη γενικότερη παιδεία της εποχής. Αυτή είναι χονδρικά η αποστολή της κριτικής», εξηγεί όσο πιο απλά γίνεται.
Η περίοδος του εμφυλίου πολέμου, τον συγκινεί ιδιαίτερα. «Από την Αντίσταση μέχρι τον εμφύλιο και την ήττα της Αριστεράς. Ασχολήθηκα και με τον Καζαντζάκη, ασχολήθηκα και με μορφές της λογοτεχνίας πριν και μετά τον εμφύλιο. Ο Τσίρκας, ο Χατζής, ο Φραγκιάς και οι νεότεροι, Κουμανταρέας, Βασιλικός, η γενιά της διαμαρτυρίας… Αλλά κατά βάση ήταν η λογοτεχνία γύρω από τον εμφύλιο. Και το προτελευταίο βιβλίο μου έχει αυτό το θέμα: Εμφύλιος και λογοτεχνία, όπου έχω συγκεντρώσει πολλά δοκίμια. Ο Μανούσακας, ας πούμε, ο Χατζής, ο Φραγκιάς, ο Τσίρκας, αυτοί κυρίως με απασχόλησαν». Τον απασχόλησε, επίσης, και μία τάση που εξέφραζε τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό, «κατά τρόπο δογματικό και στενόμυαλο», όπως λέει, και με την οποία διαφώνησε και επέκρινε όσο μπορούσε. «Γιατί δεν είχε καμία αλήθεια, ήταν η εξιδανίκευση με το ζόρι μιας πολιτικής γραμμής που στην πράξη είχε αποτύχει. Είχε ηττηθεί», όπως λέει. Και φέρνει στο μυαλό του ένα στίχο του Τίτου Πατρίκιου: «Πώς να το πεις στον χθεσινό σύντροφο που ίσως βασανίστηκε πιο πολύ και από σένα πως πια δεν συμβιβάζονται πίστη και αλήθεια». Αυτό, κατά τον συνομιλητή μου, «εκφράζει όλη αυτή την περίοδο, την ποίηση της ήττας, όπως ονομάστηκε».
Ο Δημήτρης Ραυτόπουλος ταυτίστηκε με το περιοδικό «Επιθεώρηση της Τέχνης». Περιοδικό-θρύλος στο χώρο της Αριστεράς. Μέλος του ΚΚΕ «αλλά όχι χαϊδεμένο παιδί», όπως λέει. «Ήμασταν υπέρ του κόμματος και υπέρ της λογοτεχνίας, χωριστά το ένα από το άλλο. Άλλο το ένα, άλλο το άλλο. Το κόμμα είναι πολιτική δύναμη, κάνει πολιτική, κοινωνική σχέση με τη δημοκρατία, τους θεσμούς… Η λογοτεχνία είναι άλλο πράγμα. Ελεύθερη. Δεν πρέπει να ελέγχεται και να καθοδηγείται από την κομματική γραμμή. Πρέπει να είναι ελεύθερη για να κρίνει. Να θέτει το ζήτημα από την αρχή…»
Γυρνάμε στα χρόνια που τον σημάδεψαν, τα χρόνια της εξορίας, τη γνωριμία και τη φιλία του με ανθρώπους των Γραμμάτων και των Τεχνών που έμειναν και θα μείνουν στην ιστορία για το έργο που άφησαν. «Μας κατάργησαν ως στρατιώτες και μας έστειλαν στον Άγιο Ευστράτιο… Δύο χαράδρες, λίγα χιλιόμετρα έξω από το χωριό. Ένα χωριό ήταν όλο το νησί τότε. Είχαμε στήσει σκηνές. Βάζαμε δύο σκηνές τη μια πάνω στην άλλη για να μην περνά το νερό και το κρύο, κτίζαμε ένα τοιχάκι γύρω γύρω, στο εσωτερικό της σκηνής, πάνω στο οποίο ο καθένας έβαζε το ξυλοκρέβατό του και δίπλα ένα λαμπάκι πετρελαίου για να μπορεί να διαβάζει. Κι εκεί στον Αϊ-Στράτη, εμείς οι νέοι που είχαμε λογοτεχνικές ανησυχίες αρχίσαμε να συγκεντρωνόμαστε. Ήμασταν ο Τίτος Πατρίκιος, ο Κώστας Κουλουφάκος -που είχε και την πρωτοβουλία, πολλές φορές ο Λειβαδίτης, εγώ, ο Μανώλης Φουρτούνης, ο Τάσος Σπυρόπουλος. Καμιά φορά ερχόταν και ο Γιάννης Ρίτσος. Ήταν πολύ ωραίος ομιλητής, ήξερε πολλά πράγματα, για μας ήταν σοφός. Εμείς ήμασταν μαθητούδια. Τον Ρίτσο τον αγαπούσαμε, τον θαυμάζαμε, τον θεωρούσαμε δάσκαλό μας. Αλλά ερχόταν πολύ λίγο και σιγά-σιγά απομακρυνόμασταν… Γιατί ο Ρίτσος ήθελε να μη μας ενθαρρύνει σε εκτροπές, πέρα από την κομματική γραμμή. Είχε μεγάλη κουλτούρα, ήξερε πολύ καλά την παγκόσμια ποίηση κι εμείς θέλαμε να πάρουμε από αυτόν. Από αυτή την άποψη τον σεβόμασταν και τον εκτιμούσαμε».
Χρόνια μετά, ωστόσο, μία δημοσίευση στην «Επιθεώρηση Τέχνης» ενός σοβιετικού διηγήματος που κρίθηκε ότι «συκοφαντούσε» τη σοβιετική κοινωνία έφερε και τη ρήξη ανάμεσα στους άλλοτε συνεξόριστους Ραυτόπουλο και Ρίτσο. Μία δίκη με μάρτυρα κατηγορίας τον Γιάννη Ρίτσο ήταν το τέλος. «Χώρισαν οι δρόμοι μας», λέει. Κάπου στα 1955…

 

«Κρατάω τη συντροφικότητα…»
Τι κρατά και τι αφήνει πίσω του από τα χρόνια της εξορίας, από τα χρόνια στο κόμμα; «Κρατώ τη συντροφικότητα και την αγάπη που είχαμε μεταξύ μας. Την εμπιστοσύνη. Την προσπάθεια να μην καταδίδουμε. Να μην υποκρινόμαστε, τουλάχιστον μεταξύ μας, ορθοφροσύνη και νομιμότητα. Τη συντροφικότητα την οποία έχω ζήσει -έστω κι αν υπήρχε απογοήτευση από καταστάσεις διάφορες- δεν θα την ξεχάσω».
Είστε αισιόδοξος σήμερα, ρωτάμε. «Προσπαθώ να μην είμαι απαισιόδοξος. Τα πράγματα δεν πάνε καθόλου καλά. Σε κανέναν τομέα. Η Ευρώπη, η Ελλάδα, η Κύπρος, η Μέση Ανατολή, οι διεθνείς σχέσεις… Δεν μπορεί να είναι κανείς έτσι εύκολα αισιόδοξος, αλλά εγώ κατά βάθος πιστεύω ότι θα υπάρξουν πτώσεις και ανορθώσεις, καλό και κακό, αλλά στο τέλος θα θριαμβεύσει και η δημοκρατία και η λογική και η ειρήνη. Όχι εύκολα, όχι αύριο, αλλά σίγουρα δεν μπορεί να πάει πίσω η ανθρωπότητα. Δεν μπορεί να γυρίσει στον Μεσαίωνα».
«Επαναστατικό – προοδευτικό σήμερα είναι η ελευθερία και η δημοκρατία», συμπληρώνει τη σκέψη του.

 

IMG_3694

Οι τιμές και οι διακρίσεις

Η τιμητική εκδήλωση της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου «για τον κορυφαίο κριτικό λογοτεχνίας και δημοσιογράφο» Δημήτρη Ραυτόπουλο, τον έφερε τον προηγούμενο μήνα στο νησί μας. Ο Δ. Ραυτόπουλος δεν είναι αμάθητος στις τιμές και στις βραβεύσεις. Έχει τιμηθεί με βραβεία και διακρίσεις από το Υπουργείο Πολιτισμού της Ελλάδας, το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, την Εταιρεία Συγγραφέων της Ελλάδας και πέρσι από την Ακαδημία Αθηνών, για τη σημαντική προσφορά του στην κριτική και στα νεοελληνικά γράμματα. Τι σημαίνουν όλα αυτά, πέραν της αναγνώρισης της προσφοράς; «Πρέπει να είμαστε ειλικρινείς. Και να μη λέμε ότι είμαστε υπεράνω. Όλα αυτά είναι ενθαρρυντικά, θετικά. Η αναγνώριση γενικά από τον τον κόσμο των Γραμμάτων, έχει αξία. Εκτιμάται το έργο σου και θεωρείσαι άξιος για την τιμή. Είναι πολύ σημαντικό. Δεν αποφασίζει ένας υπουργός ή δεν ξέρω ποιος, αλλά οι άνθρωποι των Γραμμάτων αποφασίζουν. Βέβαια, δεν είναι αυτό το κριτήριο της αυτοεκτίμησής μου. Ούτε λιγότερο ούτε περισσότερο εκτιμώ τον εαυτό μου επειδή πήρα το τάδε βραβείο».

Εμφύλιος, ο ανθρωπινότερος πόλεμος

Ο εμφύλιος είναι ο ανθρωπινότερος πόλεμος, λέει ο Δ. Ραυτόπουλος. Γιατί απελευθερώνει τα κακά ένστικτα του ανθρώπου τα οποία υπάρχουν ζωντανότατα, αλλά η νομιμότητα τα εμποδίζει να εκδηλωθούν. «Και ο εμφύλιος πόλεμος τα απελευθερώνει, τα νομιμοποιεί. Μπορεί να σκοτώνει όποιος θέλει, έχοντας εξασφαλισμένη την ατιμωρησία. Αυτό είναι τρομερό». Και φέρνει το παράδειγμα του Άντολφ Άιχμαν, του SS αξιωματικού, οργανωτή της εξόντωσης των Εβραίων στη Ρουμανία. Ήταν οικογενειάρχης, έχαιρε εκτίμησης κι όμως αποδείχτηκε κτήνος άγριο, αιμοβόρο θηρίο. Η κοινοτοπία του κακού, όπως είπε η Χάνα Άρεντ -Γερμανοεβραία πολιτική φιλόσοφος- υπάρχει και εκδηλώνεται στις κρίσεις της ιστορίας, όπως είναι ο πόλεμος, κυρίως ο παγκόσμιος, οι συγκρούσεις…»

 

 

 

 

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy